Αγόρι μου,
Θα υπάρξουν πολλές φορές μέσα στα χρόνια που θα έρθουν που εγώ θα είμαι λίγο πιο πολύ μαμά απ’ όσο πρέπει και θα μαλώσουμε.
Δηλαδή εγώ θα σε μαλώσω, εσύ θα κάνεις πως με ακούς, θα μου πετάξεις και μια συγγνώμη έτσι για να χουμε να πορευόμαστε, εγώ θα κάνω πως σε πιστεύω ότι με άκουσες και κάπως έτσι θα σε κρυφοκαμαρώνω όσο θα μεγαλώνεις και θα προσπαθώ να συμμαζεύω την κουκουβάγια από μέσα μου.
Και θα προσπαθώ να είμαι εκείνη η μάνα που θα ισορροπεί τους φόβους της και θα προσπαθεί να μην σου γεμίζει την ζωή με πρέπει και απαγορεύσεις. Θα προσπαθώ να είμαι εκείνη η μάνα που θα στέκεται πλάι σου. Ούτε πάνω σου για να σε καταδυναστεύει, ούτε πίσω σου για να σε κατασκοπεύει, ούτε μπροστά σου για να σου κουνάει επιδεικτικά το δάχτυλο.
Κι η αλήθεια είναι πως η συγχώρεση για μια μάνα στο παιδί της, είναι διαδρομή προδιαγεγραμμένη και το ξέρουμε όλοι.
Θα υπάρξει στη ζωή σου μόνο ένα πράγμα που δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπεράσω.
Το να ασκήσεις βiα. Το να ασκήσεις βiα πάνω σε μια γυναίκα.
Γι’αυτό αυτό το γράμμα, στο γράφω σήμερα, 25/11/2015, μια μέρα που τα τελευταία χρόνια λειτουργεί σαν «ξυπνητήρι αφύπνισης» κατά της άσκηση βiας στις γυναίκες.
Είναι μια μέρα που δε θα έπρεπε να υπάρχει. Υπάρχει όμως και μια βόλτα στα νοσοκομεία θα σε πείσει για το γιατί υπάρχει και για το γιατί παραμένει επίκαιρη μέσα στα χρόνια.
Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία αγόρι μου για να ασκήσεις βiα. Δεν υπάρχει καμία κακή στιγμή που δεν υπολόγισες. Δεν υπάρχει «ένα χαστούκι», «μια σπρωξιά».
Ο πόνος αγόρι μου δεν είναι εκείνος από τα χτυπήματα.
Κάθε χτύπημα σε μια γυναίκα, κάθε μελανιά, κάθε σημάδι, είναι ρωγμές και χαραγματιές στην ψυχή της που θα μείνουν αγιάτρευτες όσο αναπνέει.
Είναι οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό της και την πονάνε πιο πολύ από κάθε μπουνιά, κάθε κλοτσιά. Είναι οι λέξεις που προσπαθεί να αρθρώσει για να σταματήσει την βiα, και δεν βγαίνουν.
Είναι τα σημάδια που σβήνουν αλλά εκείνη ξέρει πάντα πού είναι. Μπορεί το δέρμα της να καθαρίσει από τις μελανιές αλλά εκείνη ξέρει να σου δείξει πού ήταν το κάθε σημάδι.
Είναι ο ήχος των μηχανημάτων μιας εντατικής. Γιατί το χαστούκι, το σπρώξιμο, δεν είναι ποτέ «μεμονωμένα περιστατικά». Είναι η αρχή σε ένα έργο με προβλέψιμο τέλος.
Είναι τα φώτα του νοσοκομείου, αυτά τα σκληρά φώτα που ξεγυμνώνουν ξανά και ξανά την ψυχή.
Άκου αγόρι μου, οι γυναίκες, είμαστε παράξενα όντα. Ανθεκτικά και δεν σπάμε εύκολα. Αυτό που μας σπάει, είναι να ντραπούμε για τον εαυτό μας. Είμαστε ενοχικές και ακόμα και την βiα πάνω μας, την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι για το οποίο φταίξαμε εμείς.
Λίγες γυναίκες βρίσκουν το θάρρος να μιλήσουν, να καταγγείλουν.
Η μέρα αυτή αγόρι μου υπάρχει, γιατί κάθε μέρα κάποιες γυναίκες αποφασίζουν να σκουπίσουν τα αίματα από πάνω τους, να βάλουν αρκετό makeup για να καλύψουν τα επιφανειακά σημάδια και να συνεχίσουν το δρόμο τους.
Μόνο που ο δρόμος τους αυτός, αν δεν προλάβεις να τον εγκαταλείψεις, έχει μόνο ένα τέλος. Τον ψυχικό τους θάνατο.
Η μέρα αυτή υπάρχει, γιατί ο περίγυρος αποφάσισε πως «έλα μωρέ, τα θελε κι αυτή». Η μέρα αυτή υπάρχει γιατί η βiα δεν σταματά στα σωματικά χτυπήματα. Η σκληρότερη βiα, είναι το μετά. Η πιο ξεδιάντροπη βiα είναι εκείνων που ξέρουν και δεν μιλάνε. Εκείνων που επιλέγουν την ησυχία τους.
Εγώ αγόρι μου, θα σου δώσω όλα εκείνα τα εφόδια που θα χρειαστεί για να μην περάσει ποτέ ούτε από την άκρη του μυαλού σου να σηκώσεις το χέρι σου σε οποιονδήποτε, αλλά ακόμα περισσότερο σε μια γυναίκα.
Από εσένα θέλω αγόρι μου να θυμάσαι, πως γεννήθηκες από μια γυναίκα. Ανατρέφεσαι από μια γυναίκα. Πήρες ζωή από την ζωή της και κομμάτια της για να είσαι σήμερα δίπλα της και να σου κρατά το χέρι, κι ας βουρκώνει χωρίς να καταλαβαίνεις το γιατί.
Θα είμαι δίπλα σου, ότι κι αν γίνει. Θα σε αγαπάω ότι κι αν γίνει. Θα πονάω για σένα ότι κι αν γίνει.
Μόνο που αν ποτέ, αγγίξεις με βiα το σώμα και την ψυχή μιας γυναίκας, δεν θα μπορέσω να σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια. Θα σε αγαπάω και πάλι, θα σε νοιάζομαι και πάλι και θα σταθώ δίπλα σου και πάλι. Μόνο που δεν θα μπορώ να σε ξαναδώ στα μάτια.
Γιατί εγώ θα έχω αποτύχει σαν μάνα και δεν θα είμαι πια περήφανη για εσένα, το σπλάχνο μου.
Της Σοφία Παπαηλιάδου