Εκπροσώπησε στο σελιλόιντ το κοινωνικό σύμπαν μιας άλλη εποχής. Ενός παρελθόντος στο οποίο πρωταγωνιστούσαν φθαρμένα ρούχα του μόχθου , καναρίνια σε κλουβιά, καλοσυνάτες Αγγελικούλες, ψηλομύτες πλούσιες, φουκαριάρες μανάδες, εργένικα σιδερώματα δρόμοι του κατατρεγμού, κρεβάτια του πόνου. Ήταν στην Ελλάδα της ψιλοβελονιάς, της σεμέν δαντέλας, των παλιών συμπολεμιστών, της ναυτικής τραγιάσκας, της ταπεινής γειτονιάς πριν την αντιπαροχή. Σε ένα τοπίο μετανάστευσης, ξεριζωμού, φτωχολογιάς, βερεσέδικων τεφτεριών στα μπακάλικα, καφενέδων με λουκούμια, προσευχών σε οικιακά εικονοστάσια και γονυκλισιών πλάι σε μανουάλια με λιανοκέρια.
Σε αυτό τον ασπρόμαυρο περίγυρο πρωταγωνίστησε σε φιλμογραφημένες μυθοπλασίες, σε δράματα και μελό, σπαραξικάρδιες και παραπονιάρικες ταινίες «μιλώντας» στις καρδιές του απλού κόσμου μεταφέροντας τα δικά του βιώματα και τις προσωπικές του εμπειρίες ενός παιδιού που πριν καλά καλά πάει σχολείο, βίωσε μόλις ως 9χρονος τις φυλακές της Κατοχής, επειδή ο πατέρας του συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, που μεγάλωσε ορφανό από μάνα στους προσφυγομαχαλάδες της Νέας Ιωνίας, που βγήκε πιτσιρικάς στη βιοπάλη, πριν γνωρίσει το παιχνίδι.
Η αλήθεια είναι ότι ο Νίκος Ξανθόπουλος έκανε προκοπή. Την πάλεψε, δεν του χαρίστηκε, το ότι τα κατάφερε στη ζωή μοιάζει σαν μικρό θαύμα. Όχι σαν λυτρωτικό χάπι εντ μελοδραματικής ταινίας. Το πώς αντιμετώπισε την επιτυχία και τη λατρεία του κόσμου την περιέγραψε γλαφυρά στο ευπώλητο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» (εκδ. Άγκυρα). που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2005.
¨Έγραψε στις σελίδες του : «… Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς…Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» (σελ. 125).
Τα χρόνια της στέρησης και της αβεβαιότητας πάντα έθεταν στον ποντιακής καταγωγής, από το Νευροκόπι Δράμας, Νίκο Ξανθόπουλο, φραγμούς στην εκδήλωση αλαζονικών συμπεριφορών. Δεν του πήρε τα μυαλά η επιτυχία. Ακόμα και στα μεγάλα του σουξέ, όταν μαζικά ο κόσμος τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε δακρυσμένος στο δρόμο, ο ίδιος δεν λογάριαζε το μέγεθος της φήμης του.
Σεμνός πήγαινε με τα πόδια από τη Πλατεία Βικτωρίας όπου έμενε ως τη κινηματογραφική εταιρεία «ΚΛΑΚ Φιλμς» στη Πλατεία Κάνιγγος και με λεωφορείο στα στούντιο του Μαρουσιού για γυρίσματα.
Στο γυρισμό άναβε ανελλιπώς ένα κεράκι στην εκκλησία. Το ήθος του έθετε τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο της τέχνης και του καταναλωτικού προϊόντος. Μετρημένος και σοβαρός, παρέμενε γαντζωμένος στη σκέψη πως δεν θα «θα καβαλήσει το καλάμι». Δεν αντικατόπτριζε τον εαυτό του μέσα από πλουμιστούς καθρέφτες, σε φωτισμένα μέγαρα και χλιδάτες δεξιώσεις.
Οι γραβάτες, τα κολάρα και τα κομψά κοστούμια τον στένευαν. Δημοσίως εμφανιζόταν πάντα με ετοιματζίδικο σακάκι, ανοιχτό πουκάμισο και τη σκυθρωπή όψη του βασανισμένου ανθρώπου της βιοπάλης. Δεν το «έπαιζε», έτσι ήταν. Ακόμα και σαν νέος ηθοποιός, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου, παίζοντας στις κομεντί και τα μπουλβάρ του Θιάσου Κατερίνας ασφυκτιούσε μέσα στις στολές με μπιχλιμπίδια, τα σμόκιν και τα φράκα που υποχρεωτικά λόγω των ρόλων του φορούσε.
Απλό παλικάρι που κράταγε με σεβασμό ένα στεφάνι στη κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη και μετά, το ίδιο απλά τον κουβαλούσαν στην ασφάλεια για ανάκριση. Κι ας ήταν τότε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 λαϊκό ίνδαλμα, κανονικός σταρ. Ένας μεγάλης απήχησης ηθοποιός-τραγουδιστής που στην οθόνη αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο το αρρενωπό αντίβαρο στο αστικό λουκ της «γατούλας» Αλίκης Βουγιουκλάκη η οποία εκπροσωπούσε την ίδια περιοδο στις ταινίες της την αθώα, ανάλαφρη, χαμογελαστή εκδοχή των κοινωνικά προνομιούχων. Ωστοσο πριν τυποποιηθεί στο ρόλο του «παιδιου του λαού» ο Νίκος Ξανθόπουλος, παράλληλα με συμμετοχές σε ταινίες, έκανε καριέρα στο θέατρο του ινδάλματος του αγαπημένου του φίλου Μάνου Κατράκη.
Εκεί, το 1963 ξεχώρισε υποδυόμενος το ρόλο του Νικολιού στη παράσταση « Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» από το ομώνυμο έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε δέχθηκε τη πρόταση για πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία. Έπειτα από ένα χρόνο γύρισε τη ταινία «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» , που πετσοκόφτηκε από τη λογοκρισία της εποχής Καθώς , όμως πρωτοερμήνευσε στο συγκεκριμένο έργο το σουξέ «Πετραδάκι -Πετραδάκι», έθεσε τα θεμέλια πάνω στα οποία θα χτιζόταν ο μύθος του.
Για τα επόμενα πέντε χρόνια ως το 1969 γύρισε καμιά τριανταριά ταινίες. Σε όλες έπαιζε πανομοιότυπο ρόλο ανεξάρτητα αν έκανε τον εργάτη, το ναυτικό, το τραγουδιστή, τον έφεδρο ανθυπολοχαγό ή το γιατρό. Το σενάριο με παραλλαγές είχε το ίδιο μοτίβο.
«Ταπεινός νέος λαϊκής καταγωγής σε αγώνα επιβίωσης – θέλει να φτιάξει τη ζωή του με αγνό φλερτ αλλά του βάζουν τρικλοποδιές – αντιμετωπίζει καταφρόνια, κατατρεγμούς, απονιά και τη μοίρα αυτοπροσώπως – ατενίζοντας την απελπισία, τραγουδάει με παράπονο τα μαρτύρια που υφίσταται. Και καθώς, σύμφωνα με το σενάριο σιγά σιγά οι πληγές επουλώνονται, η αισιοδοξία ξεπροβάλει, ο αγώνας επιτέλους δικαιώνεται, όλοι αναπόφευκτα βουρκώνουν. Τέλος.». Και οι ουρές θεατών που ξεκινούσαν μπροστά από τα γκισέ των κινηματογράφων κύκλωναν το οικοδομικό τετράγωνο.
Όσο κι αν άλλοι ηθοποιοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν ο Ξανθόπουλος ήταν αξεπέραστος. Διέθετε το αυθεντικό know how της ευαισθησίας την οποία απέδιδε φυσικά, σαν να έπαιρνε ανάσα. Σε κάθε του ρόλο , εκπροσωπούσε στα μάτια των θεατών το παιδί της λαϊκής γειτονιάς, της φτωχικής διπλανής πόρτας με τα όνειρα και τις μύριες όσες τρικλοποδιές που δεν τα άφηναν να υλοποιηθούν.
Μαζι, όμως , με την επιτυχία ήρθαν και οι μεγάλες αμοιβές. Από τις 4-5 χιλιάδες δρχ που θρυλείται ότι πήρε για να πρωταγωνιστήσει στο «Περιφρόνα με γλυκιά μου» το 1965, η αμοιβή του εξακοντίστηκε στις 700 χιλιάδες δρχ. για τη ταινία «Ξεριζωμένη γενιά» το 1968, για να ακολουθήσει ένα χρόνο αργότερα το σίκουελ « Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» όπου λέγεται πως έφτασε να πάρει κοντά στο 1 εκατ. δρχ. Τρελά λεφτά για την εποχή. Ωστόσο, δεν του τα χάριζαν. Έκοβε άφθονα εισιτήρια και τα «έφερνε» στην εταιρεία με το παραπάνω.
Χώρια οι αμέτρητες καθημερινές ώρες γυρισμάτων για ταινίες που σήμερα χαρακτηρίζονται γραφικές εξ αιτίας των απαρχαιωμένων τεχνικών μέσων και των απίθανων υπερβολών τους. Αλλά και το κοινό που τις παρακολουθούσε το ίδιο υπερβολικό και ευσυγκίνητο ήταν καθώς βίωνε στις κινηματογραφικές αίθουσες αγωνία και σασπένς για τη τύχη του ήρωα. Τρόμαζε όταν στη «Οδύσσεια» μια αρκούδα επιτίθεντο στο πρωταγωνιστή στο δάσος ή αγωνιούσε όταν στη «Άδικη κατάρα» κατέβαινε στο βυθό ως δύτης σφουγγαράδικου.
Έτοιμοι ήταν οι ανήσυχοι θεατές στις αίθουσες να αρμέξουν στο πανί για να τον απελευθερώσουν. Το ότι στη πρώτη περίπτωση μέσα από το τομάρι της αρκούδας βρισκόταν εμφανώς ένας κομπάρσος ενώ στη δεύτερη η συναρπαστική κατάδυση γινόταν πίσω από το γυαλί ενός ερασιτεχνικού ιχθυοτροφείου, δεν είχε σημασία . Ακόμα και όσοι αντιλαμβάνονταν τα τρικ δεν ενοχλούνταν . Τους αρκούσε «να ρίχνουν κλάμα και να το φχαριστιούνται» όπως διατύπωνε τότε ο ανικανοποίητος σνομπισμός των κριτικών , αυτών που ο Ξανθόπουλος αποκαλούσε «χαρτογιακάδες».
Τα έφερε έτσι η ζωή ώστε ο Νικος Ξανθόπουλος, εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο το 1971 και μεταπηδόντας αποκλειστικά στο λαικό τραγούδι, να γνωρίσει τεραστια επιτυχία από τη φωνή του και να κερδίσει μεγαλύτερες συνολικά ανταμοιβές απ’ ότι στην υποκριτική. Την αποχώρηση του από το σινεμά την είχε αποδώσει παλιότερα ο ίδιος ως πράξη αξιοπρέπειας και στάση ηθικής απέναντι στην κακότητα του κυκλώματος. Αηδιασμένος «πήρε το καπελάκι του και έφυγε» χωρίς να ξαναγυρίσει ουσιαστικά ποτέ στο χώρο.
Αρνήθηκε να υποδυθεί το Κοεμτζή στη «Παραγγελιά» μη τυχόν χαλάσει εκείνο το καλοκάγαθο ίματζ του αγνού συμπονετικού ανθρώπου τα οποίο είχε αφομοιώσει και λατρέψει τα μεγάλο λαϊκό κοινό των ταινιών του Δεν έπαιξε ούτε στο «Ρεμπέτικο» γιατί είχε συμβόλαιο για μουσικές εμφανίσεις στην Αμερική. Αρνήθηκε τη συμμετοχή σε ταινίες των σκηνοθετών του νέου ελληνικού Κινηματόγραφου γιατί είχε συγκροτήσει δικό του θίασο και περιόδευε στην επαρχία. Αυτός που πιτσιρικάς που πέρασε από το ποδοσφαιρικό τμήμα της ΑΕΚ, κλώτσησε πολλές ευκαιρίες.
Μετά από απουσία 24 ετών, παρότι είχε πολλές και ποικίλες προτάσεις έπαιξε μόνο το 1995 στην ταινία «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο» του Γιώργου Ζερβουλάκου.. Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά «Αγρίμια» και οκτώ χρόνια αργότερα το 1981, έπαιξε στο σίριαλ « Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» όπου υποδυόταν τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα.
Δεν έκανε καμιά απόπειρα να αλλάξει την εικόνα που είχε φτιάξει, απόφυγε να γλιστρήσει από εκείνη τη σταθερή πεπατημένη με κίνδυνο να χάσει την επαφή που είχε καλλιεργήσει του με τον πιστό κοινό του. Αποτέλεσμα όταν υποδύθηκε έναν εφοπλιστή στο σήριαλ « «Κόψη του Ξυραφιού» κατά το σύντομο πέρασμα του από τη τηλεόραση , μια μερίδα των θαυμαστών του δυσανασχέτησε καθώς τον είχε μαρκάρει ανεξίτηλα με τη στάμπα του «παιδιού του λαού».
Ωστόσο, ο ίδιος είχε αλλάξει από χρόνια προσανατολισμό στη καριέρα του επιδιώκοντας μια πιο άμεση προσέγγιση με τους πιστούς θεατές του. Εξάλλου για τις ανάγκες των μουσικών δραμάτων που υπηρέτησε είχε γίνει υποχρεωτικά και τραγουδιστής ερμηνεύοντας στις ταινίες του λαϊκά τραγούδια. Η πρώτη ταινία που υποδύθηκε τον τραγουδιστή ήταν το «Αγάπησα και πόνεσα» Ο σκηνοθέτης της Απόστολος Τεγόπουλος , που καταγόταν από τα Τρίκαλα ζήτησε από το συμπατριώτη του σύνθετη Απόστολο Καλδάρα να βάλει μερικά δικά του τραγούδια στη ταινία.
Έτσι κι έγινε. Με ενθάρρυνση , παρότρυνση και βοήθεια από το πασίγνωστο λαϊκό συνθέτη ο Ξανθόπουλος έγινε και τραγουδιστής. Με φωνή βαθιά , ζεστή κι αντρίκια αλλά όχι ιδιαίτερων υψηλών απαιτήσεων ανταποκρινόταν ικανοποιητικά ενώ βαθμιαία βελτιωνόταν. Στο κάτω-κάτω ηθοποιός ήταν, δεν φανταζόταν τότε ότι θα έκανε καριέρα και σε μουσικά πάλκα. Έμπαινε στο στούντιο με τα φτωχά τεχνικά μέσα της εποχής και ηχογραφούσε μονοκοπανιά είκοσι τραγούδια με τις σχετικές ατέλειες . Δεν του ζητούσαν και τις άψογες ερμηνείες καθώς τα τραγούδα ήταν κάτι σαν μουσική επένδυση στην εξέλιξη της κινηματογραφικής πλοκής . Αποκλειστικά για το σινεμά , όχι για δίσκους.
Εξ αιτίας όμως της απήχησης των ταινιών τα τραγούδια του αναδεικνύονταν σε σουξέ. Έπαιρναν τότε οι μουσικές εταιρίες τις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις, τις έγραφαν σε δίσκους και τις πλάσαραν στο εμπόριο φτάνοντας να πουλάνε 100 χιλιάδες αντίτυπα. Τραγούδα σαν τα «Όταν θυμάμαι εκείνη» και «Μη κάνεις όνειρα τρελά» και Τώρα Κλαίς, Γιατί Κλαίς του Απ. Καρδάρα και το «Ποιος θα με πληροφορήσει» του Άκη Πάνου ανέδειξαν τον Ξανθόπουλο ανάμεσα στους κορυφαίους ερμηνευτές της εποχής. Τραγούδησε ακόμη συνθέσεις των Ξαρχάκου, Μανισαλή, Νικολόπουλου, Σπανού, Μητσάκη κ.ά., συγκεντρώνοντας υλικό για 11 άλμπουμ. Με αυτά τα τραγούδα παρακαταθήκη, όταν σταμάτησε από το σινεμά και ξεκίνησε τις μουσικές τουρνέ, έγραψε άλλη μια σελίδα στη καλλιτεχνική του καριέρα.
Εμφανίστηκε σε όλο το κόσμο όπου υπήρχε βαθιά ριζωμένος ο απόδημος ελληνισμός με τεράστια επιτυχία. Ταξιδέψε 15 φόρες σε Αμερική και Καναδά, 5 στην Αυστραλία ενώ επί 25 χρόνια περιόδευε στην Ευρώπη. Από αυτές τις συναυλίες έβγαλε καλά λεφτά, δεν ξανοίχθηκε σε χιμαιρικές ευκολίες, έκανε τα κουμάντα του με σωφροσύνη και επένδυσε με σύνεση. Κυρίως σε ακίνητα. Οι στενάχωρες αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων στο συνοικισμό ανάμεσα σε φάμπρικες, σε σπίτια μικρά σαν σκοπιές με λαμαρινένιες στέγες, κουρελούδες για εξώπορτες και χαντάκια με λύματα τον στοίχειωναν. Τα τραγούδια του τα απέδιδε με συγκίνηση και μελαγχολική νοσταλγία.
Με τα πρώτα καλά λεφτά του, αγόρασε ένα σπίτι στη Φιλοθέη το οποίο μεταπώλησε αργότερα στον πολιτικό Γιάννη Βαρβιτσιώτη όταν αποφάσισε να αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα στην Παιανία κοντά στο αεροδρόμιο.. Εκεί έχτισε το σπίτι που ζούσε μαζί με το «θησαυρό» του, την επί μισό αιώνα σύζυγο του Εριφύλη- σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί την ηθοποιό, Ελένη Καρπέτα- εκεί έφτιαχνε το δικό του κρασί, εκεί ανήγειρε τρεις μεζονέτες, για τις οικογένειες των παιδιών του. Τα τρία αγόρια κι ένα κορίτσι του, τους Αντώνη, Γιώργο, Δημήτρη και Μαρία αι καθώς και τα πέντε εγγόνια του… Κανονικός πάτερ φαμίλιας, ο Νίκος Ξανθόπουλος σπάνια αποχωριζόταν το κτήμα του, Όχι γιατί σε αυτό βίωνε ατομιστικά ένα φέουδο απομονωτισμού αλλά επειδή το αντιμετώπιζε ως μια όαση ηρεμίας….
Μακριά από τα αδιάκριτα φώτα της δημοσιότητας προτιμούσε να φυλλομέτρα και να διαβάζει τα βιβλία που είχε ιεραρχήσει για ανάγνωση από την αχανή βιβλιοθήκη του , που αποτελείτο καμιά 20αριά χιλιάδες τόμους με εκατοντάδες εκατομμύρια λέξεις, Ήταν γι’ αυτόν το απελευθερωτικό οξυγόνο ενός καλλιτέχνη που με μια ανάσα ερμήνευσε 300 τραγούδια. Ένα λυτρωτικό άνοιγμα στο πολύχρωμο κόσμο μακριά από τη μανιέρα των ρόλων πολύ ερμήνευσε σε πληθώρα ασπρόμαυρων δραματικών ταινιών. Έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια, έχοντας γύρω του την αγάπη των οικείων του και χαραγμένη τη θλίψη στους θαυμαστές του, που θα τον θυμούνται με νοσταλγία.
protothema.gr