Πλησιάζουν Χριστούγεννα…
Οι πλατείες, οι δρόμοι, τα σπίτια, όλα στολισμένα. Όλα γύρω μας μοιάζουν σαν να βγήκαν από παραμύθι. Μέρες χαράς για μικρούς και μεγάλους.
Κι όμως, αρκετοί άνθρωποι νιώθουν ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτό που γίνεται γύρω τους. Νιώθουν μοναξιά, απογοήτευση και συναισθηματική απόσταση από τους άλλους ανθρώπους. Αυτές τις μέρες, γεμίζει η ψυχή τους με έντονη θλίψη και δυστυχία.
Μιλάμε για τους ανθρώπους που ζουν μονάχοι είτε από επιλογή, είτε γιατί έτσι τα έφερε η ζωή. Για τους ηλικιωμένους που ζουν ξεχασμένοι σε κάποιο γηροκομείο ή μόνοι μαζί με την αλλοδαπή που τους φροντίζει και με την οποία δεν μπορούν εύκολα να συνεννοηθούν. Τους ανθρώπους που έχασαν δικούς τους γιατί η απουσία ενός αγαπημένου τα Χριστούγεννα είναι πιο αισθητή από ότι τις καθημερινές και αυτόματα το εορταστικό κλίμα μετατρέπεται σε πένθιμο. Όλους εκείνους που νοσηλεύονται σε κάποιο νοσοκομείο.
Όσους έμειναν άνεργοι και κλείστηκαν στον εαυτό τους. Τους φοιτητές που δεν έχουν χρήματα να γυρίσουν πίσω στους γονείς τους και περνάνε μόνοι τους τις γιορτές. Στους ανήμπορους που δυσκολεύονται να φροντίσουν τον εαυτό τους και δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι τους.
Μια ανθρώπινη ιστορία γεμάτη μοναξιά…
Ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν μονάχοι όχι από επιλογή αλλά γιατί έτσι τα έφερε η ζωή, είναι και η κυρία Θασούλα Κώστα Ττοφαλλή από τα Περβόλια Λάρνακας.
Η κυρία Θασούλα αναφέρει στο ant1iwo:
«Κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα νιώθω μεγαλύτερη μοναξιά, θλίψη και πόνο. Όλη μου η ζωή περνάει από μπροστά μου σαν ταινία. Τέτοιες μέρες, σκέφτομαι πολύ πιο έντονα πόσο όμορφα θα ήταν αν είχα παιδιά, εγγόνια και αδέλφια…
Νιώθω απίστευτη μοναξιά εδώ και χρόνια. Θυμάμαι μικρή, πάντα ζήλευα τα παιδιά μου είχαν αδέλφια. Τους έβλεπα να παίζουν, να τσακώνονται και στεναχωριόμουν που ήμουν μόνη. Όταν μεγάλωσα, έλεγα στην μητέρα μου: «δεν πειράζει που δεν έχω αδέλφια, θα κάνω πολλά παιδιά και θα γίνω ευτυχισμένη». Ένα όνειρο όμως που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε…
Όταν άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, ήμουν 3 ετών. Τότε, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, έψαχναν τρόπο να καταταγούν και να πολεμήσουν για την ελευθερία της Ελλάδας. Ανάμεσα τους ήταν και ο πατέρας μου. Θυμάμαι που μου έλεγε ότι: 20.000 Κύπριοι εθελοντές ήταν στο πλευρό των Ελλήνων, μεταξύ των οποίων 800 γυναίκες. Είχε 40 Κύπριους φοιτητές στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Επίσης, 15.000 δαχτυλίδια αρραβώνων, πήγαν στον έρανο για την Ελλάδα.
Ο πατέρας μου ήταν στην Κρήτη και έκανε 5 ολόκληρα χρόνια να γυρίσει. Τα βράδια μας έλεγε ιστορίες που μας κοβόταν η ανάσα. Τον έπιασαν αιχμάλωτο και πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές.
Μας έδειχνε διαρκώς την αγάπη του και με ήθελε συνέχεια δίπλα του. Όπου πήγαινε, ακόμα και στο καφενείο, ήθελε να είμαι μαζί του. Με κρατούσε σφιχτά από το χέρι και με κοιτούσε στα μάτια με τόση αγάπη…
Ήξερα ότι οι γονείς μου ήθελαν να κάνουν κι άλλα παιδιά αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφεραν.
Η αλήθεια, πάντα ένιωθα μοναξιά και δεν ήμουν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένη. Μερικές φορές, ένιωθα να με πνίγει η αγάπη τους αλλά από την άλλη τους καταλάβαινα, δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλο παιδί και δεν ήθελαν να με χάσουν.
Όταν μεγάλωσα, η μάνα μου δεν δεχόταν κανένα προξενιό επειδή φοβόταν. Δεν ήθελε με τίποτα να φύγω από κοντά της. Έτρεμε στην ιδέα και μόνο ότι ο γαμπρός που θα έδινε στην κόρη της, δεν θα ήθελε να ζήσει μαζί τους και θα με πήγαινε σε άλλο χωριό.
Τα χρόνια περνούσαν και κάποια στιγμή όπως ήταν λογικό, τα προξενιά σταμάτησαν. Στεναχωριόμουν γιατί ήθελα να παντρευτώ και να κάνω δική μου οικογένεια, να κάνω παιδιά. Το πήρα όμως απόφαση πια ότι δεν θα παντρευόμουν ποτέ…
Όταν όμως έκλεισα τα 45, ήρθε και με ζήτησε ένας άντρας που είχε 5 παιδιά και η γυναίκα του πέθανε από καρκίνο. Ήταν 54 ετών και τα παιδιά του ήταν όλα μεγάλα και μάλιστα είχαν τις δικές τους οικογένειες.
Ήταν η τελευταία μου ελπίδα, αυτός ο άντρας ήταν για μένα η μεγαλύτερη χαρά και γαντζώθηκα πάνω του. Στα μάτια του είδα την πραγματική αγάπη, την ευτυχία. Την πρώτη μου αγκαλιά, το πρώτο χάδι. Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος άντρας της ζωής μου…
Θυμάμαι όταν παντρευτήκαμε, η μητέρα μου δεν του ευχήθηκε επειδή φοβόταν ότι θα με πάρει στο δικό του χωριό.
Για πρώτη φορά ένιωσα ευτυχισμένη και περίμενα πως σύντομα θα έκανα ένα παιδάκι αλλά δυστυχώς…
Όσο και αν το ήθελα, όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να αποκτήσω παιδί.
Δυο χρόνια μετά το γάμο μου, οι γονείς μου έφυγαν από τη ζωή. Με τον άντρα μου ζήσαμε μαζί 29 χρόνια. Το 2013 όμως αρρώστησε και στις 11/5/2013 έφυγε από τη ζωή. Από τότε νιώθω εντελώς μόνη, δεν έχω παιδιά, αδέλφια και συγγενείς. Ευτυχώς και ευχαριστώ το Θεό, τα παιδιά του έρχονται μια φορά την εβδομάδα και με βλέπουν, με αγαπάνε. Αυτό μου δίνει απίστευτη δύναμη, αλλιώς θα τρελαινόμουν.
Η καθημερινότητα μου με έπνιγε πάντα και η μοναξιά με κυνηγούσε από τότε που ήμουν 3 ετών. Όταν βραδιάζει και κλείνω τη πόρτα του σπιτιού μου, όλα αλλάζουν. Το σπίτι μοιάζει με κόλαση. Τα περισσότερα βράδια, κάθομαι δίπλα στη φωτογραφία του άντρα μου και κλαίω. Ευτυχώς μου έφεραν μια κοπέλα να με φροντίζει, είναι από το Βιετνάμ και σίγουρα η συντροφιά της με γλύτωσε από τα χειρότερα…
Η επιθυμία μου να αποκτήσω παιδί, έγινε εφιάλτης και η σκέψη ότι δεν έχω έναν αδελφό να μιλήσω, πάντα με σκότωνε. Εύχομαι μέσα από τη ψυχή μου να μην υπάρξει άλλος άνθρωπος που να νιώσει το ίδιο με μένα. Ξυπνώ το πρωί και παρακαλώ να… χτυπήσει κάποιος την πόρτα μου.
Να έρθει κάποιος να με δει, να μιλήσω, να χαμογελάσω!
Να θυμάστε παιδιά μου ότι εκεί έξω υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι που αισθάνονται όπως εγώ! Τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα, χαμογελάστε και δώστε αγάπη σε όλους τους ηλικιωμένους. Να ξέρετε ότι ένα χαμόγελο γεμάτο αγάπη, μπορεί να απαλύνει τη μοναξιά στις ψυχές τους! Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή!!! Και αυτή την αρχή πρέπει να την κάνεις εσύ!!! Καλές γιορτές παιδιά μου!!!».