Οι γιατροί πρέπει να εξετάζουν τις γυναίκες για κατάθλιψη κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες συστάσεις της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής.
Η αδιάγνωστη και χωρίς θεραπεία κατάθλιψη στις γυναίκες που βρίσκονται στην εγκυμοσύνη αλλά και τις νέες μητέρες μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του μωρού, ενώ αποτελεί μια από τις πιο κοινές και δαπανηρές επιπλοκές της εγκυμοσύνης στις ΗΠΑ.
«Όταν είμαστε σε θέση να βοηθήσουμε μια μητέρα να διαχειριστεί την ψυχική της υγεία, ουσιαστικά βοηθάμε όλη την οικογένεια», δήλωσε η βασική συγγραφέας της μελέτης Δρ Marian Earls.
«Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε ένα προστατευτικό πλαίσιο για το μωρό, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις οικογενειακές σχέσεις και την ευημερία» πρόσθεσε.
Η κατάθλιψη επηρεάζει το 15-20% των νέων μητέρων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή το έτος μετά τον τοκετό, ένα πρόβλημα που ονομάζεται «περιγεννητική κατάθλιψη».
Περίπου το 50% των γυναικών με περιγεννητική κατάθλιψη δεν έχουν διαγνωσθεί και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία.
Αυτό μπορεί να εμποδίσει τη δημιουργία ισχυρού δεσμού (bonding) με το μωρό, αλλά και την αντίληψή της για τη συμπεριφορά του μωρού, ενώ μπορεί να επηρεάσει την ικανότητά της να φροντίσει το μωρό με ασφάλεια.
Οι γυναίκες πρέπει να εξετάζονται για κατάθλιψη μία φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και κατά τη διάρκεια της εξέτασης του βρέφους από τον γιατρό στον 1ο, 2ο, 4ο και 6ο μήνα.
Ο καθηγητής και συν-συγγραφέας της μελέτης Jason Rafferty δήλωσε: «Γνωρίζουμε ότι η κατάθλιψη μετά τον τοκετό μπορεί να είναι μια μορφή τοξικού στρες που μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου ενός βρέφους και να προκαλέσει προβλήματα με τις οικογενειακές σχέσεις, τον θηλασμό και την ιατρική περίθαλψη του παιδιού».
Ο Rafferty επεσήμανε ότι «οι παιδίατροι μπορούν να αναγνωρίσουν τους γονείς που χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη».
Σύμφωνα με την Earls, οι γιατροί «έχουν κάνει βήματα κατά τα τελευταία 10 χρόνια στην εκπαίδευση και τον έλεγχο των γονέων για κατάθλιψη. Ωστόσο, χρειάζεται να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση του στίγματος που συνδέεται με την ψυχική ασθένεια και την κατάλληλη καθοδήγηση των οικογενειών».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatrics.