Όπως λέει ο Σπινόζα «Αν περάσει από το μυαλό κανενός πως το πρόσωπο που αγαπάει συνδέεται και με άλλον, με τον ίδιο ή και πιο στενό ακόμα φιλικό δεσμό, τότε θα νοιώσει μίσος προς το πρόσωπο που αγαπούσε πριν και ζηλοφθονία προς τον άλλον. Το μίσος αυτό προς το αγαπημένο πρόσωπο ονομάζεται ζηλοτυπία».
Η δυναμική αλληλεπίδραση της ζήλιας είναι άρτια συνδεδεμένη με την τάση για έλεγχο.Το άτομο που ζηλεύει δεν μπορεί να το πιστέψει καθώς είναι απόλυτα πεπεισμένος πώς υπάρχει κάποιος άλλος και τίποτε δεν μπορεί να αποδυναμώσει αυτή την πεποίθηση. Ποια είναι τα συστατικά αυτής της δυσπιστίας; Η χαμηλή αυτοπεποίθηση που δημιουργεί σύνδρομο κατωτερότητας το οποίο τρέφεται από τις σάρκες της ανασφάλειας.Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η έντονη δυσπιστία τον κάνει να βρίσκεται σε μία μόνιμη επιφυλακή απέναντι στους άλλους, η νοσηρή ανάγκη για έλεγχο, τα παιδικά βιώματα απόρριψης, προδοσίας και οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί στην παιδική ηλικία συχνά ελλοχεύουν πίσω από τη ζηλοτυπία. Οι άνθρωποι που έχουν την τάση να ζηλεύουν κάνουν συνήθως αυτά τα λάθη: Πρώτον, είναι πολύ ανασφαλείς με αποτέλεσμα να είναι πάντα οι χαμένοι σε σχέση με εκείνους και άλλα άτομα με τα οποία έχουν επαφές οι σύντροφοι τους. Σκέφτονται κάπως έτσι.
Τα επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι στην ουσία αυτό που συντελείται είναι αυτό που επιδίωξαν οι ίδιοι με τη συμπεριφορά τους, δηλαδή επιβεβαίωσαν τις αντιδράσεις τους. Όμως η μανιώδης τάση που έχουν προς τη ζήλια δεν τους αφήνει να αντιληφθούν την αλληλουχία των πράξεων αυτών. Όταν η συμπεριφορά αυτών που ζηλεύουν είναι δυσανάλογη με το υπάρχον πλαίσιο καθώς έχουν την τάση να μεταφράζουν κάθε ερέθισμα ως απειλή με αποτέλεσμα να παγιδεύονται τυφλά μέσα στο ιδιότυπο κελί που οικοδομεί τη ζήλια τους, τότε η ζήλια τους έχει περάσει στην αντίπερα όχθη και θα τη χαρακτήριζα ως παθολογική/διαταραγμένη. Ακόμη θα μπορούσε να διαχωρισθεί η παθολογική ζήλια σε: ενδογενής παθολογική και σε εξωγενής παθολογική. Η ενδογενής παθολογική ζήλια συνίσταται από γενετική προδιάθεση αλλά και από τον τρόπο μεγαλώματος και διαπαιδαγώγησης. Ένα παιδί που μαθαίνει να συγκρίνεται με τους άλλους, να εχθρεύεται τον καλύτερο του, να τον εκφοβίζει, να μεροληπτεί και να εντοπίζει μόνο τα αρνητικά χαρακτηριστικά κάποιων αγνοώντας τα θετικά μαθαίνει να ζηλεύει. Ένα παιδί που δεν ενισχύεται, δεν επιβραβεύεται και ποτέ δεν κάνει κάτι αρκετό καλό καθότι υπάρχουν άλλοι που είναι καλύτεροι μαθαίνει να είναι ανασφαλής, αποκτά χαμηλή αυτοπεποίθηση και ζηλεύει οτιδήποτε είναι καλύτερο -κατά τη γνώμη του-από τον ίδιο.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η ζήλια είναι εξωγενής παθολογική δηλαδή ένα παιδί να έχει μεγαλώσει με όλες τις προϋποθέσεις ωστόσο να του έτυχαν αδικίες, άνιση μεταχείριση, προβλήματα δυσεπίλυτα και αυτά να τον οδήγησαν στο να εχθρεύεται και να ζηλεύει όλους όσους πιστεύει ότι έχουν καλύτερη τύχη από αυτόν ή έτυχαν καλύτερης και ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Θεωρώ την ενδογενής παθολογική ζήλια πιο δύσκολη περίπτωση.
Οι τεχνικές αντιμετώπισης ατόμων που έχουν την τάση να ζηλεύουν ποικίλλουν ανάλογα με το πόσο διαταραγμένοι είναι. Αν είναι πρόθυμοι να ζητήσουν βοήθεια από κάποιον ειδικό καλώς, ωστόσο είναι δύσκολο να επιτευχθεί καλή θεραπευτική σχέση καθότι το υπόβαθρο του ατόμου που ζηλεύει σε σχέση με τους άλλους, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης. Ένα άτομο που δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τους άλλους θα δυσκολευτεί να εμπιστευτεί και τον θεραπευτή του. Άρα ο πρωταρχικός στόχος της θεραπευτικής σχέσης θα ήταν καλό να είναι η δόμηση της εμπιστοσύνης καθώς και στο τι αυτό συνίσταται. «Πολλές φορές καυχιέται κανείς για τα πάθη του, ακόμα και τα πιο εγκληματικά, αλλά η ζηλοφθονία είναι ένα πάθος ντροπαλό και ντροπιασμένο, που δεν τολμάει ποτέ να το εξομολογηθεί», όπως έλεγε ο Ροσφουκό όμως ας ενστερνιστούμε το γνωμικό του Ισοκράτη «Εκείνων που ζηλεύεις τις δόξες, μιμήσου τις πράξεις» καθότι αξίζει να δίνει κανείς ευκαιρίες στους ανθρώπους.
Ευχαριστούμε την Ψυχολόγο, Αριστονίκη Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου.