Ακόμα και η περιστασιακή νυχτερινή εργασία δίνει τις ίδιες αυξημένες πιθανότητες στις γυναίκες. Αυτό έχει τεράστια σημασία γιατί οι γυναίκες που μπαίνουν νωρίς στην κλιμακτήριο, κινδυνεύουν περισσότερο από καρδιαγγειακές νόσους, οστεοπόρωση και προβλήματα μνήμης. Οι ερευνητές εντόπισαν περισσότερες από 80.000 νοσοκόμες που εργάζονταν σε νυχτερινές βάρδιες για περισσότερα από 22 χρόνια.
Οι γυναίκες που διακόπτουν το εσωτερικό ρολόι τους λόγω νυχτερινής εργασίας, έχουν χαμηλότερα επίπεδα μελατονίνης, ορμόνη που κρίνεται από τους ειδικούς ως σημαντική και για τις ωοθήκες. Αλλά μπορεί να είναι και το άγχος μαζί με την κούραση της βραδινής δουλειάς που διακόπτει τα επίπεδα των οιστρογόνων και οδηγεί τις γυναίκες στην εμμηνόπαυση σε μικρότερη ηλικία.
Ο Δρ. Ντέιβιντ Στοκ, επικεφαλής της έρευνας από το Πανεπιστήμιο του Νταλουσί στον Καναδά, είπε: ‘αυτή είναι η πρώτη έρευνα που εντοπίζει μία σύνδεση μεταξύ της νυχτερινής εργασίας και της πρόωρης εμμηνόπαυσης. Για τις γυναίκες που το πέρασαν πριν τα 45, φαίνεται να σχετίζεται με τη βραδινή βάρδια. Αυτό οφείλεται στη διακοπή του κιρκαδικού ρυθμού, στο άγχος ή την κούραση, αν και αυτό χρειάζεται περαιτέρω έρευνα’.
Η βραδινή εργασία, ακόμα και αν συμβαίνει περιστασιακά, θεωρείται ότι επηρεάζει τις ορμόνες του σ∈ξ, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο ή να μειώσει τις πιθανότητες ωορρηξίας. Η έρευνα κατέληξε στο ότι οι γυναίκες που είχαν εργαστεί έστω και 3 νύχτες μέσα σε ένα μήνα για 20 συνεχείς μήνες, είχαν 9% μεγαλύτερο ρίσκο για πρόωρη εμμηνόπαυση. Για εκείνες, των οποίων η εμμηνόπαυση ξεκίνησε πριν τα 45, οι νυχτερινές βάρδιες αύξαναν το ρίσκο κατά 25%. Αν οι βάρδιες ξεπερνούσαν τα 20 χρόνια, τότε το ρίσκο σκαρφάλωνε στο 73%.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ανθρώπινη Αναπαραγωγή, καταλήγει: ‘οι γυναίκες που είναι ήδη επιρρεπείς στην πρόωρη εμμηνόπαυση, αποκτούν μεγαλύτερο ρίσκο εάν εργάζονται νυχτερινές ώρες. Η έκθεση σε τεχνητό φως μειώνει τα επίπεδα της μελατονίνης, η οποία συμβάλει στον ύπνο αλλά και στην παραγωγή ωαρίων.