Θυμάστε εκείνη την επιστολή που είχε κάνει τον γύρο του κόσμου -λέγεται ότι την έγραψε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ, αποσυρμένος πια και χτυπημένος απ’ τον καρκίνο; Ξεκινούσε έτσι: «Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.»
Λένε σοφά, ότι ποτέ δεν ξέρεις ποια είναι η τελευταία φορά που θα δεις κάποιον. Και λένε, επίσης, ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους που μεγαλώνουν με όλη μας την αγάπη, γιατί αργά ή γρήγορα δεν θα ‘ναι στη ζωή μας και θα μετανιώσουμε τόσο για όσα (άσχημα, κακόβουλα, επιπόλαια) είπαμε, όσο και για όσα (όμορφα, τρυφερά, ειλικρινή) δεν είπαμε.
Η έννοια της ανυπαρξίας –του «μη είναι»- έρχεται και σε σουβλίζει με την νομοτέλειά της, όταν μεγαλώνεις και καταλαβαίνεις πόσο αφελής ήσουν μικρός που νόμιζες ότι όλα είναι αιώνια και η ζωή σου άφθαρτη. Ας μην κλαίμε κι ας μην λυπόμαστε, όμως, γιατί μπορούμε να ξορκίσουμε την αβάσταχτη βεβαιότητα του «μη είναι» των δικών μας ανθρώπων.
Μπορούμε να την ξορκίσουμε με λόγια γλυκά και με πράγματα απλά που πάντα θέλαμε να πούμε και όλο το αναβάλαμε, γιατί «δεν χανόμαστε, κι αύριο μέρα είναι». Όσο, λοιπόν, έχουμε τους γονείς μας πλάι μας, ας τους πούμε δυο-τρία πράγματα, απ’ αυτά που πάντα θέλαμε να ξεστομίσουμε, απ’ αυτά που όλοι θέλουν ν’ ακούσουν, απ’ αυτά που ανόητα νομίζουμε δεδομένα.
Για ξαναπές μου αυτήν την ιστορία
Δεν ξέρουμε για ‘σας, πάντως εμείς δεκάδες φορές στραβοκοιτάξαμε τον μπαμπά και τη μαμά, όταν ξεκίνησαν να λένε για 346η φορά την ίδια ιστορία. Ξεφυσάς, κάνεις «τσσς», παίρνεις ύφος πλήρους απαξίωσης κοιτώντας προς τα πάνω και αφήνοντας να φανεί το ασπράδι των ματιών σου και λες κοφτά «Ναι ναι, μου το ‘χεις ξαναπεί».
Ε, λοιπόν, αφήστε τους να την ξαναπούν. Μπορεί να έχουν σωθεί οι μέρες του μεγαλείου τους, μπορεί απ’ αυτές τις ιστορίες να τρέφεται η κοινωνικότητά τους. Εμάς μας κοστίζει μόνο λίγο χρόνο και λίγη υπομονή.
Πάμε για φαγητό αύριο;
Είναι δυστύχημα το πώς κάθε απώλεια βιώνεται απ’ τους ανθρώπους ενοχικά. Και οι ενοχές είναι μια υπόθεση πολύ προσωπική, επομένως δεν μπορούμε να βρούμε τη συνταγή που θα σας απαλλάξει απ’ αυτές. Ποντάρουμε όμως όλα τα λεφτά μας, ότι μια εξ αυτών θα ήταν το πόσες φορές αρνηθήκατε την παρέα σας στους γονείς σας.
Το τηλέφωνό τους μπορεί να χτυπάει πιο σπάνια, τα «θα δούμε, έχω πολλή δουλειά» δίνουν και παίρνουν και, τις περισσότερες φορές, κρίνουμε ότι δεν χωράνε στο σκηνικό των γιορτών μας. Κι έτσι όλο λέμε «αύριο», κι όλο ξεκλέβουμε κάτι ψωριάρικα μισάωρα στα οποία στριμώχνονται νέα, παρατηρήσεις για την υγεία τους και κοινός χρόνος με τα πιτσιρίκια.
Βγάλτε τη μαμά σας μια βόλτα κι ας μην ταιριάζει η αισθητική σας. Κλείστε θέση στον Λαζόπουλο ή στον Πάριο ή στον Χατζή –κι ας τους σιχαίνεστε.
Ευχαριστώ πολύ…
Νιώθει κανείς ότι έχει όλο τον χρόνο του κόσμου για να πει αυτά που νομίζει αυτονόητα. Όπως «ευχαριστώ που μου έμαθες σχεδόν όσα ξέρω», «ευχαριστώ που μ’ αγαπάς κι ας μην έγινα ό,τι ήθελες να γίνω», «ευχαριστώ που είσαι ο κυματοθράυστης μου», «ευχαριστώ που μ’ αγαπάς κι ας σε στεναχωρώ», «ευχαριστώ που με μεγάλωσες».
Και συγγνώμη…
Και ποιος δεν νιώθει ότι χρωστά χίλιες συγγνώμες στη μαμά και στον μπαμπά του; Νομίζουμε, λοιπόν, ότι αξίζει τον κόπο να τους πεις μια συγγνώμη και να ξαλαφρώσεις. Γιατί, ό,τι κι αν τους έκανες, όσο κακός κι εγωιστής και αδιάφορος κι αν νομίζεις πως ήσουν, αυτοί θα σε συγχωρήσουν.
Κι αυτό, προσθέτει ένα ακόμα «ευχαριστώ» στην παραπάνω λίστα.
Δεν πειράζει που…
Αν εμείς νιώθουμε μια φορά ένοχοι, λίγοι ή ανεπαρκείς, οι γονείς μας νιώθουν διακόσιες μία. Δεν είναι καλή ιδέα να τους κάνουμε την χάρη και να αφαιρέσουμε όσα απ’ τα βάρη κουβαλούν;
Δεν πειράζει που θύμωναν κι έχαναν την ψυχραιμία τους –μάθαμε ότι δεν μπορούμε να τα ‘χουμε όλα. Δεν πειράζει που μας κυνηγούσαν να φάμε και να διαβάσουμε και μας άγχωναν και μας ταλαιπωρούσαν με το άγχος τους –μάθαμε ότι κάποιος ανησυχεί πολύ για εμάς κι ότι θέλει να πετύχουμε και να είμαστε καλά. Δεν πειράζει αν κάποτε η μαμά μας δεν ήταν η καλύτερη μαμά του κόσμου ή στον μπαμπά μας δεν άξιζε το πρώτο βραβείο πατρότητας –μάθαμε ότι οι γονείς είναι άνθρωποι κανονικοί.
Είσαι πολύ καλή μαμά
…ή μπαμπάς. Είναι μελό, είναι κλισέ, είναι απ’ τις φράσεις που σκέφτεσαι ότι μόνο όποιος παίζει σε ταινία λέει. Όμως, σε περίπτωση που δεν το ξέρετε (αν και, αφού μας διαβάζετε, έχετε μάλλον δικά σας παιδιά και άρα ναι, το ξέρετε) οι γονείς είναι καταδικασμένοι να νιώθουν ανεπαρκείς. Ή κακοί. Ή εγκληματικοί. Ή μέτριοι.
Η μαμά και ο μπαμπάς μας, μπορεί να έκαναν μεγάλα λάθη. Λάθη ανεπίτρεπτα ή λάθη που ένας σημερινός γονιός δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει. Όμως τώρα πια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να αγαπιόμαστε και να το δείχνουμε. Και να λέμε καμιά καλή κουβέντα πού και πού, γιατί κάποτε, η τσιγκουνιά μας θα μας κοστίσει.
Πηγή