Ο όρος παλίνδρομη κύηση είναι ένας τεχνοκρατικός όρος, ο οποίος όμως προκαλεί σημαντική συναισθηματική φόρτιση, και περιγράφει την απώλεια μιας κύησης πριν από τις 20 εβδομάδες ή όταν το έμβρυο ζυγίζει λιγότερο από 500 γραμμάρια.
Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές το γενικό ποσοστό των κυήσεων, οι οποίες καταλήγουν σε αποβολή είναι περίπου 15% με 20%. Εντούτοις, η ανάπτυξη νέων tests ανίχνευσης της β-χοριακής (της ορμόνης της κύησης δηλαδή), μας δίνει πλέον τη δυνατότητα επιβεβαίωσης της κύησης πριν ακόμα την αναμενόμενη ημερομηνία έλευσης της επόμενης έμμηνου ρύσης, δηλαδή πριν την καθυστέρηση της περιόδου. Η χρήση αυτών των tests οδήγησε στο συμπέρασμα, πως στην πραγματικότητα το ποσοστό των κυήσεων, οι οποίες δεν εξελίσσονται ανέρχεται ακόμα και στο 60% με 70%! Απλά σε ένα μεγάλο μέρος των κυήσεων αυτών έρχεται η περίοδος στην αναμενόμενη ημερομηνία ή κοντά σε αυτή και η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται την εγκυμοσύνη. Σε αυτού του είδους τις εγκυμοσύνες συχνά αναφερόμαστε με τον αδόκιμο όρο «βιοχημική κύηση». Το 80% δε των απωλειών κύησης λαμβάνουν χώρα στο πρώτο τρίμηνο. Μόλις ανιχνευθούν υγιείς καρδιακοί παλμοί στο έμβρυο οι πιθανότητες για αποβολή μειώνονται δραματικά. Σε γενικές γραμμές οι παλμοί ανιχνεύονται για πρώτη φορά περίπου με τη συμπλήρωση της 6ης εβδομάδας κύησης με κολπικό υπερηχογράφημα.
Τα σημεία αποβολής περιλαμβάνουν την κολπική αιμόρροια και τον πόνο χαμηλά στην κοιλιά, καθώς και την έξοδο από τον κόλπο τεμαχίων ιστού, τα οποία έχουν συνήθως φαιό ή κόκκινο χρώμα. Φυσικά πρέπει να τονίσουμε, πως τα κλινικά αυτά σημεία δεν είναι απαραίτητο να συνδέονται με απώλεια του κυήματος.
Σημεία αποβολής προκύπτουν και από τον υπερηχογραφικό έλεγχο του κυήματος. Συγκεκριμένα η απουσία καρδιακού παλμού παρουσία εμβρύου, του οποίου το μέγεθος είναι τέτοιο, ώστε να μη δικαιολογείται η απουσία αυτή. Επίσης, υπερηχογραφικό σημείο αποβολής είναι και η απουσία καρδιακού παλμού σε έμβρυο, το οποίο παρουσίαζε θετικό καρδιακό παλμό σε προηγούμενο έλεγχο. Ανησυχητικό υπερηχογραφικό εύρημα, το οποίο συνδέεται με αποβολή είναι και η απουσία εμβρυϊκών στοιχείων σε επαναλαμβανόμενους ελέγχους, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί ικανό χρονικό διάστημα, εντός ευμεγέθους ενδομήτριου αμνιακού σάκου. Αυτό το τελευταίο εύρημα συνήθως συνδέεται και με την πτώση των επιπέδων της β-χοριακής γονιδοτροπίνης στο αίμα της μητέρας σε διαδοχικές μετρήσεις τους.
Καλό θα ήταν στο σημείο αυτό να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ του όρου αποβολή και επαπειλούμενη κύηση. Επαπειλούμενη χαρακτηρίζουμε μία κύηση, η οποία παρουσιάζει μεν τα σημεία της αποβολής (κολπική αιμόρροια και πόνο), αλλά συνεχίζουμε να ανιχνεύουμε καρδιακό παλμό και ελπίζουμε ακόμα, πως θα έχει την επιθυμητή εξέλιξη. Στην κατηγορία αυτή θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την περίπτωση, που ο καρδιακός παλμός, που ανιχνεύουμε δεν έχει την επιθυμητή συχνότητα, δηλαδή οι παλμοί είναι λιγότεροι από 120/λεπτό.
Οι γενετικές ανωμαλίες είναι το συνηθέστερο αίτιο αποβολής κατά το πρώτο τρίμηνο. Στο αίτιο αυτό οι διάφορες μελέτες έχουν αποδώσει το 50% με 65% των αποβολών. Η πιο συχνή χρωμοσωμική ανωμαλία, που ανιχνεύεται στα προϊόντα αποβολής είναι το λεγόμενο Σύνδρομο Turner, το οποίο χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός φυλετικού χρωμοσώματος. Έτσι τα έμβρυα αυτά έχουν 45, αντί 46 χρωμοσώματα, όπως είναι το φυσιολογικό, και έχουν μόνο ένα Χ φυλετικό χρωμόσωμα (γονότυπος 45,Χ).
Το Σύνδρομο αυτό απαντάται στο 14,6% των εμβρύων, που απεβλήθησαν. Συνήθεις είναι και οι τρισωμίες, δηλαδή τα έμβρυα έχουν 47, αντί για 46 χρωμοσώματα και σε κάποιο χρωμόσωμα αντί για ένα ζευγάρι, διαθέτουν μία τριάδα. Η πιο συχνή τρισωμία σε αποβληθέντα έμβρυα είναι η τρισωμία 16. Το 20% περίπου των γενετικών ανωμαλιών, που συνδέονται με αποβολή, είναι τέλος τριπλοϊδίες, δηλαδή αντί για το φυσιολογικό αριθμό των 46 χρωμοσωμάτων, το έμβρυο έχει 69 χρωμοσώματα. Οι χρωμοσωμικές αυτές ανωμαλίες είναι συχνότερες, όταν η ηλικία της γυναίκας υπερβαίνει τα 40 έτη.
Η αποβολή έχει συνδεθεί και κάποιους μητρικούς παράγοντες. Καταρχήν φαίνεται πως η πιθανότητα αποβολής αυξάνει παρουσία ανατομικών ανωμαλιών της μήτρας. Η πιο συνήθης τέτοια ανωμαλία, που έχει συσχετισθεί με αποβολές, είναι η ύπαρξη επιμήκους διαφράγματος στην ενδομητρική κοιλότητα. Οι αποβολές είναι συχνότερες και όταν η μητέρα παρουσιάζει χρόνια προβλήματα υγείας, τα οποία δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς.
Τέτοιες παθήσεις περιλαμβάνουν ενδοκρινολογικά προβλήματα, όπως είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης, η Υπερπρολακτιναιμία και οι διάφορες Θυρεοειδοπάθειες καθώς και το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών. Οι αποβολές είναι συχνότερες και όταν συνυπάρχουν χρόνιες παθήσεις, όπως η Αρτηριακή Υπέρταση και διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα. Τα αυτοάνοσα, τα οποία σε μεγαλύτερο βαθμό έχουν συνδεθεί με την πιθανότητα αποβολής είναι ο Ερυθηματώδης και το Αντιφωσφολιπιδικό Σύνδρομο. Στις χρόνιες παθήσεις, οι οποίες συνδέονται με την πιθανότητα αποβολής, αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα θεραπευτικά μέτρα, είναι και διάφορες παθήσεις, που χαρακτηρίζονται από προβλήματα στην πηκτικότητα του αίματος, οι οποίες είναι γνωστές με τον όρο Θρομβοφιλίες.
Άλλες παθήσεις, οι οποίες κατά καιρούς έχουν συνδεθεί με την πιθανότητα αποβολής είναι κάποιες λοιμώξεις, οι οποίες βρίσκονται στην οξεία τους φάση, όταν η γυναίκα κυοφορεί. Στις λοιμώξεις αυτές περιλαμβάνεται το Τοξόπλασμα, καθώς και η Ερυθρά, η λοίμωξη από Κυτταρομεγαλοϊό, αλλά και το AIDS. Με τις αποβολές έχουν κατά καιρούς συνδεθεί και η γρίπη, αλλά και κάποιες λοιμώξεις της περιοχής του κόλπου.
Η αποβολή έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στον ψυχισμό της γυναίκας, αλλά και του συντρόφου της. Η πρώτη ερώτηση, που συνήθως γίνεται είναι: «τι θα μπορούσα να είχα κάνει για να αποφύγω την αποβολή;». Η απάντηση εδώ είναι απόλυτη: τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει, που να ανέστρεφε την πορεία της κύησης! Ο τρόπος ζωής λίγο έως καθόλου επηρεάζει τις πιθανότητες ευόδωσης της κύησης. Πλην της αποφυγής υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών και της αποφυγής του καπνίσματος και φυσικά και την αποχή από τη χρήση παράνομων ουσιών, δεν υπάρχουν πολλά, που η γυναίκα θα μπορούσε να κάνει για να αποφύγει την αποβολή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φορτωθεί, μέσα στη θλίψη της, και την ενοχή, πως θα μπορούσε να είχε αλλάξει κάτι, που θα αντέστρεφε την ροή των πραγμάτων.
Από την άλλη, μόλις γίνει το test κύησης και βγει θετικό, τα συναισθήματα, που πλημμυρίζουν την ψυχή τόσο της γυναίκας, όσο και του συντρόφου της είναι πολλά: ενθουσιασμός, προσμονή, αλλά και ανησυχία. Το ζευγάρι αρχίζει να ονειρεύεται πώς το μωράκι, που νομοτελειακά θα έρθει, θα γεμίσει τη ζωή. Φαντάζεται τόσο η γυναίκα, όσο και ο σύντροφός της πώς θα φροντίζουν το μωράκι και πώς θα παίζουν μαζί του. Δυστυχώς όμως η ζωή δεν επιβεβαιώνει πάντα τις προσδοκίες μας…. Αυτό το πέρασμα από την απόλυτη ευτυχία στην απογοήτευση μερικές φορές είναι δύσκολα διαχειρίσιμο από τη γυναίκα, αλλά και από τον άνδρα.
Η παλίνδρομη κύηση έχει επιπτώσεις στον ψυχισμό της γυναίκας, αλλά και του συντρόφου της. Αυτή καθεαυτή η απώλεια ης κύησης είναι σημαντικός παράγων επιβάρυνσης της διάθεσης, αφού αντιμετωπίζεται ως μία διάψευση των ελπίδων και των ονείρων, που ένα θετικό test κύησης γεννά…. Όμως είναι και πηγή ανησυχίας, ειδικά αν είναι η πρώτη κύηση: «θα μπορέσουμε τελικά να αποκτήσουμε παιδί;».
Τα νέα είναι όμως ευχάριστα! Μια παλίνδρομος κύηση δεν συνεπάγεται πρόβλημα υπογονιμότητας του ζευγαριού. Μιλώντας με ψυχρούς, καίτοι χρήσιμους, αριθμούς: το 85% των γυναικών, που είχαν τη δυσάρεστη εμπειρία μιας παλίνδρομης κύησης, αποκτούν χωρίς πρόβλημα παιδί σε επόμενη εγκυμοσύνη. Μάλιστα θα μπορούσαμε, εκλαϊκευμένα, να πούμε πως «γυναίκα, που πιάνει παιδί, κάνει παιδί». Πράγματι, σημαντικότατο ποσοστό των ζευγαριών, που αντιμετωπίζουν τελικά πρόβλημα υπογονιμότητας, είναι αυτά, που δυσκολεύονται, για διάφορους λόγους, να επιτύχουν γονιμοποίηση. Επομένως, θα μπορούσαμε σε γενικές γραμμές να πούμε, πως μία παλίνδρομος κύηση είναι ένα θετικό βήμα προς τον τελικό και ποθητό στόχο της απόκτησης παιδιού, καθότι αποδεικνύει, πως το ζευγάρι είναι σε θέση να «πιάσει» παιδί.
Ένα άλλο ερώτημα, που συχνά τίθεται από το ζευγάρι, που μόλις αντιμετώπισε τη δυσάρεστη εμπειρία μίας αποβολής είναι: «Μετά από πόσες αποβολές πρέπει να ανησυχούμε; (τι σημαίνει ο όρος καθ’ έξιν αποβολές);» Παραδοσιακά ορίζουμε ως καθ’ έξιν αποβολές, την απώλεια τουλάχιστον 3 κυήσεων πριν από τη συμπλήρωση 20 εβδομάδων κύησης.
Οι καθ’ έξιν αποβολές εμφανίζονται με συχνότητα που κυμαίνεται μεταξύ του 1/300 και του 1/100 ζευγάρια. Οι περιπτώσεις καθ’ έξιν αποβολών εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της υπογονιμότητας. Δηλαδή ένα ζευγάρι με ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών αντιμετωπίζεται ως ένα υπογόνιμο ζευγάρι και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση.
Υπάρχει κάποιος έλεγχος, που πρέπει να γίνει μετά από μία αποβολή; Ο έλεγχος συνήθως συστήνεται να γίνει μετά από 3 αποβολές, αλλά εξαίρεση αποτελεί αποβολή μετά από καταγραφή καρδιακού παλμού, τότε καλόν είναι ο έλεγχος να γίνει άμεσα. Φυσικά υπάρχουν ζευγάρια, τα οποία επιλέγουν να υποβληθούν στον έλεγχο αυτό ακόμα και μετά από μία και μόνη αποβολή.
Ο βασικός αυτός έλεγχος περιλαμβάνει ενδοκρινολογικό έλεγχο, έλεγχο καρυοτύπου, ο οποίος είναι κατ’ ουσία μία «φωτογραφία» του γενετικού υλικού, και έλεγχο Θρομβοφιλίας. Εξέταση για τυχόν ύπαρξη ανατομικών ανωμαλιών της μήτρας γίνεται καταρχήν με την κλασική κλινική εξέταση και ακολούθως με υπερηχογραφικό έλεγχο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ζητείται και υστεροσκόπηση.
Αν από τον έλεγχο εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα, κατά βάση αντιμετωπίζουμε το εντοπισθέν αίτιο. Δηλαδή αν εντοπισθεί ενδοκρινολογικό αίτιο το διορθώνουμε. Αν διαπιστωθεί, πως υπάρχουν διαταραχές στην πηκτικότητα του αίματος χορηγούμε ενέσιμη αντιπηκτική αγωγή (ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους) Σε μερικές περιπτώσεις χορηγείται από του στόματος και κορτιζόνη, δια της οποίας επιτυγχάνεται ρύθμιση ανοσοποιητικού συστήματος.
Διορθώνονται οι ενδεχόμενες ανατομικές ανωμαλίες. Γίνονται παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, όπως είναι η διακοπή του καπνίσματος. Ενώ στην περίπτωση, που έχουν υπάρξει «ανταλλαγές» γονιδίων μεταξύ χρωμοσωμάτων σε έναν από τους δύο γονείς, συστήνεται η εξωσωματική γονιμοποίηση. Η εξωσωματική γονιμοποίηση επιτρέπει τον προεμφυτευτικό έλεγχο των εμβρύων. Με τον τρόπο αυτό η πιθανότητα αποβολής σε επόμενη κύηση μειώνεται σημαντικά.
Η αποβολή είναι λοιπόν ένα τραυματικό γεγονός, τόσο για τη γυναίκα, όσο και για το σύντροφό της, αλλά, ευτυχώς, σπάνια σημαίνει, πως το ζευγάρι θα αντιμετωπίσει τελικά πραγματικό πρόβλημα υπογονιμότητας. Αντίθετα, τα περισσότερα ζευγάρια, που είχαν τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία, απέκτησαν τελικά παιδιά χωρίς να χρειαστεί ιατρική παρέμβαση.
Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD
ΜΑΙΕΥΤΗΡ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
Master of Science University College London
Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας