Μην χασετε

Φαίδων Γεωργίτσης: Tον αποκαλούσαν ως ο «Έλληνας Τζέιμς Ντιν» κάτι το οποίο απεχθανόταν γιατί λάτρευε τον Μάρλον Μπράντο

Σημαντικές ταινίας του υπήρξαν οι: «Νύχτα χάμου», «Κόκκινα φανάρια», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμα.

 

Ο Φαίδων Γεωργίτσης «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 80 χρονών μετά από μάχη με τον καρκίνο σκορπίζοντας θλίψη την οικογένειά του και τον καλλιτεχνικό κόσμο. Το 1960 ακόμα σπουδαστής της δραματικής σχολής έπαιξε στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και ήταν η αφετηρία για μια λαμπρή καριέρα.

Εκτός από ταλαντούχος ήταν και πολύ ωραίος άντρας και τον αποκαλούσαν ως ο «Έλληνας Τζέιμς Ντιν» κάτι το οποίο απεχθανόταν γιατί λάτρευε τον Μάρλον Μπράντο. Η συνάντησή του με τον Γιάννη Δαλιανίδη ήταν μεγάλος σταθμός στην καριέρα του καθώς τον «απογείωσε» κινηματογραφικά.

Advertisements

«Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος! Είχα πει τόσα που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ, πήγα στο ‘‘Παλλάς’’ για να τον δω στα ‘‘Ανατολικά της Εδέμ’’. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο», είχε δηλώσει.

Σημαντικές ταινίας του υπήρξαν οι: «Νύχτα χάμου», «Κόκκινα φανάρια», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και πολλές ακόμα.

Εγκατέλειψε τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων για να γίνει ηθοποιός. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Σμύρνη και ήταν το δεύτερο παιδί ενός αξιωματικού του Ναυτικού και της μικρασιάτισσας συζύγου του. Όταν ήταν τριών χρονών χάνει την δεκάχρονη αδελφή του σε ένα θανατηφόρο δυστύχημα σε ένα γιαπί, και η τραγική απώλεια σημαδεύει έκτοτε την οικογένεια. Μετά την απώλεια ακολουθεί η Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια. Ο Φαίδωνας έζησε ως παιδί και τα Δεκεμβριανά του 1944, με τις σκληρές εικόνες που αντίκρισε να τον σημαδεύουν για πάντα. Το 1956 μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων αλλά είχε καταλάβει ότι το όνειρό του ήταν η υποκριτική.

Advertisements

Ο πατέρας του στην προσπάθειά του να τον μεταπείσει του έλεγε ότι αν δεν γυρίσει στη σχολή του θα αυτοκτονήσει αλλά ο νεαρός Φαίδωνας είχε πάρει την απόφασή του. «Μόλις πέρασαν έξι μήνες, δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του. Είχε ασχοληθεί για λίγο με το μπάσκετ παίζοντας στον Πανιώνιο, παίρνοντας ως αμοιβή το σορτσάκι, τη φανέλα και τα πάνινα παπούτσια.

Ερωτεύεται μια γιατρό με πολύ καλή οικονομική άνεση και είναι ο λόγος που πάει Λονδίνο με πρόσχημα ότι θα εκπαιδευτεί πιλότος, αν και μόνο τις σπουδές δεν έχει στο μυαλό του: «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία». Εκεί θα περάσει έναν χρόνο και όταν το πάθος καλμάρει, θα επιστρέψει στην Αθήνα για να συνεχίσει να δουλεύει εδώ κι εκεί, από παγωτατζίδικο μέχρι και σιδεράδικο.

Η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν κατέφτασε το ειδοποιητήριο για τη στράτευσή του. Θέλοντας να πάρει αναβολή, βρίσκεται στο κατώφλι της δραματικής σχολής του Καρόλου Κουν και γίνεται αμέσως δεκτός! Στο Θέατρο Τέχνης δεν θα ανακαλύψει μόνο τη μεγάλη του αγάπη για το σανίδι, αλλά θα βρει και τον έρωτα, που θα γινόταν σύντομα η πρώτη του σύζυγος (1967). Ο Γεωργίτσης ερωτεύτηκε τη συμφοιτήτριά του Μπέτυ Αρβανίτη ήδη από την αίθουσα αναμονής για τις εξετάσεις εισαγωγής.

«Με την Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή και αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίντμπεργκ». Ένα γεγονός όμως θα απομακρύνει το ζευγάρι σε σύντομο χρονικό διάστημα: «Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα», εξομολογήθηκε σε παλιότερη συνέντευξή του.

 

Αφού ολοκλήρωσε τη σχολή του Κουν, φοίτησε σε δύο ακόμα δραματικές, του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλου Κατσέλη, ακόμα και από το London School of Film Technique πέρασε και λίγο έλειψε να κοπούν οι σχέσεις με τους πάντα αντίθετους στην καριέρα του γονείς. Όταν όμως η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη, όλα τακτοποιήθηκαν…

Advertisements

Γίνεται πρωταγωνιστής στον κινηματογράφο και περιζήτητος εργένης. Όπως είχε αποκαλύψει είχε ένα φλερτ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

«Με την Αλίκη είχαμε ένα σύντομο φλερτ το καλοκαίρι του ’63, όταν είχα χωρίσει για λίγο από την Μπέτυ. Τη Μάρθα Καραγιάννη την έβλεπα πάντα ως φίλη. Η Ζωή Λάσκαρη μου άρεσε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε μια απλή συζήτηση οι δυο μας». Τώρα οι γυναίκες τον φλέρταραν ανοιχτά στον δρόμο, αν και αυτός ψάχνει την ουσιαστική και βαθιά αγάπη. «Κινδύνευα να γίνω ο κύριος Βουγιουκλάκης και δεν ήθελα», σχολίασε για το σύντονο ειδύλλιό του με την εθνική μας σταρ.

Την πραγματική αγάπη θα τη γνωρίσει στις αρχές του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας. Ήταν η γαλλικής καταγωγής καλλονή Μπέτσι, ένα φωτομοντέλο που κοσμούσε τα ξένα περιοδικά μόδας. Οι δυο τους θα παντρευτούν την επόμενη χρονιά και θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.

Δύο χρόνια μετά την παρθενική του και σύντομη κινηματογραφική εμφάνιση στο «Ποτέ την Κυριακή» και αφού περάσει και από τη «Φαίδρα» (1962), ερμηνεύει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου «Ουρανός» (1962).

Το 1963 πρωταγωνιστεί πλάι στη Ζωή Λάσκαρη στην ταινία «Ίλιγγος» και την επόμενη χρονιά ο ρόλος του στην περίφημη ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα Κόκκινα Φανάρια» είναι μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του δυνατότητες.

Η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ θα αποδώσει πλήθος πρωταγωνιστικών ρόλων σε χαρακτηριστικά μιούζικαλ του ελληνικού σινεμά, όπως στις δουλειές του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και Μάγκες» και «Μια Κυρία στα Μπουζούκια».

Πλάι στα ανάλαφρα μιούζικαλ έρχονται και οι αξιόλογες δραματικές ταινίες, όπως «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο», «Το Παρελθόν μιας Γυναίκας», «Εκείνος κι Εκείνη» κ.λπ. Ο Γεωργίτσης έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες που ακόμα θυμάται το ελληνικό κοινό.

Επηρεάστηκε από την κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο και έκανε για τα χρήματα και ερωτικές ταινίες την εποχή της βιντεοκασέτας κάτι που πολλοί δεν του συγχώρεσαν ποτέ. «Δεν ένιωθα μειονεκτικά ή περίεργα. Αρκούσε που είχαν γάλα τα παιδιά μου και μια σόμπα για να ζεσταίνονται».

«Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ποτέ δεν ντράπηκα … Κάποιες από τις ταινίες αυτές είναι καλές. Πολλές φορές έβαζαν μέσα τσόντες εν αγνοία σου. Πολλές από τις τσόντες αυτές παίζονταν στους κινηματογράφους ‘‘Ροζινκλέρ’’ και ‘‘Αλάσκα’’. Όλοι έκαναν ερωτικές ταινίες τότε, η Δανδουλάκη, ο Φυσσούν, ο Λουκούργος Καλλέργης. Δεν είχαμε άλλο τρόπο να ζήσουμε. Όλο αυτό κράτησε δύο-τρία χρόνια και στο κάτω κάτω ήταν «προσκοπικές». Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ερωτικές ταινίες του σήμερα». Η καριέρα του διασώθηκε και πάλι από την τηλεόραση εκεί στις αρχές του 1990, έχοντας ήδη διαγράψει αξιόλογη πορεία στο γυαλί με συμμετοχές σε θρυλικές τηλεοπτικές σειρές, όπως ο «Γιούγκερμαν» και οι «Πανθέοι». Τώρα είναι τα σίριαλ του Νίκου Φώσκολου, «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή», που μπαίνουν στη ζωή του, όπως και στη ζωή των ελλήνων τηλεθεατών, απ’ όπου τον γνώρισε και το νεότερο κοινό.

Ο Φαίδωνας επέστρεψε στο σινεμά το 2008, έπειτα από απουσία 26 ετών (τελευταία ταινία του ήταν η «Κατάσκοπος Νέλλη» του 1981), ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο φιλμ «Ο γιος του Τσάρλυ». Το 1974 δοκίμασε τις δυνάμεις του τόσο στο σενάριο και τη σκηνοθεσία όσο και την παραγωγή στις «Σατανικές ερωμένες» που πρωταγωνιστούσε, ενώ η καριέρα του στο γυαλί μετρά είκοσι σχεδόν σίριαλ.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε τον επίγειο παράδεισο που είχε φτιάξει στο Κορωπί.

Πέθανε σε ηλικία 80 ετών στις 1 Μαρτίου 2019.

 

 

 

Advertisements

Μην χάσετε

Τελευταια άρθρα