Το αντηλιακό είναι ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα της καθημερινής περιποίησης το καλοκαίρι.
Όλοι οι δερματολόγοι συμφωνούν ότι πρέπει να το φοράμε κάθε μέρα, ακόμα κι αν έξω έχει συννεφιά, και μάλιστα να το ανανεώνουμε πολλές φορές μέσα στη μέρα για να διατηρήσουμε την προστασία που μας παρέχει.
Το θέμα που ανακύπτει πολλές φορές, και ιδίως όταν έρχεται η ώρα να επιλέξουμε το κατάλληλο για εμάς αντηλιακό, είναι το αν θα καταλήξουμε σε αντηλιακό με φυσικά ή χημικά φίλτρα. Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για το τι προσφέρει το ένα και τι το άλλο, όμως η αλήθεια είναι ότι υπάρχει αρκετή παραπληροφόρηση σχετικά. Τι ισχύει λοιπόν τελικά;
Φυσικά vs Χημικά αντηλιακά
Η κύρια διαφορά μεταξύ των φυσικών και χημικών αντηλιακών συνίσταται στον τρόπο που μπλοκάρουν τη UV ακτινοβολία. Σε πολύ γενικές γραμμές, τα χημικά αντηλιακά απορροφώνται από το δέρμα και απορροφούν τις ακτίνες του ήλιου ενώ τα φυσικά αντηλιακά μένουν στην επιφάνεια του δέρματος και αντανακλούν την ακτινοβολία.
Ουσιαστικά, τα συστατικά στην κάθε φόρμουλα αντηλιακού ορίζουν τον τρόπο προστασίας. Αναλυτικότερα, τα χημικά φίλτρα απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία, την μετατρέπουν σε υπέρυθρη χαμηλότερης ενέργειας και την απελευθερώνουν σαν θερμότητα, εμποδίζοντας έτσι τις ακτίνες UV να εισχωρήσουν στο δέρμα.
Τα φυσικά (ή ορυκτά) φίλτρα από την άλλη περιέχουν συστατικά ορυκτής προέλευσης όπως το διοξείδιο του τιτανίου ή το οξείδιο του ψευδαργύρου, που αντανακλούν και διαχέουν τις ακτίνες UV, εμποδίζοντάς τες να διαπεράσουν στις βαθύτερες στιβάδες της.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των φυσικών φίλτρων στα αντηλιακά
Είναι κατάλληλα για όλους τους τύπους δέρματος, ακόμα και για τους πιο ευαίσθητους, μιας και οι συνθέσεις τους είναι πολύ φιλικές για το δέρμα. Επιπλέον, είναι απολύτως ασφαλή για χρήση τόσο από εγκύους όσο και από παιδιά και μωρά ενώ η προστασία που χαρίζουν όχι μόνο διαρκεί περισσότερο αλλά και ξεκινά να δρα από το πρώτο λεπτό εφαρμογής του αντηλιακού. Τέλος, στην πλειονότητά τους είναι μη φαγεσωρογόνα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν φράσσουν τους πόρους και είναι κατάλληλα για χρήση από λιπαρά/ακνεϊκά δέρματα ή δέρματα με τάσεις ακμής.
Από την άλλη, το γεγονός ότι η σύνθεσή τους είναι συνήθως πιο παχύρρευστη και “βαριά” τα κάνει να απλώνονται και να απορροφώνται δύσκολα από την επιδερμίδα, αφήνοντας συνήθως ένα ανεπιθύμητο λευκό χρώμα που στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει. Ταυτόχρονα, φεύγουν εύκολα με το νερό, τον ιδρώτα ή το σκούπισμα με την πετσέτα μετά από κάποια δραστηριότητα, γεγονός που απαιτεί συχνή επάλειψη αν θέλουμε να είμαστε προστατευμένοι όλη μέρα.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των χημικών φίλτρων στα αντηλιακά
Σε αντίθεση με τα φυσικά αντηλιακά, τα χημικά έχουν πολύ πιο λεπτόρρευστη σύνθεση, γεγονός που τα κάνει να απλώνονται πανεύκολα στο δέρμα αφήνοντας μια ευχάριστη αίσθηση. Επιπλέον, ακριβώς επειδή απορροφώνται εύκολα και γρήγορα, χρειάζεται λιγότερη ποσότητα για να προστατευτείς αποτελεσματικά.
Από την άλλη, έχουν πιο πολλά χημικά συστατικά (συντηρητικά, βαφές, αρώματα) για να παρέχουν ευρεία προστασία από τον ήλιο, που ενδέχεται να προκαλούν ερεθισμούς στο δέρμα ή και να φράσσουν τους πόρους με κίνδυνο τη δημιουργία μαύρων στιγμάτων, ακόμα και ακμής. Μάλιστα, ορισμένα από τα χημικά φίλτρα που περιέχονται σε αυτά (π.χ. η οξυβενζόνη) κατηγορούνται ότι ευνοούν την παραγωγή ελευθέρων ριζών στο δέρμα. Τέλος, αργούν να δράσουν στο δέρμα αφού πρέπει να μεσολαβήσουν 20᾽ από την επάλειψή τους στην επιδερμίδα.
Βέβαια, δεν περιέχουν όλα τα χημικά αντηλιακά βλαβερά συστατικά για την επιδερμίδα, ενώ τα περισσότερα αντηλιακά νέας τεχνολογίας έχουν έναν συνδυασμό φυσικών και χημικών φίλτρων (μεικτά ή υβριδικά αντηλιακά), κατορθώνοντας με τον τρόπο αυτό, να συνδυάσουν τα πλεονεκτήματα των δύο τύπων αντηλιακών και να περιορίσουν τα μειονεκτήματά τους.