Η Suz Evasdaughter γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1952 και ήταν το δεύτερο παιδί του Arthur, ενός αγρότη και της νεαρής συζύγου του, Betty.
Τα παιδικά της χρόνια ήταν πολύ όμορφα. Μεγάλωνε με έναν μεγαλύτερο αδερφό που ονομαζόταν επίσης Arthur και ένα μικρότερο αδερφάκι, το Nicky.
“Ζούσαμε σε ένα χωριό στο βόρειο Yorkshire. Με θυμάμαι με το μεγαλύτερο αδερφό μου να τρέχουμε στα χωράφια, να σκαρφαλώνουμε στα δέντρα και να μαζεύουμε μήλα και να παίζουμε χωρίς να ακούμε καθόλου τη μητέρα μας. Ένιωθα ασφαλής, χαρούμενη και ανέμελη“.
Όταν η μητέρα της γέννησε το τρίτο μωρό, ανακάλυψε έναν όγκο στο στήθος της κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Ο γιατρός της δεν έδωσε σημασία και της χορήγησε φάρμακα για μαστίτιδα.
Στη συνέχεια η οικογένεια μετακόμισε στο Huddersfield για να βρει ο Arthur καλύτερη δουλειά και να στηρίξει την πενταμελή οικογένειά του.
“Όταν o Nicky ήταν δύο ετών, θυμάμαι τη μαμά μου να κουράζεται εύκολα και να μη μπορεί να με σηκώσει στην αγκαλιά της ή να έχει το κουράγιο να παίξουμε μαζί. Επισκέφτηκε και ένα δεύτερο γιατρό, ο οποίος μας είπε ότι ο όγκος στο στήθος της ήταν καρκίνος. Χειρουργήθηκε άμεσα και ξεκίνησε χημειοθεραπείες, αλλά ήταν πια πολύ αργά“.
H Betty πήγε να μείνει με τη μητέρα της για να λάβει τη φροντίδα που έπρεπε και ο Arthur μη μπορώντας να διαχειριστεί δουλειά και τρία μικρά παιδιά αποφάσισε να τα αφήσει στο ορφανοτροφείο μέχρι να δει τι θα γίνει.
“Οι αναμνήσεις μου από εκείνη την εποχή δεν είναι και οι πιο χαρούμενες. Τις νύχτες «έβρεχα» το κρεβάτι μου και πάντα, έτρωγα πολύ ξύλο γι’ αυτό. Δεν μας άφηναν να χρησιμοποιούμε τα πράγματα που είχαμε φέρει από το σπίτι μας. Ούτε ρούχα δικά μας δεν είχαμε. Όλα τα ρούχα στο ορφανοτροφείο ήταν κοινόχρηστα και δεν με άφησαν ποτέ να φορέσω ένα πανέμορφο φόρεμα που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου και το είχα φέρει μαζί μου“.
Η Betty έχασε τελικά τη μάχη με τον καρκίνο όταν η Suz ήταν 6 ετών. Την εποχή εκείνη τόσο εκείνη όσο και τα αδέρφια της κόλλησαν από κάπου ανεμοβλογιά και τότε ζητήθηκε από τον πατέρα τους να έρθει να τα πάρει γιατί δεν μπορούσαν άλλο να μείνουν εκεί.
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολοι. H Suz δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια ενώ ο χήρος πατέρας της μεγάλωνε τα δύο αγόρια με τη βοήθεια συγγενών. Τελικά το 1959, όταν η Suz ήταν 7 ετών επέστρεψε κοντά στην οικογένειά της, στον πατέρα και τα αδέρφια της στο καινούργιο τους σπίτι στο Huddersfield.
“Θυμάμαι να κοιτάζω σε όλα τα δωμάτια για να δω αν η μαμά μου κρυβόταν κάπου. Οι μαμάδες δεν πρέπει να πεθαίνουν. Δεν είχα καταλάβει γιατί έφυγε“.
Για αρκετά χρόνια ο Arthur κατάφερε να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο με τρακτέρ και με τη βοήθεια των συγγενών του να μεγαλώσει παράλληλα τα παιδιά του. Η Suz ως το μοναδικό κορίτσι στην οικογένεια βοηθούσε με τα ρούχα, τα ψώνια και το μαγείρεμα.
“Φυσικά και ήταν σεξιστικό, αλλά δεν με πείραζε. Μπορεί η μητέρα μου να μη ζούσε, αλλά ήμουν χαρούμενη. Θυμάμαι τα πρώτα μας Χριστούγεννα μετά την επιστροφή μου στο σπίτι. Μαγειρέψαμε, τραγουδήσαμε, παίξαμε επιτραπέζια και φάγαμε σοκολάτα. Ο μπαμπάς μου, μου είχε πάρει δώρο μία πανέμορφη κούκλα που λάτρεψα αμέσως.
Είχαμε όλοι ένα πολύ δυνατό δέσιμο μεταξύ μας. Το μόνο πράγμα που με ενοχλούσε ήταν το γεγονός ότι παρόλο που ήμουν πολύ καλή μαθήτρια ο πατέρας μου δεν με άφησε να συνεχίσω το σχολείο όπως άφησε τα αδέρφια μου. Ήμουν πολύ καλή και στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά, αλλά ο πατέρας μου ήταν αρκετά οπισθοδρομικός και παλαιών αρχών και με προτιμούσε νοικοκυρά στο σπίτι παρά επιστήμονα. Οι προοπτικές του για το μέλλον ήταν περιορισμένες επειδή ήμουν κορίτσι“.
Η ζωή τους άλλαξε όταν το 1965 ο Arthur παντρεύτηκε μία βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα με το όνομα Muriel. “Απαιτούσε να την αποκαλούμε «μαμά» και έκανε συνεχώς αναφορές στη Βίβλο. Ήθελε με κάθε τρόπο να μας ελέγχει όπως ήλεγχε και τον πατέρα μας. Ουσιαστικά τον χάσαμε μέσα σε μία νύχτα“.
Την πρώτη νύχτα γάμου του πατέρα της με τη Muriel, έδιωξαν την 13χρονη Suz από το σπίτι. Τα αδέρφια της είχαν πάει να μείνουν σε φίλους ενώ εκείνη αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι και να περιπλανιέται στη βροχή. Τη βρήκε ένας ντόπιος μούσκεμα και καταπαγωμένη και την πήρε σπίτι του, εκεί όμως τη βίασε.
“Δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο, το μόνο που ήθελα ήταν κάποιος να με αγαπήσει, να με βοηθήσει, να νοιαστεί για μένα“.
Η ζωή στο σπίτι χειροτέρευε αντί να καλυτερεύει. Της απαγόρευαν να φοράει φούστες, να κολλάει αφίσες με τους αγαπημένους της τραγουδιστές στους τοίχους και την ανάγκασαν να φοράει φαρδιά, μακριά ρούχα.
Η Muriel κλείδωνε με λουκέτα όλα τα ντουλάπια με τα τρόφιμα και έσκισε τις φωτογραφίες της Betty λέγοντας: “Δεν μπορείτε να ζείτε κολλημένοι στο παρελθόν“. O Arthur αντί να προστατεύσει τα παιδιά του και να βάλει τη νέα του σύζυγο στη θέση της, συμφωνούσε μαζί της.
H Suz δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να περνά χρόνο μόνη με το μπαμπά της όπως παλιά και η Muriel έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να τον χωρίσει από τα παιδιά του, αλλά και να διαλύσει την όμορφη σχέση που είχαν τα αδέρφια μεταξύ τους.
Μετά από ένα χρόνο γάμου το ζευγάρι απέκτησε ένα αγοράκι, τον Edward, τον οποίο κακομάθανε όσο δεν πάει.
“Στο σπίτι ήμασταν δύο οικογένειες, από τη μία ο μπαμπάς, η Muriel και ο Edward και από την άλλη τα αδέρφια μου και εγώ. Ακόμα και το μεσημέρι όταν καθόμασταν να φάμε, καθόμασταν από τη μία εμείς και από την άλλη εκείνοι. Εκείνοι έτρωγαν κανονικό φαγητό και έδιναν σε εμάς ό, τι περίσσευε.
H Muriel χρησιμοποιούσε τη δικαιολογία ότι τρώγαμε καλά στο σχολείο άρα ήμασταν χορτάτοι και επίσης ότι τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει πολύ και δεν φτάνουν για όλους. Δεν μας αγόραζαν ούτε καινούργια παπούτσια με αποτέλεσμα τα πόδια μας να μεγαλώνουν και να αποκτούμε προβλήματα.
Ως ενήλικας συνειδητοποιώ ότι υπεύθυνος για όλα ήταν ο πατέρας μου και όχι εκείνη, έπρεπε όμως να πιστέψω στην αγάπη του, αλλιώς δεν θα έβρισκα τη δύναμη να συνεχίσω“.
Όταν η Muriel χαστούκισε δυνατά τη Suz επειδή ζωγράφισε με κιμωλία το πεζούλι του γείτονα, η έφηβη Suz ορκίστηκε να φύγει από το σπίτι.
Παρά το γεγονός ότι ήταν άριστη μαθήτρια έπιασε δουλειά ως υπηρέτρια σε ένα ξενοδοχείο στο Yorkshire παρόλο που ήταν μόλις 15 ετών. Έβγαζε μόλις πέντε λίρες την εβδομάδα και οι συνθήκες ήταν άσχημες, ωστόσο αισθανόταν ανακουφισμένη που ξέφυγε από τον έλεγχο της Muriel.
“Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μας ανάγκαζε να γδυνόμαστε από τη μέση και πάνω και μας ψέκαζε με άρωμα γιατί ήθελε να μυρίζουμε ωραία. Το άντεξα και αυτό. Ήταν καλύτερα από τη ζωή που ζούσα στο σπίτι, ωστόσο μου έλειπαν απεγνωσμένα τα αδέρφια μου“.
Μετά από ένα χρόνο η Suz, που εν τω μεταξύ είχε χάσει κάθε επαφή με την οικογένειά της έφυγε από το ξενοδοχείο και βρήκε δουλειά ως βοηθός μαίας και στη συνέχεια σε βρεφονηπιακό σταθμό. Στα 17 της ήταν αποφασισμένη να σπουδάσει και να αποκτήσει περαιτέρω εκπαίδευση.
“Διάβαζα όλη μέρα. Στα 18 μου έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη νοσηλευτική σχολή του Keele. Η γνωριμία μου με τους γιατρούς εκεί με ώθησε περισσότερο. Συνέχισα να μελετώ και παράλληλα να δουλεύω. Άλλαξε ολοκληρωτικά η γνώμη που είχα για τον εαυτό μου και για πρώτη φορά πίστεψα ότι μπορούσα να καταφέρω τα πάντα“.
Δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά τα αδέρφια της και έτσι όταν έκλεισε τα 20, όταν το μικρότερο αδερφάκι της, ο Nicky, ήταν επίσης ενήλικος και μακριά πια από τον έλεγχο της Muriel, τα αδέρφια ξανασυναντήθηκαν και αποφάσισαν να χτίσουν από την αρχή τη σχέση τους.
“O Nicky και ο Arthur ήρθαν στο Λονδίνο να μείνουν μαζί μου. Το πρώτο βράδυ κάναμε ένα μικρό πάρτι. Διασκεδάσαμε, χορέψαμε, ήπιαμε και μιλούσαμε όλη τη νύχτα αγκαλιασμένοι στο ίδιο κρεβάτι. Καταφέραμε να φτιάξουμε το δεσμό που είχε καταστρέψει η Muriel“.
Τα τρία αδέρφια παραμένουν αγαπημένα και αφοσιωμένα. Αρκετά χρόνια αργότερα η Suz ήρθε κοντά και με τον ετεροθαλή αδερφό της, τον Edward, αλλά και με το Norman, το πρώτο παιδί της μητέρας της, Betty, που γεννήθηκε εκτός γάμου και υιοθετήθηκε.
Το 1977 σε ηλικία 25 ετών η Suz έγινε δεκτή στο London School of Εconomics, όπου σπούδασε φιλοσοφία και στη συνέχεια βρήκε δουλειά ως ασκούμενη στη Ford Motor Company. Ήταν μία από τις τρεις γυναίκες στο σύνολο των 100 αποφοίτων που δέχτηκε η συγκεκριμένη εταιρεία και τα χρήματα που κέρδιζε ήταν πολλά.
Μετά τη Ford η Suz αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις εμπειρίες της για να βοηθήσει άλλους. Σπούδασε ξανά και τελικά έγινε ψυχοθεραπεύτρια και θεραπεύει τους ασθενείς της με τη βοήθεια διαφόρων μορφών τέχνης. Στη συνέχεια εργάστηκε ως προϊσταμένη στο σχολείο Ofsted. Στην πορεία ερωτεύτηκε έναν Σουηδό, τον Frank. Η σχέση τους ήταν σύντομη, αλλά της χάρισε την πολυπόθητη κόρη της, τη Φαίδρα το 1988.
“Παρά την εξέλιξη και τα επιτεύγματά μου, η συμπεριφορά της Muriel με στοιχειώνει ακόμα. Δεν μου είπε καν ότι πέθανε ο πατέρας μου το 1990. Η απόφασή μου να γράψω την ιστορία της ζωής μου ήταν μέρος της θεραπείας μου όταν έγινα και η ίδια μητέρα.
Η κόρη μου, Φαίδρα, είναι 33 ετών, κτηνίατρος και κατάφερα να τη βοηθήσω να επιτύχει τις φιλοδοξίες της.
Είμαι η απόδειξη ότι μπορείτε, αρκεί να το θέλετε, να απελευθερωθείτε από το παρελθόν σας“.