Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί διάφορες θεωρίες για τη δυσλεξία η οποία αποτελεί την πιο διαδεδομένη μορφή των μαθησιακών δυσκολιών. Γονείς και εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με νέες προκλήσεις, καλούνται ν’ ανταποκριθούν σε διαφορετικές ανάγκες, αναζητούν κάθε γνώση και πληροφορία σχετικά με τη δυσλεξία.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε πως αυτή η μαθησιακή δυσκολία δεν εμφανίσθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, προϋπάρχει από τη γέννηση ενός ατόμου με τη διαφορά ότι παλαιότερα οι τομείς της ειδικής αγωγής και της εξελικτικής ψυχολογίας δεν είχαν εμβαθύνει τόσο στις παρεμβάσεις αλλά στη θεωρητική διάσταση του φαινομένου.
Άρθρα, μελέτες, εργασίες, σχετικά με τη δυσλεξία ακόμη και σήμερα συνδέονται κατά κύριο λόγο με τη μητρική γλώσσα του ατόμου. Επειδή όμως ο τομέας της εκπαίδευσης είναι καινοτόμος και εξελικτικός προκύπτουν τα ερωτήματα «τι συμβαίνει όταν ένα παιδί με δυσλεξία έρχεται αντιμέτωπο με την εκμάθηση της ξένης γλώσσας» ; «Αυτό απαιτεί συγκεκριμένη διδασκαλία και πως είναι δυνατό αφού παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στη μητρική να τα καταφέρει με μία διαφορετική γλώσσα και τα μέρη που την απαρτίζουν γλωσσολογικά ( φωνολογικά και μορφολογικά) και γραμματικά»; ? «Μήπως αυτό οδηγήσει το μαθητή σε σχολική παραίτηση»;
Σε αυτή τη σειρά ερωτημάτων θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις στο παρόν άρθρο παρουσιάζοντας τη φύση της δυσλεξίας και της διαστάσεις της στην ξένη γλώσσα.
ΔΥΣΛΕΞΙΑ-ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Η δυσλεξία είναι μία νευρολογική διαταραχή εγγενής, δηλαδή το άτομο γεννιέται με αυτή. Κάνει τα σημάδια της εμφανή κατά τη σχολική ζωή όταν τα παιδιά αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μαθησιακής διαδικασίας.
Είναι εξελικτική που σημαίνει ότι δεν θεραπεύεται αλλά διαχειρίζεται.
Πολλές φορές σχετίζεται με τον κληρονομικό παράγοντα αφού στην ίδια οικογένεια λαμβάνοντας το ιστορικό μπορεί να υπάρχει σε ένα ή περισσότερα άτομα της ίδιας οικογένειας , να είναι μη διαγνωσμένη και ερχόμενοι οι γονείς στα κέντρα διάγνωσης να αντιλαμβάνονται ότι παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπιζαν κι εκείνοι παλαιότερα. Η δυσλεξία βέβαια μπορεί να είναι και επίκτητη όταν το παιδί κατά τη διάρκεια ενός ατυχήματος οδηγήθηκε σε απώλεια συγκεκριμένων δεξιοτήτων που κατείχε πριν από αυτό και απέκτησε δυσλεξία κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Ο ΦΟΒΟΣ ΠΑΡΑΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΔΥΣΛΕΞΙΑΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ
Ορισμένοι γονείς είναι αρκετά διστακτικοί ή και αντίθετοι στο να παραδεχτούν στον κοινωνικό τους περίγυρο ότι το παιδί τους παρουσιάζει δυσλεξία. Ακόμη και στον εκπαιδευτικό που αναλαμβάνει το παιδί σε κατ’ οίκον διδασκαλία αρνούνται ν’ αποκαλύψουν ότι παρουσιάζει τη συγκεκριμένη δυσκολία κάτι που δεν μπορεί όμως να κρυφτεί διότι γίνεται εμφανές και πολλές φορές αντιληπτό (εάν ο εκπαιδευτικός κατέχει γνώσης ειδικής αγωγής) κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας.
Ο κύριος λόγος που περιορίζονται στο να το γνωρίζουν μεταξύ τους οι γονείς είναι γιατί λανθασμένα πιστεύουν ότι η δυσλεξία σχετίζεται με το νοητικό δείκτη του παιδιού. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει αφού τα άτομα με δυσλεξία παρουσιάζουν δείκτη φυσιολογικό ή ανώτερο του φυσιολογικού επιπέδου κατά συνέπεια το πρώτο που εξετάζει ο ειδικός είναι το όριο νοημοσύνης και αν αυτό διαγνωσθεί κατώτερο τότε εξετάζει άλλου τύπου μαθησιακές δυσκολίες.
Είναι πολύ βασικό λοιπόν για τους ειδικούς και για τους συμβούλους να ενημερώνουν τους γονείς ότι δεν πρέπει να τοποθετούνται απέναντι στο πρόβλημα αλλά να το αποδέχονται για να μπορούν να το διαχειριστούν ψυχολογικά, ως μία ιδιαιτερότητα τόσο οι ίδιοι όσο και το ίδιο το παιδί με τη διαδικασία της αυτορρύθμισης. Είναι πολύ βασικό να βοηθάμε τα παιδιά μας ν’ αντιμετωπίζουν τα αρνητικά τους συναισθήματα , να έχουν αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τον εαυτό τους, να μετατρέπουν τις κακές σκέψεις σε θετικές ώστε να μη νιώθουν μειονεκτικά για τη διαφορετικότητά τους.
Η ΔΥΣΛΕΞΙΑ ΚΑΙ Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Η δυσλεξία δυσκολεύει το παιδί στις δεξιότητες της ανάγνωσης της γραφής και της ορθογραφίας. Κυρίως αφορά την ορθή αποτύπωση αντίστοιχου φωνήματος –γραφήματος στον γραπτό λόγο. Παρατηρούμε όμως στους δυσλεξικούς μαθητές ακόμη και φτωχή ανάπτυξη του προφορικού λόγου. Χρήζει αναφοράς δε η περίπτωση που έχει εντοπισθεί στους μαθητές επαρχιακών πόλεων που υιοθετούν δική τους διάλεκτο ή ιδιόλεκτο στον προφορικό λόγο, να μη μπορούν ν’ αποτυπώσουν τη σωστή λέξη στον γραπτό. Για παράδειγμα στον Ν. Φθιώτιδας όπου προφορικά αναφέρεται η λέξη «μουρά» ο μαθητής με δυσλεξία επειδή συγχέει γράμματα και διφθόγγους θα γράψει «μουρά» ενώ εννοεί «μωρά», αυτό δηλαδή που ακούει.
Με βάση τις συλλαβές που ακούει ή λέει φωναχτά από μέσα του αυτό γράφει. Γι’ αυτό το λόγο καθώς και για πολλούς άλλους οι μαθησιακές δυσκολίες απαιτούν από τη φύση τους διαφοροποιημένη διδασκαλία , θεωρίες αναδυόμενου γραμματισμού και καλό διδακτικό σχεδιασμό.
Ο ΔΥΣΛΕΞΙΚΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Μία εγκεφαλική λειτουργία που επηρεάζει η δυσλεξία εκτός από τις ικανότητες του προφορικού και γραπτού λόγου είναι η μνήμη. Επομένως το έλλειμμα είναι κοινό για όλες τις γλώσσες αφού αφορά γνωστικές εγκεφαλικές διεργασίες. Ο μαθητής με δυσλεξία καλείται να ανταποκριθεί στην εκμάθηση του λεξιλογίου μεγάλο τμήμα του οποίου στηρίζεται στη μνήμη, πράγμα που τον δυσκολεύει στον ολοένα αυξανόμενο φόρτο σχολικών εργασιών και στην ομαλή ένταξη του ατόμου στην τάξη μεικτών ικανοτήτων που παρατηρούμε σήμερα στα σχολικά περιβάλλοντα.
Ακόμη έχει να μάθει νέα γραμματικά φαινόμενα και λέξεις που πρέπει ν’ αρχίσεινα γράφει σωστά. Την απάντηση σε όλα τα παραπάνω έρχεται να δώσει η διαφοροποιημένη διδασκαλία η οποία λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες και τα κίνητρα των μαθητών και βασίζεται στα μαθησιακά προφίλ. Ο σχεδιασμός της πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις νέες τάσεις κα προκλήσεις και να θέσει τα θεμέλια για ένα γερό οικοδόμημα. Δεν υπάρχει επίσημη συνταγή για τη διαφοροποιημένη διδασκαλία, είναι προϊόν συνεχούς ανατροφοδότησης καθώς και αρχικής, διαμορφωτικής και τελικής αξιολόγησης.
Ο εκπαιδευτικός λοιπόν θα πρέπει να επιμορφώνεται ώστε να παρέχει στο μαθητή μέσω κατάλληλων τεχνικών την υποστήριξη που χρειάζεται με νοητικά στηρίγματα ή τη χρήση οπτικοποιημένων μεθόδων και πολυαισθητηριακών μέσων διδασκαλίας τα οποία αποτελούν το κλειδί για την υλοποίηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας και την εκμάθηση ενός νέου γλωσσικού κώδικα.
Με αυτόν τον τρόπο το παιδί θα νιώσει εκτός από ασφάλεια θετικά συναισθήματα και τόνωση αυτοπεποίθησης του, θα κατανοήσει ότι η εκμάθηση της ξένης γλώσσας δεν χρησιμεύει επειδή την επιβάλλει το σχολείο αλλά αποτελεί κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και γνωριμίας της κουλτούρας και του πολιτισμού άλλων λαών (θεωρία αναδυόμενου γραμματισμού). Με αυτόν τον τρόπο ο εκπαιδευτικός συμβάλλει στη μείωση του άγχους, την απόκτηση της θετικής στάσης του παιδιού προς την ξένη γλώσσα με αποτέλεσμα τη βελτίωση της γενικότερης στάσης του προς τη μάθηση και την ολοένα αυξανόμενη πρόοδο και κατάκτηση της νέας γνώσης καθώς και καλλιέργειας πολλαπλών δεξιοτήτων.
Η διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι ένα στοίχημα του εκπαιδευτικού με τον εαυτό του για το αν θα καταφέρει τελικά να οδηγήσει το μαθητή του στα μονοπάτια της συνεχούς προσπάθειας και επιτυχίας ή της σχολικής παραίτησης.