Η σχέση της γυναίκας με τη θηλυκότητά της σχετίζεται με ένα πλήθος παραγόντων.
Η φυλετική ταυτότητα αρχίζει να εδραιώνεται ήδη από την ηλικία των τριών ετών, όταν το παιδί καταλαβαίνει ότι ανήκει σε ένα από τα δύο φύλα κι ότι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει βιολογικά.
Ωστόσο, η αίσθηση της φυλετικής ταυτότητας κορυφώνεται κατά την εφηβεία όπου το σώμα μεταμορφώνεται σε γυναικείο και αποσαφηνίζεται ο ερωτικός προσανατολισμός.
Ένας βασικός παράγοντας για το είδος της σχέσης που έχει η γυναίκα με τη θηλυκότητά της, είναι η επιθυμία των γονιών, πριν ακόμη τη σύλληψη της, για το φύλο του μωρού. Αν η επιθυμία των γονιών ταυτίζεται με το φύλο του, τότε η σχέση με τη θηλυκότητα ξεκινά πολύ θετικά. Αντίθετα, συναισθήματα δυσφορίας ως προς το φύλο είναι πολύ πιθανό να εκδηλώνονται, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα και αυτό μπορεί να εκδηλώνεται και στην συμπεριφορά ή στην εξωτερική εμφάνιση της γυναίκας.
Ένας άλλος παράγοντας είναι το πώς έχει βιώσει η ίδια η γυναίκα τη μητέρα της και τα άλλα θηλυκά άτομα της οικογένειάς της. Μία θετική αναπαράσταση για τη μητέρα είναι σίγουρα βοηθητική για τη δόμηση μίας θετικής φυλετικής ταυτότητας και το αντίθετο.
Σημαντικό ρόλο όμως παίζει και ο πατέρας. Αν δεν αποδέχεται το ότι το κορίτσι μεγαλώνει, μπορεί να οδηγήσει σε μία καθυστέρηση ή και μπλοκάρισμα την ανάπτυξη της φυλετικής αποδοχής.
Αντίθετα, όταν δεν ματαιώνει με τρόπο σαφή την οιδιπόδεια επιθυμία του κοριτσιού (είναι γνωστό ότι όλα τα μικρά παιδιά θέλουν στην ηλικία των τεσσάρων να παντρευτούν τον γονέα του αντίθετου φύλου) τότε μπορεί να οδηγηθεί το κορίτσι να θεωρήσει την θηλυκότητα ως κάτι το επικίνδυνο, αφού μπορεί φαντασιωτικά να οδηγήσει στην εκπλήρωση της αιμομικτικής απαγόρευσης.
Μέσα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όλα τα στοιχεία της θηλυκότητας βιώνονται ένοχα και καταβάλλεται προσπάθεια από τη γυναίκα να εξαληφθούν. Προτιμά για να αποφύγει τη νευρωτική σύγκρουση (νευρωτική είναι η οποιαδήποτε μορφή σύγκρουσης σχετίζεται με το οιδιπόδειο) είτε να παραμείνει παιδί, (δηλαδή να είναι άφυλη), είτε να αποκτήσει αντρικά χαρακτηριστικά, αρρενωνότητα, μέσα από το ντύσιμο, τις κινήσεις και άλλες συμπεριφορές.
Δυστυχώς, ακόμη και κάποια ρεύματα του φεμινιστικού κινήματος, διεκδικώντας την ισότητα και καταφέρνωντας πολλά κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, πήγαν κόντρα στη θηλυκή φύση της γυναίκας. Έτσι, η γυναίκα σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται ως σύγχρονη αμαζόνα που αυτοακρωτηριάζει το μαστό της για να μοιάσει στους άντρες.
Το θηλυκό στοιχείο ενέχει την δεκτικότητα, τη διαίσθηση, τη φαντασία. Μέσα από αυτά τα στοιχεία η γυναίκα είναι ικανότερη στο να αντιλαμβάνεται τη μη λεκτική επικοινωνία, σε σχέση με τους άντρες και άρα αφουγκράζεται καλύτερα τους κινδύνους. Είναι αυτά τα στοιχεία που την κάνουν ανθεκτικότερη και πιο ευέλικτη σε δύσκολες στιγμές.
Η καλή σχέση με τη θηλυκότητα εμφανίζεται στην καλή αναπαράσταση που έχουν η εμφάνιση της περιόδου-ως πέρασμα στη γυναικεία φύση-, οι αλλαγές του σώματος, η σεξουαλικότητα.
Έτσι, η καλή σχέση και η αποδοχή της θηλυκής ταυτότητας σχετίζεται άμεσα και με την ποιότητα των σχέσεων με το άλλο φύλο αλλά και με την ομαλή ή όχι σεξουαλική ζωή.
Επίσης, διασφαλίζει την ομαλή είσοδο στη μητρότητα, στη μείωση του φόβου στο ενδεχόμενο του τοκετού, τα οφέλη που δίνει τόσο σε αυτήν όσο και στο παιδί της ο θηλασμός, την δεκτικότητα της απέναντι στις ανάγκες του βρέφους και αργότερα του παιδιού της.
Κάτι που φαίνεται να παρερμηνεύεται σχετίζεται με την σύγχυση των ρόλων. Έτσι, ένας άλλος λόγος που η γυναίκα μπορεί να διακατέχεται από αρνητικές αναπαραστάσεις σε σχέση με την θηλυκότητά της είναι η ψευδής αντίληψη ότι πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην οικογένεια και την μητρότητα από τη μια, και στην καριέρα και την προσωπική ανάπτυξη από την άλλη. Σήμερα όμως αυτό δεν είναι παρά ένα απομεινάρι από την παραδοσιακή κοινωνία, όπου η θέση της γυναίκας ανήκε αποκλειστικά και μόνο στο σπίτι.
Δήμητρα Σταύρου
Ψυχολόγος/Δραματοθεραπεύτρια
Eπιστημονικός Συνεργάτης SEC