“Είναι οι χειρότερές μου μέρες. Απλά, για να μην πέφτω ψυχολογικά, σηκώνομαι το μεσημεράκι και πηγαίνω με τα πόδια στο παζάρι που γίνεται στο Μοναστηράκι, για να βλέπω κόσμο και να μιλάμε”.
Πόσο ελάχιστα εκατοστά του μυαλού απέχει η χαρά από τη λύπη; Η ευτυχία από τη δυστυχία; Το μηδέν από το τίποτα; Η αποθέωση από τη βασανιστική μοναχικότητα; Οι δεκάδες φίλοι από την απελπιστική μοναξιά; Μια λεπτή κόκκινη κλωστή. Την οποία ο Μιχάλης Ασλάνης προσπαθούσε να διαχειριστεί, με τον ίδιο τρόπο που κρατούσε τον μαρκαδόρο του στα χέρια προτού σχεδιάσει στο χαρτί άλλη μια έμπνευσή του…
Μιχάλης Ασλάνης: Το αφιέρωμα του Down Town Κυπρου από τον Γιάννη Χατζηγεωργίου
Υπάρχουν δύο εποχές για τον Μιχάλη: Η πρώτη, η εξωστρεφής, ανέμελη και (επιφανειακά) ευτυχισμένη και η δεύτερη, η πολύ εσωτερική, μελαγχολική και εξαιρετικά μοναχική – η εποχή της αυτοκριτικής και του πόνου. «Καμιά φορά, ξυπνάω το βράδυ στο σπίτι και αισθάνομαι τόσο απελπιστικά μόνος που δεν αντέχεται!», μου έλεγε το καλοκαίρι του 2012, δηλαδή ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, στις 28 Αυγούστου του 2013, σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. «Και τότε σκέφτομαι “για σκέψου να είχα μια ευτυχισμένη οικογένεια ή να είχα δυο παιδιά…
Δεν θα ήταν ωραία;”. Απ’ την άλλη όμως λέω, “σ’ αυτή την εποχή, με αυτή την κρίση, σε αυτή τη χώρα, με τόσο μεγάλο ποσοστό ανεργίας, δεν θα ήταν πολύ άσχημο αυτό γι’ αυτούς τους ανθρώπους;”. Παρόλα αυτά, είναι πολλές φορές που μου λείπει η συντροφιά. Και στο λέω σε γενικό πλαίσιο – όχι μόνο για το ερωτικό κομμάτι». Ύστερα χαμογελούσε, μου έλεγε «άστα αυτά όμως τώρα, είναι πολύ προσωπικά.
Δεν θέλω να λένε οι άνθρωποι ότι έχω χάσει το χαμόγελό μου», έπιανε με τα χέρια του τους χρωματιστούς του μαρκαδόρους, σχεδίαζε καραβάκια και θάλασσα σε ένα κομμάτι χαρτί για να μου το δώσει φεύγοντας («είναι τα ίδια με της Κύπρου, στη Λεμεσό είχαμε πάει αρκετές φορές με την Κύπρια φίλη μου, τη Δέσπω»), μου έδειχνε κάποια νυφικά που ετοίμαζε για τις επόμενες επιδείξεις του, φορέματα και μπλούζες, με έβγαζε μετά στη βεράντα του τρίτου ορόφου του (καινούριου τότε) ατελιέ του στου Ψυρρή, για να δούμε μαζί την Ακρόπολη, την Πλάκα, την αρχαία αγορά, το Αστεροσκοπείο.
«Πότε είμαι καλά, πότε άσχημα, πότε είναι ανεβασμένο το ηθικό μου, πότε είναι κατεβασμένο, πότε λέω “θα τα καταφέρω”, πότε λέω “δεν μπορώ άλλο”, πότε σκέφτομαι “καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα για να παλέψω ακόμη περισσότερο, να αγωνιστώ”, πότε μονολογώ “δεν αντέχω άλλο, δεν έχω άλλες δυνάμεις”», μου είχε πει τότε στο «Down Town» και συνέχιζε: «Είμαι περίεργα. Η συναισθηματική μου κατάσταση δεν είναι σε ευθεία γραμμή, είναι σαν καρδιογράφημα».
Κι ύστερα έγινε ένα άψυχο κουβάρι, ένα πεθαμένο σώμα, κουλουριασμένο δίπλα από το κρεβάτι του, σε εμβρυακή στάση (παιδί, ακόμη και στον θάνατό του), με αντικαταθλιπτικά χάπια γύρω του. Τι οδήγησε, όμως, τον Μιχάλη στον θάνατο – είτε λόγω παθολογικών αιτιών, είτε λόγω αυτοχειρίας; Ίσως τα λόγια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις να διευκρινίζουν πολλά «ανεξήγητα» – βαθιά κομμάτια της ψυχής του πολύ καλά τοποθετημένα μέσα του.
Μιχάλης Ασλάνης: «Οι Κυριακές είναι οι χειρότερές μου μέρες…»
Με τον Μιχάλη είχαμε γνωριστεί αρκετά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια των εκπομπών της Κατερίνας Βάτη για το «Sigma». Ήταν η περίοδος που ο σχεδιαστής έμενε σε ένα υπέροχο ρετιρέ στον Λυκαβηττό, το γραφείο του κοιτούσε την πισίνα, ενώ στα αριστερά, ψηλά, στην κορυφή του λόφου, το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, όπως μου διευκρίνιζε, «αποτελεί πάντοτε πηγή έμπνευσης για μένα, γιατί πιστεύω στο καλό και ο Θεός με βοηθάει».
Θυμάμαι μετά τα μεγάλα parties που ακολουθούσαν τις (θρυλικές) επιδείξεις, τα μοντέλα που τον περιτριγύριζαν (φίλοι και γνωστοί που ύστερα χάθηκαν ξαφνικά), την ανοιχτοσύνη του, τη γενναιοδωρία του – στα χρήματα, στην αγάπη, στην καλοσύνη, σε όλα. Ύστερα χαθήκαμε. Και μετά βρεθήκαμε ξανά, σε άλλη μία επίδειξή του, στο Ζάππειο. «Να συναντηθούμε να τα πούμε, Μιχάλη μου». «Ναι, ναι. Για την Κύπρο, ό,τι θέλεις. Άλλωστε, στην Κύπρο θέλω εγώ να γεράσω. Θα στο πω και στη συνέντευξη. Πάρε με όποτε θέλεις».
Για αρκετές μέρες δεν απαντούσε στο κινητό του τηλέφωνο, στον τηλεφωνητή του οποίου δεν μπορούσες να αφήσεις καν μήνυμα αφού «ήταν γεμάτο». Κι ύστερα με πήρε ξαφνικά, ένα βράδυ λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από απόκρυψη. «Περίεργες οι ώρες σου», του είχα πει. Γέλασε. «Συγνώμη, είχα μπλέξει με δουλειές. Είναι οι ώρες τώρα που σκέφτομαι, τα βάζω κάτω τα θέματα που έχω να κάνω και αυτοσυγκεντρώνομαι», μου απάντησε.
Για αρκετές μέρες, όπως θα μου εξηγούσε αργότερα στη συνέντευξή μας, βρισκόταν σε ταξίδι στη Βραζιλία, στη Γερμανία, σε φίλους του, σε καινούριους γνωστούς του, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. «Το 2008 είχα περάσει κατάθλιψη. Δεν ήμουν καλά εκείνη την περίοδο, ήθελα να είμαι συνέχεια κλεισμένος μέσα στο σπίτι, δεν είχα καμία διάθεση για να βγω ή να δω γνωστούς μου και να περάσουμε καλά. Αυτό το είχα ξαναπάθει τρεις-τέσσερις φορές στο παρελθόν -έφτανα στο χείλος της καταστροφής, αλλά μετά ξανανέβαινα- αυτή τη φορά, όμως, καταλάβαινα ότι οι λόγοι ήταν διαφορετικοί.
Πήγαινα στο φαρμακείο, έπαιρνα κάποια ελαφριά αντικαταθλιπτικά που μου είχε συστήσει ο παθολόγος μου, προσπαθούσα να ηρεμήσω και να κουλάρω. Μέχρι που, μια μέρα, είχα πάει στο αεροδρόμιο για να ταξιδέψω σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι, παθαίνω ένα ξαφνικό σοκ, έτσι όπως ήμουν καταβεβλημένος και κουρασμένος και λέω στον εαυτό μου “για ποιο λόγο, ο βλάκας, να είμαι έτσι, σε αυτή τη μίζερη κατάσταση; Μέχρι πότε θα μπορώ να σέρνω ο ίδιος τη βαλίτσα μου, από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο;». Όσο μου τα έλεγε αυτά, τόσο το βλέμμα του χανόταν στην ελπίδα από την οποία θα ήθελε να κρατηθεί – αλλά δεν μπορούσε. «Μιχάλη μου, είσαι καλά;», του έλεγα. «Καλά είμαι, Γιαννάκη μου», μου απαντούσε.
Κι ύστερα ξεκινήσαμε να μιλάμε για τα παιδικά του χρόνια, τη μάνα του, τη Χαλκίδα – την πηγή του εαυτού του. Κι εκεί βάθος. «Εγώ, δυστυχώς, μεγάλωσα με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτό με ταλαιπώρησε πάρα πολύ στη ζωή μου. Για πολλά χρόνια. Ήμουν ένα παιδί με χαμηλή αυτοπεποίθηση που προσπαθούσα να κάνω κάποια πράγματα σε ένα πολύ δύσκολο και ανταγωνιστικό χώρο, να φανώ κι εγώ. Γιατί μόνο το ταλέντο μου είχα – ούτε λεφτά, ούτε ομορφιά για να μου ανοιχτούν πόρτες.
Για να σου δώσω να καταλάβεις, η μαμά μου με έβλεπε που σχεδίαζα, μου έλεγε “πολύ ωραία αυτά που ζωγραφίζεις” αλλά, μετά από λίγο, μου μιλούσε για τον γιο της γειτόνισσας που “σπουδάζει γιατρός”. Αυτόν μου έφερνε ως παράδειγμα. Έπρεπε, λοιπόν, να αντλήσω δύναμη μόνο από μέσα μου για να προχωρήσω, γιατί το περιβάλλον μου δεν με βοηθούσε». Κι ύστερα μου μίλησε για τον έρωτα. Και πάλι σε αναφορά με την παιδική του ηλικία. «Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος του έρωτα – δεν τον κυνήγησα, δεν επεδίωξα να πετύχω σε αυτό το κομμάτι της ζωής. Εγώ ήθελα να τα καταφέρω στη δουλειά μου.
Μάλλον, λόγω στερήσεων από την παιδική μου ηλικία, λόγω του ότι ήμουν ένα φτωχό παιδί, ένα “τίποτα”, ένας άνθρωπος που ήθελε να φτιάξει κάτι στη ζωή του, να τον δουν και να πουν “κοίτα, αυτός αγωνίστηκε και τελικά τα κατάφερε. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που έχω να ερωτευτώ. Δεν θα ’ναι 40 χρόνια; Δεν με πείραζε, όμως, δεν με ενόχλησε ποτέ αυτό, γιατί μετά το συνήθισα να είμαι μόνος. Εγώ είχα ερωτευτεί τη δουλειά μου και αυτήν παντρεύτηκα». Μετά με πήγε να με ξεναγήσει στους κάτω ορόφους του ατελιέ του, εκεί όπου βρισκόταν καθημερινά η «οικογένειά του» – οι συνεργάτες του, οι υπάλληλοί του. Και μου μίλησε για την Κύπρο:
«Στα γεράματά μου, θα ήθελα να εγκατασταθώ στην Κύπρο. Αλήθεια στο λέω! Γιατί είμαι ο σχεδιαστής που έκανε τις περισσότερες επιδείξεις στην Κύπρο, με κορυφαία εκείνη που έγινε στον χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως, στην οποία είχαν παρευρεθεί ο πρόεδρος Κληρίδης και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Επίσης, αν και με τους φίλους μου στάθηκα γενικά άτυχος, ευτύχησα να έχω δύο πολύ καλούς Κύπριους φίλους: Είναι η Δέσπω που ζει με την οικογένειά της στο νησί και ο Μάξιμος Μιχαηλίδης, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πριν από λίγα χρόνια».
Είχαμε πει να βρεθούμε το Σαββατοκύριακο που ακολουθούσε, για να πάμε βόλτα στου Ψυρρή, στο Μοναστηράκι, να κατευθυνθούμε μετά στην Πλάκα και στα Αναφιώτικα («όσο αντέξεις, Μιχάλη μου, με τις ανηφοριές εκεί»). Και πάλι δεν απαντούσε στο κινητό του. Κατανοούσα την ησυχία που επεδίωκε, την τάξη που ήθελε να βάλει στο κεφάλι του, την απομόνωση της έμπνευσής του, τις Κυριακές που δεν θα είχε δουλειά και θα καθόταν μόνος, στο γραφείο του, στο δωμάτιό του, με τους χρωματιστούς του μαρκαδόρους στα χέρια.
Οι Κυριακές σου πώς είναι, Μιχάλη;
Είναι οι χειρότερές μου μέρες. Απλά, για να μην πέφτω ψυχολογικά, σηκώνομαι το μεσημεράκι και πηγαίνω με τα πόδια στο παζάρι που γίνεται στο Μοναστηράκι, για να βλέπω κόσμο και να μιλάμε. Ίσως συναντηθώ και με έναν-δύο φίλους για φαγητό… Κοίτα, κακά τα ψέματα, όλα τα θέματα έχουν μία ηλικία. Ακόμη και οι έρωτες, οι σχέσεις, οι γάμοι, τα πάθη, οι χωρισμοί. Εγώ, για παράδειγμα, έχω φύγει πολύ πια από την ηλικία που θα μπορούσα να ερωτευτώ. Εξάλλου, για μένα, η εποχή της αγάπης, δεν είναι καλό πράγμα, δεν περνάω καλά: Ζηλεύω, παραμελώ τη δουλειά μου, υποφέρω. Μάλλον, επειδή έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οπότε, το φιλοσόφησα. Είπα «Μιχάλη, δεν κάνεις εσύ γι’ αυτά».
Βιώνεις συχνά καταθλίψεις, Μιχάλη;
Ναι…
Γίνονται εντονότερες τελευταία;
Όσο περνούν τα χρόνια, ναι. Δεν με ενοχλεί όμως.
Θα έλεγες πως είσαι ευχαριστημένος από τη ζωή σου;
(σκέφτεται για λίγο) Ξέρεις κάτι; Όχι, δεν είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ήμουνα. Γενικά, δεν έζησα ευτυχισμένα χρόνια. Δεν τα απόλαυσα όλα αυτά: Τις επιτυχίες, τις μεγάλες επιδείξεις, την αναγνωρισιμότητα, τη διασημότητα. Όλα αυτά δεν τα ευχαριστήθηκα! Κι αν ξαναγεννιόμουνα, ξέρεις τι θα ‘θελα; Θα ήθελα να γεννιόμουν πάρα πολύ όμορφος! Πολύ! Και με πολλά λεφτά. Τότε ίσως να μη χρειαζόταν καν να κάνω αυτή τη δουλειά.
Τι διαφορετικό πιστεύεις ότι θα σου έδινε η ομορφιά στην εξωτερική σου εμφάνιση;
Κακά τα ψέματα, όταν είσαι όμορφος παίρνεις πιο πολλή αγάπη από τους ανθρώπους. Ακούγεται ρατσιστικό αυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.
Down Town Κύπρου