της Αναστασία Θεοφανίδου
Η ησυχία. Η ησυχία στον έρωτα είναι απ’ τα πιο επικίνδυνα πράγματα που μπορούν να συμβούν ποτέ κατά τη διάρκεια αυτού. Η ησυχία σημαίνει πλήξη και η πλήξη συχνά κι ως επί το πλείστον, σημαίνει θάνατος. Με λίγα λόγια, η ησυχία σκοτώνει τον έρωτα.
Οι άνθρωποι, ωστόσο, ερωτεύονται για να καταλήξουν ν’ αγαπήσουν και να βρουν θαλπωρή κι ηρεμία. Κάπου-κάπου, η θαλπωρή κι η ηρεμία αρχίζουν και κουράζουν κι εκεί έρχονται και τα πρωτοβρόχια. Δεν ήταν εξαρχής συνηθισμένοι στην ένταση, τι περιμένεις;
Με τα πρωτοβρόχια έρχονται και τα πρώτα τα ξεσπάσματα και ‘κει το γυαλί ραγίζει. Τσακώνεσαι, φωνάζεις, οδύρεσαι, τελικώς το γυαλί σπάει κι ύστερα λες, «Αυτό ήτανε;». Αν χώριζαν έτσι, εύκολα οι άνθρωποι, τότε γιατί μιλούν για έρωτα;
Νεύρα ήταν, θα περνούσαν. Κι εντάξει, ίσως να ‘σαι κάπως απότομος κι ίσως να πες και κάνα-δυο κουβέντες, που η αλήθεια είναι, πέσανε κάπως βαριές, αλλά όχι και να φύγει. Αλλά άστο, δεν πειράζει. Εσύ τα κακά τα λόγια τα έκανες γαργάρα κι ας πληγώθηκες. Ήξερες, ήταν μόνο λόγια.
Αλλά και πάλι άστο, δεν αξίζει. Αυτοί δεν έψαχναν έρωτες. Αυτοί έψαχναν ησυχαστήριο. Εσύ να βρεις κάποιον να ευχαριστιέσαι τον καβγά. Να σου κάνει πανικό και να ζητάς τη φασαρία. Έναν που να λες «Πάει, θα φύγω» και να μένεις. Έναν που να σου λέει αυτός «Θα φύγω» και να μένει. Γιατί οι αγάπες στους καβγάδες φαίνονται. Θα μείνεις; Πιασ’ το από ‘κει και μέτρα την αγάπη σου.
Αλλιώς, πώς να στο πω. Να βρεις κάποιον που να τον νευριάζεις κι εκεί ακριβώς που λέει θα φύγει, να γυρίζει, να σ’ αρπάζει και να σε φιλάει. Κυρίως να σε φιλάει. Και να σου λέει πως δεν πειράζει, γιατί όντως δε θα τον πειράζει. Έναν που να μη στο κρατάει μανιάτικο και να μη βρεθεί ποτέ να στο χτυπήσει.
Σ’ αυτούς τους έρωτες και μ’ εκείνους τους ανθρώπους, μετράς τα πάθη. Γιατί έρωτας χωρίς ρωγμές, έρωτας δεν είναι. Άσε που το πάθος στον καβγά αυξάνεται. Αν είναι πάθος κι όχι κάποιο κακό αντίγραφό του.
Να βρεις εσύ, μόνος σου ένα πάθος αυθεντικό και γνήσιο. Με τις φωτιές και με τις στάχτες του. Να σε καίει και να φοβάσαι κι ύστερα να λες πως μόνο φόβος ήτανε κι ήρθε να περάσει. Να νευριάσεις, να πεις χοντρές κουβέντες και να ταπεινωθείς μες στο ρεζίλι σου.
Να βρεις τον άνθρωπο που θα ανέχεται τα ζόρια σου κι εσύ τ’ αντίστοιχα δικά του. Εκείνον που κι αν αρχίσεις να φωνάζεις, ύστερα θα βάλετε τα γέλια. Αυτόν που για να σου κλείσει το στόμα, θα σ’ αρχίσει στα φιλιά. Αυτόν που κι αν σε καταπίνουνε τα νεύρα, θα βρει την όρεξη να σε πειράξει.
Την πήρες την ιδέα. Μετά απ’ αυτό, τι να ζητήσεις; Οι έρωτες, βλέπεις, δεν είναι προορισμένοι για να ‘ναι ήσυχοι. Ήσυχος, μπορείς μόνο να είσαι εσύ μέσα σ’ αυτόν. Ωστόσο, θα ‘ρθουνε στιγμές, μόνο και μόνο επειδή είσαι άνθρωπος, που η ησυχία σου θα γίνει φασαρία.
Γι’ αυτές σου τις στιγμές, ποιον εμπιστεύεσαι και ποιον διαλέγεις;