Είναι ανθρώπινη επιθυμία να γνωρίσουμε έναν σύντροφο με τον οποίο θα μοιραζόμαστε τα όνειρά μας, την καθημερινότητά μας, το κρεβάτι μας. Πότε όμως το μοίρασμα ξεπερνά τα ορθά του ‘φυσιολογικού’, σε ποιο σημείο γίνεται περισσότερο εξάρτηση από εξέλιξη η σχέση;
Όταν μιλάμε για εξάρτηση, αναφερόμαστε στην αδυναμία του συντρόφου να κάνει πράγματα για τον εαυτό του εκτός της σχέσης, να έχει διαρκώς το συναίσθημα του άγχους και της ανησυχίας και να βάζει σαν προτεραιότητα του τις επιθυμίες και τις ανάγκες του άλλου, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτό τον πληγώνει συναισθηματικά, δεν μπορεί να το φέρει εις πέρας σωματικά ή του κοστίζει περισσότερα χρήματα από όσα μπορεί να διαθέσει.
Γιατί να κάνουμε τέτοιες σχέσεις;
Καθώς η σχέση με τους γονείς καθορίζει κατά βάση το μοτίβο των σχέσεων που θα σχηματίζουμε στη ζωή μας, έχει πολλή σημασία να αναλογιστούμε με ποιον τρόπο οι γονείς μας μας έμαθαν να δεχόμαστε και να δείχνουμε τα συναισθήματά μας και ειδικότερα την αγάπη μας. Πιο συγκεκριμένα, κατά την παιδική ηλικία μαθαίνουμε αρχικά ότι φροντίζουμε τον εαυτό μας, όπως μας φροντίζουν οι γονείς μας, γιατί χρειάζεται να είμαστε υγιείς και μας βοηθούν σε αυτό τα άτομα που μας αγαπούν.
Συνεπώς, όταν κάποιος με αγαπάει, με φροντίζει για να είμαι καλά, να είμαι υγιής, δυνατός, να τρώω καλά, να προσέχω το σώμα μου, να μαθαίνω και να εξελίσσομαι, να κάνω φίλους, να αποκτώ ενδιαφέροντα, να βάζω στόχους, να καταλαβαίνω και να σέβομαι τις ανάγκες μου. Ένας κακοποιητικός γονιός όμως, που δεν θα είναι φροντιστής αλλά θα είναι ασταθής σε συμπεριφορά ή/και σε συναίσθημα, θα προκαλεί τύψεις, ανησυχία, θυμό.
Συνεπώς, οι γονείς που μου μαθαίνουν πως με αγαπούν, θα με κάνουν να μην είμαι αρκετά σίγουρος για την αξία μου καθώς αυτή θα εξαρτάται από τη διάθεση τους, από τις υπερβολικές τους απαιτήσεις, από τα αυστηρά τους κριτήρια. Όταν οι γονείς δεν είναι πηγή στοργής, αγάπης και φροντίδας, αλλά απρόβλεπτοι και αυστηροί ή απόμακροι, μαθαίνουμε πως η αγάπη του άλλου δεν είναι δεδομένη, πως χρειάζεται να προσπαθούμε πολύ και συνέχεια και πως, παρά τον κακό τρόπο τους, στο τέλος θα υπάρχουν στιγμές που θα αναγνωρίζουν τη σημαντικότητα και τη μοναδικότητα της σχέσης μας. Αναπτύσσεται έτσι ένας μηχανισμός άμυνας, ο οποίος μειώνει την ποιότητα της κακοποίησης αλλά αυξάνει την ποιότητα των – λιγοστών – τρυφερών καταστάσεων, ώστε να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά ως πηγή πίστης και υπομονής.
Ποιοι είναι οι εξαρτημένοι και από ποιους εξαρτώνται;
Και οι δύο πρωταγωνιστές της εξαρτητικής σχέσης, φαίνεται να προέρχονται από το ίδιο κακοποιητικό μοτίβο σχέσης με γονείς. Η διαφορά τους εμφανίζεται λόγω του μηχανισμού άμυνας που αναφέρθηκε παραπάνω. Δηλαδή, το άτομο που δέχτηκε αμαχητί να είναι για πάντα υπομονετικό, θα μπορεί με ευκολία και φυσικότητα να παίρνει τον ρόλο του εξαρτημένου, καθώς θα ξέρει πως να ικανοποιεί τον άλλον, αλλά δεν θα έχει μάθει ποτέ πως να επικοινωνεί αυτά που θέλει αλλά και πως να τα απολαμβάνει όταν τα λαμβάνει. Από την άλλη, το άτομο που θύμωσε και απογοητεύτηκε πολύ από τη σχέση του με τους γονείς του και έτσι συμφώνησε με τον εαυτό του να μην πάρει ξανά αυτό τον ρόλο, αντιθέτως, να περιμένει να τον ικανοποιήσουν οι σύντροφοι του χωρίς να έχουν ως δεδομένη απόκριση από εκείνο αγάπη και φροντίδα.
Για τα πρόσωπα της σχέσης-εξάρτησης, ο χωρισμός δεν είναι πάντα και η λύση. Η προσπάθεια να συζητηθεί περαιτέρω η δυσκολία να πάρουν απόσταση ο ένας από τον άλλον χωρίς ενοχές ή θυμό, είναι ένα πρώτο βήμα ώστε να βρουν από κοινού, μια οδό που θα έχει ο καθένας χώρο για τον εαυτό του, χωρίς να τιμωρείται για αυτό. Η κατανόηση και ο σεβασμός του προσωπικού χώρου και χρόνου μέσα στη σχέση, θα κάνει και την ίδια τη σχέση ακόμη πιο ποιοτική και θα προσφέρει εξέλιξη και στους δύο συντρόφους.
Από την Αγγελική Τζάνου, BSc Ψυχολογία – MSc Ψυχολογία Υγείας, Γνωσιακή- Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία