Όταν μας λένε ένα μυστικό σχεδόν όλοι υποσχόμαστε πως δεν θα του πούμε σε κανέναν. Άλλοι τηρούνε το λόγο τους και άλλοι το ξεφουρνίζουν, ζητώντας από τον τρίτο που θα το μάθει να μην το διαδώσει.
Γιατί κάποιοι δεν μπορούν με τίποτα να κρατήσουν μυστικά; Η επιστήμη μας έχει την απάντηση σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Social Psychological and Personality Science. Σε αυτή τη μελέτη οι ειδικοί εξέτασαν περισσότερους από 800 ανθρώπους με πάνω από 13.000 μυστικά και τους ρώτησαν εάν έχουν επηρεαστεί από αυτά και τι είδους μυστικά διατηρούσαν. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως η διατήρηση των μυστικών επηρέαζε την υγεία και την αυτοεκτίμηση ενώ όσοι τα μαρτυρούσαν είχαν βελτιωμένη υγεία.
Οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ απαλλαγμένοι από το βάρος της υποχρέωσης να κρατάνε για πάντα ένα μυστικό. Η προστασία μυστικών δημιουργεί αφόρητο άγχος, καθώς δεν επιτρέπει σε ένα τμήμα του εγκεφάλου να λειτουργεί σωστά. Και αυτό μπορεί να εκδηλωθεί ως πόνος στο σώμα, μειωμένο επίπεδο ενέργειας και μείωση της γενικής ευημερίας.
Για να είμαστε σαφείς η λύση δεν είναι να σπεύσουμε να μαρτυρήσουμε το μυστικό που μας εκμυστηρεύτηκε ένας φίλος μας στον πρώτο πρόσωπο που θα συναντήσουμε. Αντιθέτως πρέπει να παίρνουμε σοφές και συνειδητές αποφάσεις για το πώς θα ανακουφίσουμε τον εαυτό μας από το βάρος ενός μυστικού. Οι επιστήμονες προτείνουν κάτι που ονομάζεται “ελεγχόμενη απελευθέρωση” – δηλαδή να λέμε τα μυστικά σε ανθρώπους που γνωρίζουμε πως δεν θα μας φέρουν σε δύσκολη θέση. Ένας άλλος τρόπος που θα μπορούσε να μας ανακουφίσει είναι να γράψουμε σε ένα χαρτί το μυστικό, έτσι ώστε να νομίζουμε πως το έχουμε μοιραστεί με έναν τρίτο.
Όπως και να έχει για τους περισσότερους ανθρώπους η μαρτυρία ενός μυστικού αποτελεί μεγάλη ανακούφιση και μπορεί να βελτιώσει αυτοσυγκέντρωση τους και να τους χαλαρώσει.