Σε όλους μας έχει συμβεί να αποφεύγουμε να κάνουμε συζητήσεις που μας φαίνεται ότι θα επιφέρουν διαφωνίες, ότι πιθανώς θα στενοχωρήσουν τον συνομιλητή μας ή εμάς τους ίδιους, που θα ανακινήσουν ζητήματα που είναι ευαίσθητα, πολύπλοκα ή εύθραυστα κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, όλοι μας έχουμε εμπλακεί σε κουβέντες με φίλους ή συγγενείς που έχουν καταλήξει στο να γίνουν τοξικές, να μας κουράσουν, να μας απογοητεύσουν, ή ακόμα και να κλονίσουν τη σχέση μας.
Σε κάθε περίπτωση η σκέψη και μόνο τέτοιων συζητήσεων είναι φυσικό να μας κάνει να νιώθουμε στρες και ως εκ τούτου να θέλουμε να τις αποφύγουμε. Ομως η πλειοψηφία των σχέσεων ενέχει δυσκολίες και εντάσεις.
Συχνά, όταν πρόκειται για το επαγγελματικό μας περιβάλλον, είναι πιθανό να προχωρήσουμε άμεσα στο να βρούμε μια λύση ή να αγνοήσουμε το πρόβλημα, ακριβώς επειδή πιεζόμαστε από τις προθεσμίες και από το γεγονός ότι η δουλειά πρέπει να γίνει και να τελειώσει.
Οσον αφορά την προσωπική μας ζωή, τα πράγματα είναι αλλιώς. Μπορεί να αναβάλλουμε τα «δύσκολα», αλλά μερικές φορές δεν γίνεται διαφορετικά και αναγκαζόμαστε να τα ονομάσουμε και να αντιμετωπίσουμε τα όποια ζητήματα.
Τι μας κρατάει από το να μιλήσουμε;
Για να βρούμε την απάντηση, χρειάζεται να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Μήπως είναι: Ο φόβος να μη μας κρίνουν; Το να μην καταφέρουμε να φέρουμε σε πέρας τη συζήτηση; Το να μη γίνουμε κατανοητοί; Το να μην μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τη σκέψη μας;
Το να μην έχει καλή έκβαση η κουβέντα; Το να χειροτερέψουν τελικά τα πράγματα; Το να μη φανούμε επιθετικοί, απαιτητικοί, χαζοί, υπερβολικοί; Το να μην κάνουμε κακό στη σχέση μας; Το να μην παραδεχτούμε ότι έχουμε άδικο ή κάνουμε λάθος;
Πριν από τη συζήτηση
Κατ’ αρχάς πρέπει να σκεφτούμε και να ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να συζητήσουμε, πού θέλουμε να καταλήξουμε και τι περιμένουμε από τον συνομιλητή μας. Αν χρειάζεται, μπορούμε να κρατήσουμε και σημειώσεις με τα πιο σημαντικά σημεία που θέλουμε να θίξουμε, να διευκρινίσουμε, να ρωτήσουμε.
Στη συνέχεια θα πρέπει να σκεφτούμε καλά πώς θα ξεκινήσουμε την κουβέντα και τι θα πούμε ώστε να δείξουμε ότι μας νοιάζει να ολοκληρώσουμε τη συζήτηση, ότι ενδιαφερόμαστε για τη σχέση μας, ότι θέλουμε να ακούσουμε και όχι μόνο να ακουστούμε, ότι σκοπός μας είναι η πρόοδος και η επίλυση των διαφορών και όχι οι διαφωνίες και ο τσακωμός. Αυτό που θα πρέπει να μας καθοδηγεί στις σχέσεις μας με τους άλλους είναι οι αρχές μας και τα «πιστεύω» μας.
Κάπως έτσι, αν είμαστε άνθρωποι που εκτιμάμε τη διαφάνεια, θα πρέπει και εμείς με τη σειρά μας να είμαστε ειλικρινείς, να πιστεύουμε στη συμπόνια, να φερόμαστε με καλοσύνη και ευγένεια και αν θεωρούμε ότι στη ζωή χρειάζεται κατανόηση, τότε θα πρέπει και εμείς να ξέρουμε να ακούμε τους άλλους.
Δεν κουβεντιάζουμε στα πεταχτά και βιαστικά
Θα πρέπει πάντα να έχουμε στον νου μας ότι αυτές οι συζητήσεις θα πρέπει να γίνονται όταν είμαστε ξεκούραστοι, δεν μας πιέζει ο χρόνος, δεν πεινάμε, ούτε έχουμε πολλά άλλα πράγματα στο μυαλό μας να μας απασχολούν.
Ετσι, θα πρέπει να επιλέξουμε μια στιγμή που θα είναι καλή για εμάς αλλά και για τον συνομιλητή μας. Συχνά, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για δύσκολα και ευαίσθητα ζητήματα, τείνουμε να είμαστε βιαστικοί και γενικόλογοι.
Θα πρέπει όμως να προσπαθήσουμε να αντισταθούμε σε αυτή τη φυσική μας τάση και να είμαστε ακριβείς, σαφείς και υπομονετικοί. Να εξηγήσουμε τι ακριβώς σκεφτόμαστε, ζητούμε, νιώθουμε και θέλουμε να πούμε.
Σημαντικό είναι να πάρουμε τον χρόνο μας, τόσο για να εκφράσουμε όσα σκεφτόμαστε, όσο και για να ακούσουμε τον συνομιλητή μας. Πριν κλείσουμε τη συζήτηση, θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι είπαμε όλα όσα θέλαμε, ότι τα εκφράσαμε με τον κατάλληλο τρόπο και ότι δεν έχουν μείνει πράγματα που δεν είναι ξεκάθαρα.
Αν χρειάζεται να σκεφτούμε, τόσο εμείς όσο και ο συνομιλητής μας, τα όσα είπαμε ή να τα συζητήσουμε και με κάποιον άλλον, τότε είναι σκόπιμο να ορίσουμε κάποια συγκεκριμένη στιγμή για την επόμενη συνάντηση ή συνομιλία μας. Σε κάθε περίπτωση στο τέλος μιας τέτοιας κουβέντας θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για τον εαυτό μας και το γεγονός ότι καταφέραμε να φέρουμε σε πέρας μια τόσο δύσκολη συζήτηση.
Δρα Ναταλία Κουτρούλη, ψυχολόγος με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και στη Συμβουλευτική.