Μεγαλώνοντας κι αποκτώντας εμπειρία στις συντροφικές σχέσεις, ειδικά αν έχουμε στην ιστορία μας επαναλαμβανόμενα μοτίβα σχέσεων που δεν πήγαν καλά, πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν «το έχει η μοίρα μας» να «πέφτουμε» σε συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, ή αν έχουμε τον περίφημο μεταφυσικό «μαγνήτη». Σπανίως σκεφτόμαστε πως οι μόνοι υπεύθυνοι για την τύχη μας με το άλλο φύλο είμαστε αποκλειστικά και μόνο εμείς.
Εμείς επιλέγουμε να σχετιζόμαστε με συγκεκριμένο τύπο ανθρώπων.Δεν «πέφτουν» ή «πέφτουμε» πάνω τους, δεν έχουμε κανενός είδους «μαγνήτη», ούτε μας κατατρέχει κάποια βαριά κατάρα. Εμείς ξεχωρίζουμε κι επιλέγουμε πάντα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου για ερωτικό σύντροφο, κι εμείς δημιουργούμε το επαναλαμβανόμενο σκηνικό της κάθε όμοιας με τις προηγούμενες ή την προηγούμενη σχέση.
Πως γίνεται αυτό όμως, αφού κάθε φορά που τελειώνει μια σχέση, ορκιζόμαστε πως στην επόμενη δεν θα επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, ή θα επιλέξουμε τελείως διαφορετικό τύπο ανθρώπου από εκείνον που μας πλήγωσε; Πολλές φορές μάλιστα, ο/η επόμενος/η σύντροφος, φαίνεται να είναι όντως τελείως διαφορετικός τύπος ανθρώπου από τον/την προηγούμενο/η, αλλά τελικά προκύπτει εξ ίσου δυσλειτουργική και δυσάρεστη σχέση. Εκεί μάλιστα είναι που σηκώνουμε τα χέρια και λέμε «το ‘χει η μοίρα μου».
Την απάντηση την έχει ήδη δώσει προ πολλού, ένας από τους μεγάλους της ψυχανάλυσης, και τους θεμελιωτές της ψυχοθεραπευτικής τέχνης, ο Carl Jung.
Eίχε πει ο μεγάλος δάσκαλος όλων των ψυχοθεραπευτών, πως «μέχρι το ασυνείδητο να γίνει συνειδητό, αυτό θα κυβερνάει τη ζωή μας και θα το αποκαλούμε “μοίρα”».
Δηλαδή, η επιλογή των συντρόφων μας, είναι πέρα για πέρα δική μας ευθύνη, αλλά δεν έχουμε επίγνωση των ασυνειδήτων κριτηρίων με τα οποία τους επιλέγουμε.
Πως γίνεται αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στην οικογένεια προέλευσής μας. Η σχέση μας με τους γονείς μας αλλά και το είδος της σχέσης που είχαν οι γονείς μεταξύ τους, ορίζουν το είδος των σχέσεων που θα δημιουργήσουμε κι εμείς ως ενήλικες με τους/τις συντρόφους μας.
Ανάλογα με το πώς έχουμε διαμορφώσει την εικόνα του εαυτού μας και το επίπεδο της αυτοεκτίμησής μας, κι ανάλογα με το αν η σχέση μεταξύ του γονεϊκού ζευγαριού ήταν αρμονική και υγιής ή όχι, θα έχουμε κι εμείς επιτυχημένες ή δυσλειτουργικές σχέσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο μας φέρονται οι γονείς μας, μας διδάσκει το πώς να βλέπουμε τον εαυτό μας, πώς είναι «φυσιολογικό» να μας φέρονται οι άνθρωποι (κι εμείς στον εαυτό μας), και πώς ν’ αγαπάμε και να δείχνουμε την αφοσίωσή μας στους άλλους. Αν λοιπόν έχει κάποιος μεγαλώσει σ’ ένα περιβάλλον απορριπτικό ή κακοποιητικό, αυτόν τον κώδικα επικοινωνίας θα υιοθετήσει και με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους. Το ίδιο θα γίνει ακόμα πιο συγκεκριμένο στη συντροφική σχέση. Αν το ζευγάρι των γονέων έχει μεταξύ του απόμακρη ή συγκρουσιακή σχέση, αυτό το μοντέλο θα επαναλάβει το παιδί, μια κι αυτό το μοντέλο έχει εντυπωθεί μέσα στο ασυνείδητό του ως «σχέση».
Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου άνθρωποι έχουν τη σχέση των γονέων τους ως «αυτό που δεν θα κάνω ποτέ εγώ», βλέπουμε πως πολλές φορές στο τέλος, αν κι επιλέγουν ανθρώπους φαινομενικά τελείως διαφορετικούς από τους γονείς τους, καταλήγουν να δημιουργήσουν τελικά μια όμοιου τύπου σχέση. Το καθημερινό βίωμα της ζωής μέσα στην οικογένεια, αφήνει ένα ισχυρό εντύπωμα, έναν ασυνείδητο εσωτερικό προγραμματισμό για το πώς είναι και το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Κι αυτό ακολουθούμε, χωρίς μάλιστα να έχουμε απολύτως καμία επίγνωση.
Αν είχαμε την τύχη να προερχόμαστε από μια οικογένεια όπου η συναισθηματική επικοινωνία μεταξύ των γονέων, ως ζευγαριού, αλλά και με τα παιδιά τους, ήταν ομαλή και υγιής, τότε μάλλον θα έχουμε μια υγιή αυτοεκτίμηση, και θα επιλέγουμε αντίστοιχου επιπέδου συντρόφους. Όμως οι κοινωνίες μας έχουν πίσω τους πολύ βαριές ιστορίες δυσκολιών και τραυμάτων, που άφησαν πληγές στις ψυχές των ανθρώπων και διαστρέβλωσαν τη συναισθηματική επικοινωνία τους. Επίσης, η ίδια η κουλτούρα των ανθρώπων για τις σχέσεις των ζευγαριών και την παιδαγωγική, ήταν τελείως διαφορετική, με πολλά σημεία που, ενώ στα παλιά χρόνια θεωρούνταν αδιαμφισβήτητοι κανόνες, έχουν πλέον αποδειχτεί όχι μόνο λάθος, αλλά και καταστροφικά. Παλιά π.χ. θεωρούνταν σωστό να μην επαινεί κανείς τα παιδιά και να μην τα χαϊδεύει, γιατί έτσι κακομαθαίνουν. Θεωρούνταν σωστό το ζευγάρι να μην εκφράζει τρυφερότητα μεταξύ του, γιατί αυτό ήταν «ντροπή». Οι ρόλοι και οι κώδικες συμπεριφοράς ανάμεσα στα δυο φύλα, ήταν ως γνωστόν πολύ διαφορετικοί από τους σημερινούς, ως προς τη θέση του άντρα και της γυναίκας και των δικαιωμάτων του καθενός.
Είμαστε λοιπόν άνθρωποι που εσωτερικά κουβαλάμε διαφόρων ειδών στρεβλώσεις, ακόμα και τραύματα, από την οικογενειακή μας εικόνα για τη συντροφική σχέση. Αν δεν αποκτήσουμε επίγνωση αυτών των ασυνείδητων μοντέλων, είμαστε στην ουσία δέσμιοι της «μοίρας» που δεν είναι άλλη από την ασυνείδητη επιλογή μας.
Υπάρχει λύση; Και βέβαια υπάρχει. Η λύση είναι να καταστήσουμε το ασυνείδητο συνειδητό.
Να βγάλουμε, ότι βρίσκεται στη σκιά της ψυχής μας, έξω στο φως, να το αναγνωρίσουμε και να επιλέξουμε συνειδητά να το αλλάξουμε, εξυγιαίνοντας ταυτόχρονα τη σχέση με τον εαυτό μας και κατ’ επέκταση και με τους συντρόφους μας. Σίγουρα δεν μπορεί να συντελεστεί αυτή η αλλαγή με συμβουλές και συνταγές του τύπου «10 βήματα για να βρείτε τον/την τέλειο/α σύντροφο».
Χρειάζεται να μπει κανείς σε σοβαρή και συνεπή διαδικασία αυτογνωσίας. Σε ψυχοθεραπεία. Αξίζει όμως να δώσει κανείς την ενέργεια και το χρόνο που απαιτεί η δουλειά με τον εαυτό μας για να σπάσουν οι φαύλοι κύκλοι που ασυνείδητα επαναλαμβάνουμε, και να διεκδικήσουμε μια ευτυχισμένη σχέση και μια υγιή συντροφική ζωή. Η επιλογή είναι και πάλι δική μας.
Θεανώ Πολυζωγοπούλου
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια
Θεραπεύτρια Οικογένειας
jenny.gr