Ο πλακούντας είναι το όργανο αυτό, μέσω του οποίου θρεπτικά συστατικά και οξυγόνο μεταφέρονται από το αίμα της μητέρας στο έμβρυο, ενώ βλαβερά προϊόντα του μεταβολισμού και διοξείδιο του άνθρακα ακολουθούν την αντίθετη πορεία από την κυκλοφορία του εμβρύου στο αίμα της μητέρας.
Μπορούμε να πούμε, πως ο πλακούντας είναι η «γραμμή ζωής», μέσω της οποίας υποστηρίζεται η ραγδαία ανάπτυξη του εμβρύου.
Ο πλακούντας εμφυτεύεται, όπως λέμε, στο τοίχωμα της ενδομητρικής κοιλότητας. Μέσω της εμφύτευσης αυτής δημιουργούνται και οι απαραίτητες «συνδέσεις» μεταξύ της κυκλοφορίας του αίματος της μητέρας και του εμβρύου.
Τι γίνεται όμως, αν η εμφύτευση του πλακούντα εντοπίζεται υπερβολικά κοντά στο τραχηλικό στόμιο ή αν ο πλακούντας φτάνει να καλύψει εξολοκλήρου το στόμιο αυτό;
Αν ο πλακούντας εμφυτευθεί κοντά στο έσω τραχηλικό στόμιο, τότε μιλάμε για επιχείλιο πλακούντα, ενώ αν το καλύπτει τελείως, μιλάμε για επιπωματικό πλακούντα. Ως επιχείλιο ορίζουμε τον πλακούντα του οποίου το άκρο απέχει λιγότερα από 2 εκατοστά από το έσω τραχηλικό στόμιο. (βλ. εικόνα)
Μέχρι την 20η εβδομάδα της κύησης συχνά ο πλακούντας καλύπτει το έσω τραχηλικό στόμιο. Εντούτοις, με δεδομένο πως η ενδομητρική κοιλότητα μεγαλώνει ταχύτερα από τον πλακούντα, μετά την συμπλήρωση 20 εβδομάδων κύησης ο πλακούντας τείνει να «απομακρυνθεί» τρόπον τινά από το έσω τραχηλικό στόμιο. Έτσι τελικά μόνο 1 στις 200 κυήσεις παρουσιάζουν επιπωματικό πλακούντα κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Συμπτώματα επιπωματικού πλακούντα
Το βασικό σύμπτωμα του επιπωματικού πλακούντα είναι η κολπική αιμόρροια κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεως της κύησης, η οποία δεν συνδυάζεται με πόνο. Το εκ του κόλπου εκρέον αίμα έχει έντονο κόκκινο χρώμα, όπως το αίμα από μια ανοικτή πληγή. Η κολπική αιμόρροια εμφανίζεται είτε αυτόματα, είτε μετά από σεξουαλική επαφή ή άρση κάποιου βάρους.
Συνήθως η αιμόρροια αυτή σταματάει αυτόματα, αλλά ενδέχεται να επανεμφανιστεί, ειδικά όσο πλησιάζει η πιθανή ημερομηνία του τοκετού.
Επιπωματικός πλακούντας και πρόωρες συσπάσεις
Η παρουσία επιπωματικού πλακούντα αυξάνει εξάλλου και τις πιθανότητες έναρξης συσπάσεων και πρόωρου τοκετού. Υπάρχουν μάλιστα μελέτες, οι οποίες διατείνονται, πως ποσοστό ακόμα και 44% των κυήσεων με επιπωματικό πλακούντα, φτάνουν σε τοκετό πριν τη συμπλήρωση των 37 εβδομάδων κύησης.
Σε ποιες περιπτώσεις εμφανίζεται πιο συχνά ο επιπωματικός πλακούντας (placenta previa);
Ο επιπωματικός πλακούντας εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες, που έχουν υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις στη μήτρα. Έτσι η καισαρική τομή σε προηγούμενη κύηση ή η αφαίρεση ινομυωμάτων, αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης επιπωματικού πλακούντα. Η θεραπευτική απόξεση του ενδομητρίου φαίνεται πως επίσης αυξάνει τις πιθανότητες αυτές, αλλά σε πολύ χαμηλότερο βαθμό.
Παράγοντες που προδιαθέτουν την εμφάνιση επιπωματικού πλακούντα
Άλλοι παράγοντες, που προδιαθέτουν την εμφάνιση επιπωματικού πλακούντα είναι η ηλικία της γυναίκας μεγαλύτερη των 35 ετών, η εμφάνιση επιπωματικού πλακούντα σε προηγούμενη κύηση, η κυοφορία πλέον του ενός εμβρύου και το κάπνισμα ή η χρήση ουσιών, όπως η κοκαΐνη. Η παρουσία επιπωματικού πλακούντα είναι τέλος πιθανότερη, αν η γυναίκα έχει ήδη τουλάχιστον ένα τοκετό, ειδικά αν το διάστημα μεταξύ των διαδοχικών κυήσεων είναι βραχύ, αν η κύηση έχει επιτευχθεί με διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ή αν υπάρχει ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών.
Πώς γίνεται η διάγνωση επιπωματικού ή επιχείλιου πλακούντα;
Η διάγνωση της ανώμαλης εμφύτευσης του πλακούντα γίνεται συνήθως στο υπερηχογράφημα β-επιπέδου. Τότε ο ιατρός, που εκτελεί την εξέταση αυτή μπορεί με διακολπικό υπερηχογράφημα να υπολογίσει την απόσταση της άκρης του πλακούντα από το έσω τραχηλικό στόμιο.
Σε περίπτωση εντοπισμού επιπωματικού ή επιχείλιου πλακούντα η αντιμετώπιση εξαρτάται από δύο παράγοντες, αφενός από την ποσότητα της αιμορραγίας, αφετέρου από το στάδιο της κύησης και την κατάσταση του εμβρύου. Στόχος είναι η κατά το δυνατόν παράταση της κύησης. Σε κάθε περίπτωση όμως μιλάμε για κύηση υψηλού κινδύνου, η οποία χρήζει στενής παρακολούθησης.
Αν η αιμορραγία είναι ελαφρά, τότε περιοριζόμαστε στη στενή παρακολούθηση της κύησης, ενώ συστήνεται κατάκλιση και αποχή από σεξουαλική επαφή και φυσικά από άρση οποιουδήποτε βάρους. Κατά περίπτωση χορηγείται και φαρμακευτική αγωγή, η οποία αναστέλλει τη δραστηριότητα της μήτρας και περιορίζει την πιθανότητα εμφάνισης συσπάσεων.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Δεν είναι σπάνιο να συσταθεί και η χορήγηση κορτιζόλης, η οποία επιταχύνει την ωρίμανση των πνευμόνων του εμβρύου, περιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό τις ενδεχόμενες επιπλοκές, που θα αντιμετωπίσει το νεογνό σε περίπτωση πρόωρου τοκετού.
Ανάλογα με την ποσότητα απώλειας αίματος, ενδέχεται να συσταθεί και η μεταφορά σε νοσοκομείο, προκειμένου η παρακολούθηση να γίνει πιο στενή, ενώ η επέμβαση των ιατρών σε περίπτωση αιφνίδιας αύξησης της έντασης στης αιμορραγίας θα είναι και ταχύτερη. Σε περίπτωση δε βαριάς αιμορραγίας ενδέχεται δε να ζητηθεί και η μετάγγιση αίματος.
Αν η αιμορραγία είναι βαριά και δεν μπορεί να ελεγχθεί, τότε ενδέχεται να προχωρήσουμε και σε καισαρική τομή, ακόμα και αν το έμβρυο δεν έχει ωριμάσει πλήρως, διότι σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να τεθεί σε κίνδυνο η υγεία της γυναίκας, αλλά και η ζωή του βρέφους.
Η ύπαρξη επιπωματικού ή επιχείλιου πλακούντα είναι μια επιπλοκή της κύησης, η οποία ενδέχεται να δημιουργήσει σημαντικές δυσκολίες. Εντούτοις, η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης των μαιευτήρων και του υποστηρικτικού προσωπικού αφενός, αλλά και οι πρόοδοι, που έχουν σημειωθεί σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των πρόωρων νεογνών αφετέρου, μας καθιστούν σήμερα ικανούς να περιορίσουμε ικανοποιητικά τις δυσάρεστες συνέπειες της κατάστασης αυτής.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ