Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε στη Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 1934 (υπάρχει και η εκδοχή της 26ης Οκτωβρίου). Μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Βάθης, «ανάμεσα σε καμιά εβδομηνταριά οίκους ανοχής και σε μια εκκλησία».
Της: Έπη Τρίμη
Γονείς του ήταν δύο δημοφιλείς ηθοποιοί της εποχής, πρωταγωνιστές της οπερέτας, ο Μιχάλης Κωνσταντίνου και η Νίτσα Φιλοσόφου.Ο δημοφιλής ηθοποιός που κρατάει την προσωπική του ζωή ως επτασφράγιστο μυστικό, έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει αποκτήσει δύο παιδιά.
Μεγάλωσε με την γιαγιά του, λόγω των καλλιτεχνικών υποχρεώσεων των γονέων του
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είχε πει για τη γιαγιά του και την παιδική του ηλικία: “Μεγάλωσα με μια γιαγιά αγράμματη και υστερική, η μητέρα μου ήταν συνήθως απούσα, έτρεχε στην ελληνική επαρχία με τα μπουλούκια, πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Δεν μου αρέσει να αναθεματίζω για ανθρώπους που έχουν φύγει, δεν μου αρέσει να λέω τι τράβηξα και τι έπαθα, έστω κι αν πέρασα τραγικά. Τότε δέσποζε η πείνα, η δυστυχία ήταν αφόρητη, όλα ήταν διαφορετικά, δεν συγκρίνεται με τώρα. Η ζωή ήταν ισοπεδωτική, δεν υπήρχαν τα προβλήματα των ναρκωτικών. Το 90% ήταν λαϊκός κόσμος, οι πλούσιοι ήταν εξαιρέσεις, ήταν ένα μαγγανοπήγαδο, όλα τα προβλήματα διογκώνονταν. Θα έλεγα ότι μεγάλωσα μέσα στη σχιζοφρένεια της γιαγιάς, σε μια πλατεία Βάθης υποβαθμισμένη από τους οίκους ανοχής. Δύσκολα θα υπάρξει απόλυτη ταύτιση με κάποια κατάσταση σήμερα, πάνε αυτά.
Στην πορεία της ζωής μου δεν έκανα φιλίες, κολλητούς, κουβαλούσα το βάρος του πόλεμου από το παρελθόν. Είχα ένα δικό μου κόσμο, μια απομόνωση, κλειστός στον εαυτό μου, μετά το 1964 ανοίχτηκα και πήρα τα πάνω μου. Πολλά παιδιά στη γειτονιά μου σπατάλησαν τα νιάτα τους και τη δημιουργικότητά τους, δεν έκαναν τίποτα, παρέμειναν στην κατάθλιψη, εγώ λόγω ενός ταλέντου και της επιτυχίας που είχα, κοίταξα τη ζωή με δύναμη και απέβαλα το αρνητικό παρελθόν”.
Το ξεκίνημα στην νεαρή ηλικία λόγω ύψους και οι σπουδές ηλεκτρολόγου
Το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο το πήρε σε νεαρή ηλικία, όταν λόγω του ύψους του, οι γονείς τον έβαζαν να παίζει διάφορα ρολάκια στις περιοδείες τους ανά την Ελλάδα. Ο ίδιος μάλλον δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός, γιατί όταν τελείωσε το σχολείο γράφτηκε στην σχολή Πάλμερ για να γίνει ηλεκτρολόγος.
Η μητέρα ήταν αυτή που του άλλαξε γνώμη και με δική της προτροπή γράφτηκε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη για να δοκιμάσει την τύχη του στην υποκριτική. Εκεί είχε συμμαθητές τους κατοπινούς γνωστούς ηθοποιούς, Άννα Ματζουράνη, Μπεάτα Ασημακοπούλου και Κατερίνα Γώγου. Η σχολή όμως έκλεισε και ο Γιώργος Κωνσταντίνου έδωσε εξετάσεις χωρίς επιτυχία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τον δέχτηκε όμως ο Κάρολος Κουν, με στη σχολή του και εκεί έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις στο θέατρο, ανάμεσα σε άλλα τον Ερμή στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου έχει να επιδείξει μια πολύχρονη και σημαντική καριέρα στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Πολύπλευρο ταλέντο εκτός από ηθοποιός διακρίθηκε και ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Έγινε ευρύτερα γνωστός από δύο ρόλους του στην μεγάλη οθόνη: του νεαρού φοιτητή στην κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963) και του βλοσυρού Αντωνάκη στην κωμωδία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965).
Το καλοκαίρι του 1962, ύστερα από μια σεζόν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, επιλέχτηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι, μαζί με άλλους νέους ηθοποιούς εκείνης της εποχής, όπως ο Γιώργος Μαρίνος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Κώστας Καφάσης, η Βέρα Κρούσκα και ο Γιώργος Μεσσάλας, για την θρυλική παράσταση «Οδός Ονείρων», στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Δημήτρης Χορν, η Ρένα Βλαχοπούλου και η Μάρω Κοντού.
Η παράσταση έκανε πάταγο και τον επόμενο χειμώνα η Αλίκη τον φώναξε στο θέατρο Ρεξ, όπου θα ανέβαζε το έργο του Μπέρναρ Σο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Ένα από τα τραγούδια του έργου, που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις, το «Ένα γαλάζιο φόρεμα» ερμήνευε ο Γιώργος Κωνσταντίνου.
Η παράσταση σημείωσε παταγώδη αποτυχία και σε ένα μήνα αντικαταστάθηκε από την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Χτυποκάρδια στα θρανία», όπου δόθηκε στον Γιώργο Κωνσταντίνου ο ρόλος ενός φτωχού φοιτητή, ο οποίος δίνει ιδιαίτερα μαθήματα στην Αλίκη και περιγράφει σε ένα γκαρσόνι το προφιτερόλ. Ο ρόλος αυτός απογείωσε την καριέρα του νεαρού ηθοποιού και η σπουδαία αυτή του επιτυχία επαναλήφθηκε το επόμενο καλοκαίρι στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου είχε πρωτοεμφανιστεί στον κινηματογράφο το 1961 στην κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Η Λίζα και η άλλη» με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Έκτοτε έπαιξε σε λίγες ταινίες, περί τις 25, σε αντίθεση με άλλους έλληνες δημοφιλείς ηθοποιούς της εποχής του. Η πιο χαρακτηριστική από όλες ήταν η κωμωδία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», δίπλα στην Μάρω Κοντού, στον ρόλο του βλοσυρού και αυταρχικού Αντωνάκη. Η τελευταία του, μέχρι στιγμής, εμφάνισή του στην μεγάλη οθόνη ήταν το 2012 στην δραματική ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Αν…».
Σε αντίθεση με την μεγάλη, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στην μικρή οθόνη, όπου έγραψε και έπαιξε σε πολλές αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές («Ανθρώπινες ιστορίες», «Άσε τον κόσμο να γελάσει», «Τα Εφτά Κακά της Μοίρας μου», «Πατήρ, Υιός και Πνεύμα» κ.α).
Η μάχη του με τον τζόγο και τα εφιαλτικά βράδια που πέρασε εξαιτίας του εθισμού του
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου όταν παρουσίασε το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του είχε πει: “Μου άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια. Και, τελικά, μου έγινε ένα καταστροφικό πάθος που δεν μπόρεσα να ελέγξω. Δεν ήμουνα από τους τυχερούς παίκτες. Και ποιος είναι άλλωστε; Δεν πιστεύω ότι μένει κανείς τυχερός για πολύ. Εξ ου και το ρητό “Πας παίζων, χάνει”» λέει ο Κωνσταντίνου. «Ωστόσο, εγώ παραήμουν άτυχος. Στα παιχνίδια της πόκας, από τα επτά άτομα που παίζαμε συνήθως εκείνος που έφευγε σχεδόν πάντα πρώτος από το τραπέζι ήμουν εγώ» προσθέτει.
Όπως διηγείται, «αργότερα, όταν το καζίνο μπήκε στην ζωή μου, άρχισαν να συμβαίνουν κάποια γεγονότα που με έκαναν να ψάξω, να μελετήσω την απαρχή της εξάρτησης και την παράλληλη πορεία της ζωής μου με τον τζόγο».
Ο Γ. Κωνσταντίνου αποκαλύπτει ακόμη το 2017: «Είχα κάνει μια θεατρική παράσταση που με κατέστρεψε. Αναγκάστηκα να χρεωθώ σε τοκογλύφους. Προσπάθησα να ρεφάρω με δύο επόμενες δουλειές, αλλά και αυτές ήταν καταστροφικές. Φαινόμουν τελειωμένος. Όμως, ήμουνα και πολύ νέος ακόμα για να πέσει ο τίτλος “Τέλος”».
Για να προσθέσει με νόημα: «Έπειτα δεν θα είχε γούστο γι’ αυτόν που σκάρωνε το παιχνίδι να το τελειώσει στα γρήγορα. Είχα πολλά χρόνια μπροστά μου για να βασανιστώ, έτσι που να το κάνει απόλυτη ευχαρίστηση. Για ποιον μιλάω; Πιστεύω στην ύπαρξη του καλού και του κακού πνεύματος. Αλίμονο. Πιστεύω στον Θεό, με λίγα λόγια. Και πιστεύω ότι ο τζόγος, μαζί με το μίσος του πολέμου, είναι τα αγαπημένα, τα απόλυτα παιχνίδια του κακού”.
enimerotiko.gr