Όταν έρχεται στον ύπνο σου ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχεις “χάσει”
Όταν πέθανε η γιαγιά μου η Έλλη, η μητέρα μου (και κόρη της) το πήρε εξαιρετικά βαριά. Φορούσε μαύρα για χρόνια, συχνά πυκνά της μιλούσε και συγκινούνταν με ό,τι της τη θύμιζε.
Λίγο μετά το πρώτο σοκ, μου είπε πως ένα πράγμα τη στεναχωρούσε περισσότερο: Από την κηδεία και μετά, δεν την είχε δει ποτέ στον ύπνο της. Έβλεπε ένα σωρό άσχετα όνειρα, με πρωταγωνιστές τους πάντες, αλλά η μαμά της δεν την επισκεπτόταν ποτέ. Παρότι ήταν άθεη και ορθολογίστρια, θεωρούσα πως προσέδιδε μια μεταφυσική χροιά σ’ αυτήν την απόρριψη, συνδυασμένη μ’ ένα παιδικό παράπονο: «Γιατί δεν έρχεται σε μένα;». Λες και της κρατούσε μούτρα.
Ένα βράδυ την είδα εγώ τη γιαγιά: Ήταν σ’ ένα κωμικά μικρό αυτοκινητάκι, και οδηγούσε, αυτή που ίσως να μην είχε πιάσει ποτέ τιμόνι στη ζωή της. Η μαμά μου καταβρόχθιζε με πάθος κάθε λέξη της αφήγησης το επόμενο πρωί, σαν να μας είχε σταλεί ένα μήνυμα απ’ το υπερπέραν. Η ζήλια στα μάτια της ήταν τεράστια που η γιαγιά Έλλη είχε έρθει στον ύπνο μου κι όχι στο δικό της…Τα θυμόμουν αυτά όταν, πριν αρκετά χρόνια, η μητέρα μου έφυγε πρόωρα απ’ τη ζωή, κι απ’ το πρώτο βράδυ αναρωτιόμουν: θα τη δω σε όνειρο; Δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ για να το διαπιστώσω.
Την βλέπω συνέχεια. Συνέχεια όμως. Είμαστε στο μαγαζί της, στο σπίτι, σε αεροδρόμια, στο χωριό, στο Λονδίνο. Σε κανένα όνειρο δεν ξεχνιέμαι, δε θεωρώ ότι όλα είναι καλά. Σε όλα είναι άρρωστη, αδύναμη, στα τελευταία της. Ακόμα και το υποσυνείδητό μου, όταν υποτίθεται ότι αφήνομαι τελείως, δεν μου την επιστρέφει υγιή, – σαν να μη θέλει να μου δώσει ψεύτικες ελπίδες ούτε καν σε όνειρο. Σε όλα όμως μου κάνει ένα μεγάλο δώρο: έχει αναστηθεί για λίγο κι έχουμε κερδίσει πολύτιμο χρόνο. Όταν ξυπνάω νιώθω ωραία, αν και τον πρώτο καιρό απογοητευόμουν που ήταν απλώς όνειρο.
Πριν λίγο καιρό, την είδα στον καναπέ να βλέπει το I Love Lucy, αδύναμη πολύ, όπως τις τελευταίες μέρες της ασθένειας. Την πήρα αγκαλιά για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. «Το Σάββατο να πάμε σινεμά;» της είπα, αλλά δεν απάντησε – ήξερε πως δεν θα ζούσε ως τότε. Εκείνη η αγκαλιά κράτησε για ώρες. Και για πρώτη φορά ένιωσα πως δεν έβλεπα απλώς το όνειρο, αλλά το αισθανόμουν. Αισθάνθηκα ακριβώς πώς ήταν η αγκαλιά της, κι ήταν όπως ακριβώς τη θυμόμουν. Όταν ξύπνησα είδα πως, μέσα στον ύπνο μου, είχα γυρίσει κάθετα το μαξιλάρι και το αγκάλιαζα σφιχτά…
Ένα βράδυ όμως, πρόσφατα, συνέβη κάτι διαφορετικό.Ήταν υγιής, και δεν επρόκειτο να φύγει σύντομα. Ήμασταν στην Τσιμισκή και κοιτούσαμε έκπληκτοι μια βιτρίνα με ρούχα που κόστιζαν 45.000 ευρώ παρότι οι μάρκες ήταν πανάγνωστες. Ξαφνικά ήμουν μέσα στο μαγαζί και μάλιστα σκαρφαλωμένος σ’ ένα ψηλό ράφι.
Η φοβία ότι είμαι κάπου ψηλά και δεν μπορώ να κατέβω είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα όνειρά μου, όμως αυτή τη φορά η μαμά μου με ενθάρρυνε από κάτω να πηδήξω για να με πιάσει. Την εμπιστεύτηκα, και όντως με έπιασε με πρωτόγνωρη επιδεξιότητα. Δεν ήταν αδύναμη και σκελετωμένη πια. Για πρώτη φορά, έξι χρόνια μετά το θάνατό της, την είδα στον ύπνο μου όχι απλά υγιή, αλλά γερή σαν σούπερ ηρωίδα.
Καταλαβαίνω τώρα τη στεναχώρια της που δεν ονειρευόταν τη νεκρή μητέρα της, που δε ζούσε την κοντινότερη, αληθοφανέστερη εμπειρία στο να έχεις ξανά τον άνθρωπό σου. Κατά βάθος δεν το έβλεπε μεταφυσικά, ούτε ένιωθε απόρριψη. Λυπόταν βαθιά και γνήσια, γιατί ήξερε καλά τι έχανε.
Άρης Δημοκίδης