Σε ερωτεύτηκα πολύ πριν σε γνωρίσω…
Από την πρώτη στιγμή που οι δρόμοι μας συναντήθηκαν, ένα χρόνο πριν… Θυμάσαι;
Τότε που σταθήκαμε τυχαία ο ένας δίπλα στον άλλον για δευτερόλεπτα, πριν προχωρήσουμε και απομακρυνθούμε. Για λίγο…
Ξέρεις, πριν σε γνωρίσω, είχα πάψει να κάνω όνειρα. Είχα σταματήσει να πιστεύω σε έpωτες και παραμύθια, που όλοι ζουν καλά κι εμείς καλύτερα. Είχα πάψει ακόμα και να χαμογελάω. Τα είχα τακτοποιήσει όλα στη ζωή μου κι άφηνα απλά τις μέρες να περνούν. Ήσυχα, αθόρυβα, αδιάφορα.
Και ξαφνικά μπήκες εσύ σαν ανεμοστρόβιλος και σάρωσες τα πάντα. Παρελθόν, μνήμες, πόνο, δάκρυα, όλα! Τρύπωσες στη ζωή μου από μια χαραμάδα που είχα ξεχάσει ανοιχτή κι έδιωξες τα σύννεφα κι έγινες ήλιος λαμπερός και φώτισες τα σκοτάδια μου.
Ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα. Με αιφνιδίασες. Και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, έπιασα τον εαυτό μου να σε σκέφτεται και να χαμογελάει. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη! Εγώ να χαμογελάω! Συνεχώς!
Εκεί που νόμιζα πως έχω αδειάσει από συναισθήματα, ήρθες εσύ και γέμισες κάθε κενό της καρδιάς μου με έpωτα, ενθουσιασμό, ελπίδα, προσμονή… Κι άρχισα πάλι να κάνω όνειρα. Εγώ, που είχα πει ποτέ ξανά! Και με ξεσήκωσες, κι άρχισα να σε ψάχνω…
Αν με ρωτήσεις πότε ξεκίνησε η ιστορία μας, δεν ξέρω να σου απαντήσω. Έγιναν όλα τόσο αβίαστα, που όταν πια το συνειδητοποίησα ήταν αργά! Ήμουν ήδη ερωτευμένη! Τρόμαξα! Κι άρχισα να ψάχνω πίσω απ’ τις λέξεις σου, να καταλάβω αν είμαι μόνη μου σ’ όλο αυτό ή αν όσα φαντάζομαι είναι αληθινά…
Κι εσύ εκεί, να με κοιτάς και το μυαλό μου να πλάθει ιστορίες. Να μου χαμογελάς κι εγώ να θέλω να χαθώ στην αγκαλιά σου και να φιλήσω το χαμόγελό σου. Να μου μιλάς κι εγώ να ακούω τη φωνή σου και να χάνω τα λόγια μου. Και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν «Πότε θα με φιλήσεις επιτέλους;»
Μέχρι που ήρθε εκείνη η πρώτη αγκαλιά… Θυμάσαι; Και κούμπωσε το σώμα σου πάνω στο δικό μου τόσο αβίαστα, τόσο απόλυτα, σαν δυο κομμάτια puzzle που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Εκείνη η αγκαλιά, που μέσα της χώρεσε όλα μας τα όνειρα.
Κι έγινε έpωτας εκείνη η αγκαλιά, κι έγινε νοιάξιμο και χάδι και λαχτάρα. Κι έγινε ανάγκη να μοιραζόμαστε την κάθε μας στιγμή. Κι έγινε επιθυμία να κάνουμε μια καινούρια αρχή μαζί, να φτιάξουμε έναν κόσμο και μια ζωή για μας. Έγινε αγάπη εκείνη η αγκαλιά, και το εγώ έγινε εμείς, και όλα πια εκφράζονται σε πρώτο πληθυντικό.
Και δε μπορώ πια να σκεφτώ τίποτα χωρίς εσένα. Γιατί μαζί σου έχει νόημα η κάθε στιγμή. Με σένα γέμισε χαμόγελα η κάθε μέρα και η κάθε νύχτα γέμισε φιλιά.
Μαζί σου έμαθα πως δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται. Γιατί εμείς είμαστε πάντοτε μαζί. Όπου κι αν βρίσκεσαι. Όπου κι αν είμαι. Ταξίδι για μας δεν είναι τα χιλιόμετρα, αλλά οι ματιές που διασταυρώνονται, οι καρδιές που συντονίζονται στον ίδιο χτύπο, τα χαμόγελα που συναντιούνται κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάθε φορά που με σκέφτεσαι.
Γιατί αυτό είναι τελικά ο έpωτας. Ακόμα και χώρια που είμαστε, εμείς να είμαστε μαζί. Να μιλάμε με τα μάτια, με τα λόγια, με τις σιωπές. Να μοιραζόμαστε αισθήματα, όνειρα, ανάσες. Να είμαστε δεμένοι με μια αόρατη κλωστή και να μη μπορούμε στιγμή να χωριστούμε. Να κουμπώνουμε σε μια σφιχτή αγκαλιά και να νιώθουμε ότι κρατάμε όλο τον κόσμο στα χέρια μας. Γιατί ολόκληρος ο κόσμος είμαστε εμείς. Μαζί. Ενωμένοι. Γιατί εκεί που τελειώνεις εσύ αρχίζω εγώ.
Αυτό είναι ο απόλυτος έpωτας. Να κουμπώνουν κορμιά και ψυχές. Να ανασαίνει ο ένας την ανάσα του άλλου και τα φιλιά μας να φωνάζουν «σ’ αγαπώ». Και να ξέρουμε πως ότι και να γίνει, εμείς οι δύο προχωράμε μαζί. Ότι κι αν γίνει, εμείς θα κυνηγάμε τα όνειρά μας και θα γεμίζουμε το σπίτι μας χαμόγελα κι αγάπη. Και κάθε βράδυ θα κοιμόμαστε αγκαλιά και θα ξέρουμε, θα νιώθουμε, ότι όλα θα πάνε καλά.
Γιατί εμείς οι δύο υπάρχουμε για να είμαστε μαζί.
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή