Γερνάω μαμά.
Και δε με νοιάζει το ότι μεγαλώνω. Συμβιβάστηκα με τις αλλαγές πάνω μου, συνήθισα τις μικρές και μεγάλες μου ρυτίδες.
Δε με νοιάζει που γερνάω. Με νοιάζει που δε μαθαίνω. Πόσες φορές θα πρέπει να πληγωθώ μαμά για να μάθω να θυμάμαι πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί;
Πόσες φορές θα φάω τα μούτρα μου για να μάθω να θυμάμαι πως δε σκέφτονται όλοι σαν κι εμένα;
Πληγώνουν οι άνθρωποι μαμά. Κι ας τους έχεις δώσει την πιο διαλεχτή ουσία της ψυχής σου.
Πληγώνουν κι ας τους έδωσες αγάπη, προσοχή, εμπιστοσύνη.
Κι εγώ κουράστηκα να πέφτω έξω στις εκτιμήσεις μου. Κουράστηκα να γελιέμαι και να ξεγελιέμαι. Βαρέθηκα τα αποκαλυπτήρια εκείνα που μου δείχνουν το μέγεθος της ευπιστίας μου.
Καλή με λένε. Μαλάκα με θεωρώ. Με ένα μεγάλο μέτωπο που γράφει: “Εδώ τα καλά ψέματα”. Πασάρετέ τα, θα τα πιστέψω.
Γιατί εγώ στους ανθρώπους έμαθα να βλέπω τη φωτεινή πλευρά. Έμαθα να πιστεύω σε αυτή. Κι όταν φανερώνονται τα σκοτάδια μένω χαζή να κοιτώ. Και να πέφτω. Ολοένα να πέφτω στα βάραθρα με τα μούτρα. Και δεν έχει τέλος η πτώση μαμά.
Δεν έχουν τέλος οι κοροϊδίες των ανθρώπων.
Κι έμαθα να ξεσπώ στις λέξεις αντί στα μούτρα τους. Έμαθα να γράφω για το δίκιο μου αντί να το ζητώ. Έμαθα να συντάσσω την αλήθεια μου αντί να τη διεκδικώ. Εκτός εποχής με έκανες μαμά. Κι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο από όλα είναι το παιδί που αύριο θα φέρω στον κόσμο. Πώς θα το ετοιμάσω να μη μου το πληγώνουν; Πώς θα του δείξω την κακία όταν εγώ η ίδια δεν έχω μάθει τόσα χρόνια να την καταλαβαίνω;
Πονώ μαμά. Και μόνο στη σκέψη ότι αύριο κάποιος θα πληγώσει το παιδί μου τρελαίνομαι. Όπως ξέρω ότι τρελαίνεσαι κι εσύ ακόμη και σήμερα.
Γερνάω μαμά. Πονάω μαμά. Δεν έμαθα τίποτα μαμά από όλες τις πληγές που μου φορτώσανε κατάσαρκα. Δεν έμαθα από ψέματα, δεν έμαθα από δήθεν, δεν έμαθα από συμφέροντα και λυκοφιλίες.
Μόνο που ευχαριστώ για τις δύο κολώνες που μου χαρίστηκαν. Εκείνα τα δύο φωτεινά, σταθερά σημεία που ήταν και παραμένουν τα σημάδια μου. Η πυξίδα και το αραξοβόλι μου. Ένα εσύ κι ένα αυτός. Το απάγκιο στις φουρτούνες των ανθρώπων που ολοένα εμπιστεύομαι και διαρκώς πέφτω έξω.
Γιατί είπαμε, γερνάω αλλά δε μαθαίνω.
Μόνο ελπίζω. Και διαψεύδομαι. Και λέω θα προσέχω. Μα τα ξεχνάω και πάλι εμπιστεύομαι. Και ξανά και ξανά.
Ως πότε;
Της Στεύης Τσούτση.
ΠΗΓΗ: diaforetiko