Έξι περίπου χρόνια πριν, βρέθηκα κλειδωμένη σε μια σοφίτα. Πήρα τη μητέρα μου τηλέφωνο, της είπα “τον φοβάμαι, περιμένω να ξημερώσει για να φύγω”. Εκείνη μου είπε, “σήκω και φύγε τώρα, άσε το τηλέφωνο ανοιχτό, μίλα μου, ψάχνω εισιτήρια στο ΚΤΕΛ και θα σε περιμένω. Μη φοβάσαι, Χρύσα, φύγε τώρα, θα σε περιμένω”. Όλα ήταν σαν μια λέξη στο μυαλό μου.
Την ιστορία την έχω διηγηθεί ξανά. Κατεβαίνοντας απ’ το ΚΤΕΛ η Ρίκο ήταν εκεί. Έβλεπα όλες τις φλέβες της στο μέτωπο, στο λαιμό, στα χέρια της. Κάτσαμε σε ένα καφέ και δεν σταμάτησα να κλαίω. Με κοίταγε σαν να είχε στραγγίξει το αίμα από μέσα της. Έβριζε και σταμάταγε όταν με έβλεπε να πανικοβάλομαι περισσότερο.
Στο σπίτι είχε ζεστό νερό και το κρεβάτι μου καινούργια σεντόνια. Έκλεισε τα παράθυρα και κοιμήθηκα για ώρες.
Η μητέρα της δολοφονημένης Δώρας από τη Ρόδο, όταν της είπε ότι φοβάται, της είπε ακριβώς το ίδιο που είπε και η δική μου “Το κρεβάτι σου είναι εδώ και σε περιμένει”.
Κάποιες γυρίσαμε, κάποιες χάθηκαν.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που βιώνουν οι γυναίκες. Όλες οι γυναίκες. Κανείς.
Από singleparent.gr