Η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μειώνει τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 1 στα παιδιά με κληρονομική προδιάθεση απέναντι στην πάθηση, δείχνει μια νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Diabetes.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, τα παιδιά που είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν νησιδιακή αυτοανοσία (islet autoimmunity), μια διαδικασία κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, προκαλώντας τον διαβήτη τύπου 1.
Η μελέτη είναι η πρώτη που παρουσιάζει αυτή τη θετική συμβολή της «βιταμίνης του ήλιου» στην προστασία των παιδιών από τη νησιδιακή αυτοανοσία.
Στον διαβήτη τύπου 1, το πάγκρεας δεν παράγει επαρκή ποσότητα ινσουλίνης, της ορμόνης που ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Συγκεκριμένα, το ανοσοποιητικό σύστημα εξαπολύει επίθεση σε κύτταρα του παγκρέατος που ονομάζονται νησίδια Langerhans. Τα νησίδια είναι συμπλέγματα κυττάρων που περιέχουν βήτα-κύτταρα, τα οποία αναλαμβάνουν να εντοπίσουν τα σάκχαρα στο αίμα ώστε στη συνέχεια να απελευθερωθεί η απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης. Αποτέλεσμα της επίθεσης του ανοσοποιητικού στα νησίδια είναι να μην αποστέλλονται τα απαραίτητα σήματα για την απελευθέρωση της ινσουλίνης κι έτσι τα επίπεδα του σακχάρου να παραμένουν μόνιμα σε υψηλά επίπεδα.
Αν και ο διαβήτης τύπου 1 μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, εκδηλώνεται συχνότερα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, γι’ αυτό συχνά αποκαλείται «νεανικός διαβήτης».
Παλαιότερες μελέτες έχουν υποδείξει ότι η έλλειψη βιταμίνης D συσχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 1. Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Δρ Τζιλ Νόρις από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ, θέλησαν να εξετάσουν πιο αναλυτικά τη σχέση βιταμίνης D και διαβήτη, εστιάζοντας στα επίπεδα της βιταμίνης στην παιδική ηλικία και στον πιθανό κίνδυνο νησιδιακής αυτοανοσίας και διαβήτη τύπου 1.
«Για αρκετά χρόνια υπήρχε διαφωνία μεταξύ των επιστημόνων σχετικά με τον ρόλο της βιταμίνης D στη νησιδιακή αυτοανοσία και στον διαβήτη τύπου 1» αναφέρει η Δρ Νόρις.
Η μελέτη περιλάμβανε συνολικά 8.676 παιδιά τα οποία ήταν κληρονομικά προδιατεθειμένα να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 1. Οι ερευνητές έλαβαν δείγματα αίματος από κάθε παιδί ανά 3-6 μήνες από τη βρεφική ηλικία μέχρι και την ηλικία των 4 ετών. Τα δείγματα χρησιμοποιήθηκαν τόσο για τη μέτρηση των επιπέδων της βιταμίνης D όσο και για την αναγνώριση της νησιδιακής αυτοανοσίας.
Νησιδιακή αυτοανοσία εκδήλωσαν 376 παιδιά. Όταν οι ερευνητές συνέκριναν τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό αυτών των παιδιών με των παιδιών που δεν εκδήλωσαν αυτοανοσία, διαπίστωσαν ότι τα υψηλά επίπεδα της βιταμίνης κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο αυτοανοσίας.
Αν και τα ευρήματα δεν παρουσιάζουν σαφή σχέση αιτίας και αποτελέσματος, η Δρ Νόρις εκτιμά πως η βιταμίνη D μπορεί να προσφέρει έναν βαθμό προστασίας στα παιδιά που έχουν προδιάθεση απέναντι στον διαβήτη τύπου 1 και ευελπιστεί πως η θεωρία αυτή θα επιβεβαιωθεί από μελλοντικές έρευνες.
Η βιταμίνη D παράγεται φυσικά από τον οργανισμό όταν το δέρμα εκτίθεται στην ηλιακή ακτινοβολία, αλλά υπάρχει επίσης σε ορισμένες τροφές, όπως τα λιπαρά ψάρια, το τυρί και ο κρόκος του αυγού.