Ο άντρας μου πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 35 ετών από εγκεφαλικό. Ήταν απόγευμα και ήμασταν σπίτι με τα παιδιά. Εκείνη τη στιγμή κάτι μαστόρευε στην αυλή και εγώ είχα ανάψει ψησταριά να ψήσω στα παιδιά. Σε μια στιγμή, ακούω το μεγάλο μου γιο που τότε ήταν 7 ετών να φωνάζει «Μπαμπά! Μπαμπά!». Γύρισα και είδα τον άντρα μου λιπόθυμο και το παιδί από πάνω του να τον σκουντάει σαν να προσπαθεί να τον ξυπνήσει φωνάζοντας και κλαίγοντας.
Έτρεξα κοντά τους ουρλιάζοντας και εγώ και διαπίστωσα ότι ούτε σφυγμό είχε ούτε ανέπνεε. «Παναγία μου», φώναξα. «Όχι τώρα. Όχι τόσο νέο». Πήρα το γιο μου αγκαλιά και τρέξαμε στο σπίτι. Τον έστειλα στο δωμάτιο του να πάει να βρει τη μικρότερη αδερφή του που έπαιζε και πήρα τηλέφωνο το 166 και τη μητέρα μου να έρθει αμέσως.
Το ασθενοφόρο ήρθε σε πέντε λεπτά, αλλά εμένα μου φάνηκε αιώνας. Με θυμάμαι να μου έχει κοπεί η ανάσα, να έχω πιάσει το κεφάλι μου και να πηγαίνω πέρα δώθε χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Είχα χαθεί εντελώς, δεν ένιωθα τίποτα εκείνη τη στιγμή. Είχα χάσει τα λογικά μου και περιφερόμουν στο σπίτι σαν τρελή.
Στο νοσοκομείο διαπίστωσαν απλώς το θάνατό του. Με θυμάμαι μόνη μου στα καθίσματα του νοσοκομείου να περιμένω το γιατρό που θα μου έλεγε αυτό που ήξερα ήδη. Δεν θυμόμουν. Είχα πάρει όντως τηλέφωνο τη μητέρα μου; Τα παιδιά; Πού ήταν τα παιδιά; Ήταν σπίτι; Τα πρόσεχε κανείς; Δεν ήξερα…
Τη μέρα της κηδείας ήμουν εκεί και δεν ήμουν. Κοιτούσα αλλά δεν έβλεπα. Θυμάμαι μόνο ανθρώπους να κλαίνε, φωνές, ένα φέρετρο που δεν ήξερα τι είχε μέσα, έναν παπά και τον καφέ της παρηγοριάς. Τα χάπια την είχαν κάνει τη δουλειά τους…
Όλοι μας οι φίλοι ήταν εκεί. Έκλαιγαν και εκείνοι μαζί με μένα. Με συλλυπήθηκαν και μου είπαν πως ό, τι χρειαστώ θα ήταν εκεί για να με βοηθήσουν. Στην πορεία κατάλαβα ότι κάποιοι το εννοούσαν αλλιώς…
Δύο βδομάδες μετά την κηδεία χτύπησε το κουδούνι και ήταν ο κολλητός του άντρα μου. Ήταν σαν μέλος της οικογένειάς μας και όλα αυτά τα χρόνια τον είχα «ζήσει» μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του περισσότερο απ’ όλους τους φίλους του άντρα μου. Ήταν ένα πολύ καλό παιδί με χιούμορ, συνεργάτης του άντρα μου και κολλητός του εδώ και πολλά χρόνια.
Μου εμφανίστηκε στην πόρτα ντυμένος γαμπρός και κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι. Η αλήθεια είναι πως με έπιασε στον ύπνο και δεν κατάλαβα τι πήγαινε να κάνει. Αφού με καλησπέρισε, μπήκε στο σπίτι και έκατσε στον καναπέ δίπλα μου. Με ρώτησε αν θέλω να μου βάλει λίγο ουίσκι, αλλά αρνήθηκα. Εκείνες τις μέρες δεν έτρωγα σχεδόν τίποτα, αν έπινα και ουίσκι θα μου τρυπούσε το στομάχι.
Στην αρχή με ρώτησε πως είμαι και πως πάω. Δεν ήμουν καλά και αυτό φαινόταν. Δεν είχα πολλή διάθεση για κουβέντα και για να τον αποφύγω του απαντούσα μονολεκτικά. Δεν ήθελα κανέναν δίπλα μου. Ακόμα και τα παιδιά τα είχα στείλει στη μητέρα μου. Ήθελα πρώτα λίγο να συνέλθω και μετά να ξανάρθουν σπίτι.
Εκείνος τότε για να ελαφρύνει το κλίμα άρχισε τα αστειάκια. Φαντάστηκα πως θέλει να με κάνει να ξεχαστώ, αλλά δεν ήταν έτσι. Λίγα λεπτά μετά τον είδα ότι με πλησίαζε όλο και περισσότερο. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι γινόταν. «Μπα», λέω. «Ιδέα μου θα είναι. Αυτός ο άνθρωπος είναι σαν αδερφός μου, δεν είναι δυνατόν να μου την πέφτει».
Μωρέ ήταν και παραήταν. Γύρισε και μου είπε γεμάτος θράσος και με εκείνο το γλοιώδες βλέμμα του πέφτουλα «Μωρό μου τώρα που είσαι μόνη σου δεν θες έναν άντρα να σε προστατεύει; Τόσο καιρό βλέπω πως με κοιτάζεις. Τώρα που έμεινες μόνη σου είναι ευκαιρία για μας να είμαστε μαζί».
Τέτοιο σοκ δεν έπαθα ούτε όταν πέθανε ο άντρας μου. Μα καλά τι μου είπε; Κατάλαβα καλά; Μου την έπεφτε; Παντρεμένος τόσα χρόνια με δύο μικρά παιδιά, ερχόντουσαν σπίτι μου και πηγαίναμε στο δικό τους. Είχαμε κάνει μαζί διακοπές, εκδρομές, ταξίδια, βόλτες, είχαμε φάει, είχαμε πιει μαζί, είχαμε αναλύσει τις χαρές και τα προβλήματά μας και ερχόταν και μου την έπεφτε μία τέτοια στιγμή μέσα στο ίδιο μου το σπίτι; Τόσο ξεδιάντροπος ήταν που βρήκε μία γυναίκα μόνη που μόλις είχε χάσει τον άντρα της και της την έπεφτε με αυτόν τον αισχρό τρόπο; Δεν σεβάστηκε τη μνήμη του κολλητού του; Δεν μπορεί, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Η επόμενη αντίδρασή μου – προσπάθησε ΚΑΙ να με χουφτώσει – ήταν να πάρω το ποτήρι του με το ουίσκι και να του το φέρω στο κεφάλι. Για την ακρίβεια του το έσπασα στο κεφάλι. Κόπηκε σε ένα σημείο και γεμίσαμε αίματα. «Τσακίσου ρε αλήτη και φύγε από το σπίτι μου και μη σε ξαναδώ μπροστά μου. Έτσι και τολμήσεις να εμφανιστείς ξανά θα πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα σου και θα της τα πω όλα. Ο κολλητός σου ελπίζω να σε βλέπει αυτή τη στιγμή από τον άλλο κόσμο. Έτσι και τολμήσεις να πεις πουθενά τι έκανες θα σε στείλω να τον βρεις και θα σε φτιάξει καλά εκείνος από εκεί που είναι».
Με κοίταζε σαν να συνειδητοποίησε απότομα τι είχε μόλις κάνει. Έβαλε την ουρά στα σκέλια χωρίς να μιλήσει και έφυγε. Φυσικά και δεν είπα ποτέ σε κανέναν τι συνέβη. Ντρέπομαι όχι για εμένα, γιατί εγώ στάθηκα κυρία. Ντρέπομαι για εκείνον και για όλους εκείνους που εκμεταλλεύονται τον πόνο μιας μόνης γυναίκας και την ανάγκη της και την προσεγγίζουν προσφέροντάς της ο, τι χρειάζεται με αντάλλαγμα το κορμί της. Πόσο ποταπό, πόσο ανέντιμο, πόσο αισχρό.
Ξέρω ότι συμβαίνει συχνά. Πολλές γυναίκες έχουν βιώσει παρόμοια εμπειρία. Δυστυχώς πολλές έχουν υποκύψει ειδικά όσες έχουν οικονομικά προβλήματα. Όταν πεινάς και δεν έχεις ούτε γάλα για τα παιδιά σου, μπορεί και να υποκύψεις. Η ανάγκη σε σπρώχνει εκεί που δεν φαντάζεσαι ότι μπορείς να φτάσεις. Έχει τύχει να ακούσω πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Ας μην κρίνουμε γιατί δεν ξέρουμε τί μας ξημερώνει…
Δεν γίνεται, σκέφτηκα, οι άντρες να πέφτουν τόσο χαμηλά. Και όμως…
Μαρίνα
Από singleparent.gr