Το αυξημένο σωματικό βάρος, η αποχή από τη σωματική άσκηση και η υπέρταση είναι μερικοί από τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου που συμβάλλουν στην εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2.
Για τις γυναίκες όμως φαίνεται ότι υπάρχει και ένας επιπλέον παράγοντας που τις επιβαρύνει σημαντικά και αυξάνει εκθετικά τις πιθανότητες να εμφανίσουν τη χρόνια πάθηση.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη διατρέχουν οι γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μια συχνή πάθηση στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και αποτελεί την κυριότερη αιτία της γυναικείας υπογονιμότητας.
Προκειμένου να εξετάσουν τη σχέση ανάμεσα στη γυναικολογική πάθηση και στον διαβήτη, ερευνητές από τη Δανία μελέτησαν σχεδόν 55.000 γυναίκες, εκ των οποίων περίπου 20.000 είχαν διαγνωστεί με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου), τεστοστερόνης, τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης των γυναικών.
Για την εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων, οι ερευνητές συνυπολόγισαν πιθανούς παράγοντες κινδύνου για τον διαβήτη τύπου 2, όπως η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος.
Οι αναλύσεις υπέδειξαν ότι, σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, όσες πάσχουν από το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να εκδηλώσουν διαβήτη. Μάλιστα, στις γυναίκες με το σύνδρομο η διάγνωση γίνεται περίπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα –κατά μέσο όρο σε ηλικία 31 ετών σε σύγκριση με τις υγιείς γυναίκες, στις οποίες η διάγνωση γίνεται στα 35.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι δύο πιο αξιόπιστοι δείκτες πρόβλεψης του διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος και τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.
«Ο αυξημένος κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι αξιοσημείωτο εύρημα. Ο διαβήτης μπορεί να εκδηλωθεί σε μικρή ηλικία κι έτσι ο προληπτικός έλεγχος είναι απαραίτητος, ιδιαίτερα σε όσες γυναίκες είναι παχύσαρκες και έχουν διαγνωστεί με το σύνδρομο» αναφέρει η Ντόρτε Γκλίντμποργκ, μία εκ των συντακτών της μελέτης.