Η Deborah Cameron εκθέτει μερικές από τις εσφαλμένες αντιλήψεις όσον αφορά στους διαφορετικούς τρόπους που οι γυναίκες και οι άντρες χρησιμοποιούν τη γλώσσα.
Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες σε σχέση με τις διαφορές στον τρόπο που επικοινωνούν τα φύλα μεταξύ τους, τους λόγους στους οποίους οφείλεται η διαφορετικότητά τους και τα προβλήματα που προκαλούν οι διαφορές τους. Ωστόσο, ελάχιστες από τις θεωρίες επιβεβαιώνονται από έγκυρα στοιχεία πρόσφατων ερευνών ή σχετικές γλωσσολογικές μελέτες. Η παρακάτω έρευνα δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, αλλά προκαλεί την αντίληψη ότι οι διαφορές τους είναι περισσότερες από τις ομοιότητες.
Ακούμε συχνά ότι οι άντρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα με διαφορετικούς τρόπους. Ερωτήματα σε σχέση με τις διαφορές στη γλώσσα και την επικοινωνία των δύο φύλων έχουν απασχολήσει πολλούς κλάδους της ψυχολογίας. Επιστήμονες, όπως σύμβουλοι, εκπαιδευτικοί και επαγγελματικοί ψυχολόγοι, έχουν επηρεαστεί από πεποιθήσεις και υποθέσεις ευρείας κυκλοφορίας που όμως δεν υποστηρίζονται από επιστημονικά στοιχεία. Ακούγεται συνήθως ότι:
Το γυναικείο φύλο είναι πιο ομιλητικό. Οι γυναίκες μιλούν περισσότερο και γενικότερα χειρίζονται το λόγο με μεγαλύτερη επιδεξιότητα.
Οι γυναίκες χρησιμοποιούν τη γλώσσα με τρόπο πιο συνεργάσιμο και ενθαρρυντικό: είναι καλές στην ακρόαση και στο να δημιουργούν μια καλή σχέση επικοινωνίας.
Οι άντρες εκφράζονται με μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματολογούν καλύτερα και επιβάλουν τη γνώμη τους ευκολότερα.
Οι άντρες είναι πιο άμεσοι, εννοούν αυτό που λένε, λένε αυτό που εννοούν, και συχνά μπερδεύονται από τη λιγότερο άμεση προσέγγιση των γυναικών.
Οι εν λόγω παρατηρήσεις ως προς τις διαφορές στη γλωσσική χρήση των αντρών και των γυναικών προέρχονται από διαπιστώσεις στην καθημερινότητα, λαϊκές ρήσεις, δημοφιλή βιβλία αυτοβελτίωσης, όπως Οι άντρες είναι από τον Άρη και οι γυναίκες από την Αφροδίτη, ή και επιστημονικά συγγράμματα. Κατά πόσο όμως ισχύει ότι το φύλο μαζί με άλλες συνιστώσες ταυτότητας, όπως η ηλικία και η κοινωνική τάξη, επηρεάζει και καθορίζει τη γλωσσική μας συμπεριφορά.
Οι γυναίκες μιλούν περισσότερο
Στο βιβλίο της, «Το Γυναικείο Μυαλό», η νευροψυχίατρος Louann Brizendine (2006) ενισχύει το γνωστό ισχυρισμό με στατιστικά στοιχεία: οι γυναίκες εκφέρουν κατά μέσο όρο 20.000 λέξεις ημερησίως, ενώ οι άντρες μόνο 7.000.
Τα στοιχεία αυτά επικράτησαν και στα ΜΜΕ εφόσον προέκυψαν «βάσει μελετών», μέχρι που ο γλωσσολόγος Mark Liberman αποδεικνύει ότι δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιες μελέτες.
Η Brizendine είχε δανειστεί τα στοιχεία από ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης (self help book) (Liberman, 2006) ανάμεσα σε πολλά άλλα του είδους, στα στοιχεία μεταξύ των οποίων διαπιστώνονται επίσης μεγάλες αποκλίσεις.
Οι υποψίες του Liberman επιβεβαιώθηκαν όταν ερευνητές στην Αριζόνα διεξήγαγαν πραγματικές μελέτες, ηχογραφώντας 380 συμμετέχοντες σε 12,5λεπτα διαστήματα για κάποιες ημέρες, υπολογίζοντας τελικώς την καθημερινή παραγωγή λέξεων τους κατά μέσο όρο, για να καταλήξουν στην ύπαρξη εκτενών ατομικών διαφορών, αλλά σε καμία διαφορά μεταξύ των δύο φύλων: ο μέσος όρος και για τα δύο φύλα ήταν γύρω στις 16.000 λέξεις (Μehl et. Al., 2007).
Οι γυναίκες είναι καλύτερες με τις λέξεις
Η πεποίθηση ότι οι γυναίκες διαθέτουν ανώτερες λεκτικές ικανότητες από τους άντρες έχει επικρατήσει τόσο μεταξύ εκπαιδευμένων ψυχολόγων όσο και απλών ανθρώπων. Ωστόσο, δυο εκτενείς μετα-αναλύσεις που ολοκληρώθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, τείνουν να αμφισβητούν το μέγεθος και τη σπουδαιότητα της εν λόγω διαφοράς. (Hyde, 2005, Hyde & Linn, 1988). Ενώ το φύλο επηρεάζει κάποιες μη γλωσσολογικές μεταβλητές, όπως η επιθετικότητα και η ορθότητα, ο αντίκτυπος του φύλου στις περισσότερες μετρήσεις λεκτικής ικανότητας είναι περιορισμένος ή μηδενικός.
Η διάδραση μεταξύ των γυναικών βασίζεται πρωταρχικά στη συνεργασιμότητα
Η θεωρία ότι η γλωσσική συμπεριφορά των αντρών χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, ενώ των γυναικών από μεγαλύτερη συνεργασιμότητα, αποτελεί το κεντρικό επιχείρημα στο δημοφιλές bestseller You Just Don’t Understand (1990) της Deborah Tannen, η οποία ισχυρίζεται ότι η διαφοροποίηση αυτή διαμορφώνεται από μικρή ηλικία μέσα σε ομάδες του ίδιου φύλου – ιεραρχικά δομημένες ομάδες για τα αγόρια, πιο αλληλέγγυες ομάδες για τα κορίτσια.
Η άποψη αυτή βρήκε υποστήριξη από ερευνητές πάνω στην επικοινωνία το 1989 που επηρεάστηκαν από το έργο της αναπτυξιακής ψυχολόγου Carol Gilligan, για να τεθεί υπό αμφισβήτηση από σχεδόν όλους τους ερευνητές γλωσσολογίας και φύλου, και τελικά να απορριφθεί από μελέτες της Marjorie Goodwin (2006).
Η Goodwin αφιέρωσε τρία χρόνια μελετώντας κορίτσια ηλικίας 9-11 ετών, καταγράφοντας και αναλύοντας περισσότερες από 100 ώρες διάδρασης. Και διαπίστωσε μια ξεκάθαρη εσωτερική ιεραρχία.
Τα κορίτσια επιδείκνυαν έντονο ενδιαφέρον για επικράτηση, επιδίνονταν διαρκώς σε ανταγωνιστικές λεκτικές πρακτικές, όπως εκφοβισμό, φιλονικίες, διαταγές και κομπασμό. Παρόμοιες συμπεριφορές έχουν παρατηρηθεί και μεταξύ εφήβων (Baxter, 2006).
H Goodwin επισημαίνει ότι προγενέστερες έρευνες εξιδανίκευαν τα κορίτσια, εν μέρει εξαιτίας των περιορισμένων δεδομένων, και εν μέρει επειδή το διχασμένο μοντέλο μεταξύ των φύλων, τους οδηγούσε να επικεντρώνονται ως επί τω πλείστον στις διαφορές και πολύ λιγότερο στις ομοιότητες μεταξύ τους.
Τέλος, όσον αφορά τη θεωρία της Tannen περί «κακής επικοινωνίας μεταξύ των δύο φύλων» (male-female miscommunication) για τις διαφορές τους στη χρήση της γλώσσας, οι επιστήμονες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να στηριχτούν σε βάσιμα επιστημονικά στοιχεία.
Οι άντρες είναι πιο άμεσοι στην επικοινωνία
Άλλη μια υπόθεση είναι ότι εφόσον επικοινωνούν με πιο άμεσο τρόπο, οι άντρες τείνουν να παρεξηγούν τις γυναίκες όταν εκείνες είναι λιγότερο άμεσες.
Αυτή είναι η εξήγηση πίσω από τη συμβουλή που δίνεται στις γυναίκες να αρνούνται τις ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις όσο πιο άμεσα γίνεται.
Έρευνες όμως σε σχέση με την έκφραση επικοινωνιακής άρνησης έχουν δείξει ότι η έλλειψη αμεσότητας αποτελεί τη νόρμα για άγγλους ομιλητές και των δύο φύλων.
Συνήθως, για να αρνηθούν ακόμα και τις πιο τετριμμένες προσκλήσεις (Τι θα έλεγες για γεύμα μετά τη δουλειά;), δε λένε απλώς «Όχι», «Όχι, ευχαριστώ» ή «Με συγχωρείς αλλά όχι», εκτός κι αν επιθυμούν έντονα να αποδώσουν προσβολή στο συνομιλητή. Χαρακτηριστικά είναι ο δισταγμός, η υπεκφυγή ή μια κοινωνικά αποδεκτή δικαιολογία («Πολύ θα το ήθελα, αλλά έχω μια δουλειά να τελειώσω»).
Σε ερωτικές καταστάσεις, ωστόσο, όπου η απόρριψη είναι πιο δυνατό να προκαλέσει προσβολή, η αμεσότητα σε βάρος της ευγένειας θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο μιας βίαιης συμπεριφοράς (Kitzinger & Frith, 1999).
Οι διαφορές στη γλωσσική συμπεριφορά των δύο φύλων αποτελεί αιτία διαμάχης στη σχέση τους
Λέγεται πως οι γυναίκες θεωρούν το διάλογο με το άλλο φύλο αναπόσπαστο κομμάτι της σχέσης, ενώ οι άντρες αποδίδουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην τακτική σεξουαλική επαφή και την από κοινού εμπλοκή σε δραστηριότητες. Η εγκυρότητα όμως αυτής της γενίκευσης έχει αμφισβητηθεί από συγκεκριμένες έρευνες.
Σύμφωνα με μία μελέτη πάνω σε μακροχρόνιες σχέσεις, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν 72 ετεροφυλόφιλα και 36 ομοφυλόφιλα ζευγάρια αντρών και γυναικών, ο Mackey με συνεργάτες του (2000) βρήκε ότι οι συμπεριφορές δε διέφεραν από πλευράς φύλου ή σεξουαλικών προτιμήσεων.
Σε όλες τις ομάδες συντρόφων, ως καλή σχέση ερμηνεύτηκε το να μπορείς να ‘μοιράζεσαι λεκτικά τις μύχιες σκέψεις και συναισθήματα’ σου και κατατάχθηκε ως ο σημαντικότερος παράγοντας για μια επιτυχημένη σχέση.
Σύμφωνα με μελέτες, οι ατομικές ασυμβατότητες, ειδικά στους τρόπους διαχείρισης των διαφωνιών, ήταν η αιτία των πιο σοβαρών προβλημάτων στις σχέσεις τόσο ετεροφυλόφιλων όσο και ομοφυλόφιλων ζευγαριών.
Ο Mackey και οι συνεργάτες του κατέληξαν ότι άλλοι ‘παράγοντες μέσα στις ίδιες τις σχέσεις είχαν πιο δυνατή επίδραση από ότι (για παράδειγμα) οι κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες’ (Mackey et al., 2000).
Τέτοια ευρήματα αυξάνουν την πιθανότητα ότι ‘τα προβλήματα των ζευγαριών’ συσχετίζονται με τα ‘προβλήματα μεταξύ αντρών και γυναικών’, επειδή απλώς το πρωτότυπο ζευγάρι αποτελείται από άτομα των δύο φύλων.
Γενικότερα παρατηρείται ότι η ενασχόληση με τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα έχει στερεοτυπικές προσεγγίσεις, που τροφοδοτεί την απόσταση μεταξύ τους, ενώ τελευταίες επιστημονικές έρευνες τείνουν να εστιάζουν στις ομοιότητες και να προσεγγίζουν τις γλωσσικές τους συμπεριφορές και σχέσεις με μικρότερη προκατάληψη σε βάρος των αντρών και υπέρ των γυναικών, εξετάζοντας τους επί ισοις όροις.
Η Deborah Cameron είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο τμήμα Γλώσσα και Επικοινωνία