Όσους ανθρώπους και να χάσεις από τη ζωή σου, η απώλεια της μάνας σου αφήνει πάντα ένα κενό. Δεν μπορεί να το γεμίσει τίποτα και κανένα υποκατάστατο.
Μπορεί να βρεις στην πορεία της ζωής σου άλλους συντρόφους και φίλους. Αγαπημένα πρόσωπα ή ακόμα και συγγενείς που δεν είχατε σχέσεις. Την μητρική φιγούρα, τη λέξη μάνα δεν μπορείς να την αντικαταστήσεις ποτέ.
Ένα χρόνο πριν έχασα τη μητέρα μου. Εκείνη έχασε τη μάχη με τον καρκίνο και εμείς χάσαμε το πιο σημαντικό πρόσωπο της δικής μας ζωής. Μαζί με τις τρεις αδερφές μου έπρεπε να μάθουμε να ζούμε χωρίς την παρουσία της. Χωρίς τις συμβουλές της, τις φωνές της, τις αντιδράσεις της, την παρουσία της.
Δεν ήταν ξαφνικό, ξέραμε τις τελευταίες εβδομάδες ότι η κατάσταση της υγείας της είχε χειροτερέψει. Προετοιμαζόμασταν ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Όσο μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για κάτι τόσο τραγικό. Υπήρχε μια ένταση. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Την ένιωθες παντού και πάντα. Μια υπόκωφη ένταση σαν επικείμενος σεισμός, που δεν ξέρεις πότε θα ξεσπάσει.
Στα διαλείμματα για τσιγάρο με τη θεία Βάγια, την αδερφή της. Στο κυλικείο για καφέ, που είχα γνωρίσει όλο το προσωπικό. Στους άγνωστους που γνωριστήκαμε μέσα στο νοσοκομείο και μοιραζόμασταν τις ιστορίες μας. Στην ελπίδα που κρύβονταν κάτω από τους μαύρους κύκλους τις αϋπνίας. Στα μισά δάκρυα που δεν θες ακόμα να αφήσεις να τρέξουν και τα κρατάς για μετά.
Τι είναι μετά; Οι ανακοινώσεις των γιατρών που για εμάς ήταν μπερδεμένες. Που αντί να γίνουν βοηθοί μας και να μας εξηγήσουν, τους κυνηγούσαμε στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης. Που ακόμα και όταν φύγαμε από εκεί, μας έδωσαν τα λάθος φάρμακα. Και σκέφτεσαι να οδηγήσω από την Ξάνθη μέχρι την Αλεξανδρούπολη για να τους ξεμπροστιάσω; Ή θα χάσω 4 πολύτιμες ώρες από τη μάνα μου, που ακόμα ζει και αναπνέει;
Ένα Πανεπιστημιακό νοσοκομείο, που αν δεν υπήρχαν λίγοι από το προσωπικό να σου εξηγήσουν, αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος ύπαρξης του; Ένα μεγάλο κτίριο με πολλά κρεβάτια και αρκετούς(όχι όλοι) γιατρούς που έχουν ξεχάσει μέχρι και τον όρκο του Ιπποκράτη.
Και μετά στο σπίτι, με πόνους από τον καρκίνο που είχε εξαπλωθεί. Να ψάχνουμε μορφίνη για να τη βοηθήσουμε να αντέξει Όλα ήταν δεδομένα όμως δεν ξέρεις το πότε. Και η ένταση μεγαλώνει, κορυφώνεται. Μεσημέρι της 14ης Μαρτίου, είπες ότι μας αγαπάς και έφυγες. Και ηρέμησες.
Μετά από ένα χρόνο, νιώθω ότι ο χρόνος κάνει βόλτες μέσα από τα ραγίσματα του. Έρχεσαι και φεύγεις στο μυαλό, υπάρχεις κάπου εκεί πάντα. Άτιμο πράγμα η μνήμη. Ειδικά αν είναι σαν τη δική μου, την πάτησες. Δεν ξεχνώ βλέπεις. Ούτε ελέφαντας τόσο. Και όλο ανασύρονται αναμνήσεις, καλές και κακές. Ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα, ένα κλοτσοσκούφι στο πέρασμα του χρόνου. Να μην ξέρεις αν πρέπει να χαμογελάς ή να δακρύζεις.
Εγώ πάλι που ζω μακριά, δηλώνω τυχερός που έχω τις αδερφές μου. Ο καθένας να στηρίξει όπως μπορεί τον άλλον. Η Ιωάννα, η Ράνια και η Χρύσα. Είχα και το γαμπρό μου τον Μανώλη, που στάθηκε στη μητέρα μου σαν δεύτερος γιος της. Κάθε ένας ξέρω πως θρήνησε και θρηνεί με τον δικό της τρόπο. Και έμπλεξαν με εμένα, το τέρας λογικής. Όχι από πείσμα ή ένδειξη δύναμης, έτσι με “έχτισε” η μάνα μου χωρίς να το καταλάβει και η ίδια.
Είχε να το λέει: «πως παιδί μου εσύ βγήκες έτσι; Άμα δεν ξέρεις εσύ μάνα, ποιος θα ξέρει;» Και γελούσαμε. Και μαλώναμε, τα βρίσκαμε, αγαπιόμασταν. Μια περίεργη αγάπη με τη μάνα. Κανείς δεν μπορεί να τη συγκρίνει με τη δική του αγάπη για τη δική του μάνα. Μην κάνετε αυτό το λάθος, μην συγκρίνετε. Ο καθένας λειτουργεί αλλιώς.
Ένα χρόνο μετά, βρίσκομαι 15.000χλμ μακριά από την τελευταία της κατοικία. Ευτυχώς που δεν πιστεύω σε δοξασίες και θα την τιμήσω με τον δικό μου τρόπο. Ούτε μνημόσυνα, ούτε κεριά. Ο καθένας έχει το δικό του αλλιώτικο φως. Η μνήμη όμως δεν σηκώνει αποστάσεις. Τη θυμάμαι πάντα. Όταν οδηγώ, σε κάποιο τραγούδι, το βράδυ πριν κοιμηθώ. Στον ελληνικό καφέ, στο ότι μου έμαθε να μαγειρεύω, στο πώς να προσέχω την εμφάνιση μου.
Όμως εγώ το κάνω για μένα μάνα, όχι για τον κόσμο. Ναι, δυστυχώς η μητέρα μου κοιτούσε τι θα πει ο κόσμος. Αγύριστο κεφάλι, πόσες φορές καυγαδίσαμε για να σταματήσει να σκέφτεται και να ασχολείται με τον κόσμο; Να κοιτάξει την βολή της, την υγεία της, τον εαυτό της. Ο κόσμος θα λέει πάντα και ποιος νοιάζεται; Αυτή ήταν όμως, ήταν το δικό της φως και στο τέλος έπρεπε να το αποδεχτώ.
Ο καθένας μας κάνει τη ζωή του, τη ζει όπως έμαθε ή όπως θέλει ο ίδιος. Η μάνα μου, μου έδωσε τη δύναμη από μικρός να φύγω και να πετάξω. Δάκρυζε κάθε φορά που έφευγα από το σπίτι μας. Της θύμιζα όσο μπορούσα πως μόνο έτσι θα είμαι καλά. Αυτή μου έδωσε τα φτερά και εγώ έπρεπε να πετάξω. Ήταν ίσως η μόνη της παρηγοριά σε κάθε μου αποχώρηση.
Δεν το μετάνιωσα που δεν ήμουν δίπλα της συνέχεια. Πιστεύω ότι τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν και να πετάνε, σαν ελεύθερα πουλιά. Σίγουρα έχασα στιγμές μαζί της όμως αυτή είναι η ζωή. Έτσι ωριμάζουμε, απλωνόμαστε και μεγαλώνουν και τα όνειρα μας. Ερωτευόμαστε, αγαπάμε, κλαίμε, γελάμε, δημιουργούμε, χτίζουμε και προχωράμε.
Να κάνετε περήφανη τη μάνα σας, όπου και αν είστε. Είναι από τα κομμάτια της μητέρας μου που μου λείπουν. Το πόσο περήφανα μιλούσε για μένα, σε γνωστούς και αγνώστους. Το χαμόγελο της εκείνη την ώρα. Φούσκωνε από περηφάνια. Για όλα της τα παιδιά. Είχα όμως την τύχη να είμαι μοναχογιός και αυτό λειτουργούσε πάντα υπερ μου. Συγνώμη αδερφές μου, σας είχε τρεις!
Πέραν του χιούμορ όμως, η σχέση μιας μάνας με το γιο, κρύβει κάτι μοναδικό. Το συναίσθημα, το βλέμμα, τα λόγια. Ήταν μετρημένα και σωστά. Γιατί είχε αξίες η μάνα μου. Τις είχε διδαχτεί από την γιαγιά της. Τις κουβαλούσε μαζί της, βαρύ δισάκι στον ώμο. Για αυτό και έπρεπε να ξεκουραστεί νωρίς. Πριν ολοκληρώσει όλα της τα όνειρα, όπως νομίζω γίνεται με όλους μας.
Μετά από ένα χρόνο, έμαθα ξανά από την αρχή, τι πρέπει να εκτιμώ στη ζωή μου. Τους ανθρώπους της ζωής μου, τις στιγμές, τα όνειρα μου, τα ταξίδια μου. Τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μου, τα λάθη μου και τα σωστά μου. Και όλα αυτά μάνα μου, δεν θα είχαν γίνει χωρίς εσένα. Χωρίς τα ξενύχτια σου, το φιλί σου, την αγκαλιά σου, την ανησυχία σου, το γέλιο σου(που το κληρονόμησα μαζί με τα ματιά σου).
Δεν πιστεύω σε αγγέλους, πιστεύω όμως ότι η ψυχή μας είναι ενέργεια και δεν χάνεται. Που πηγαίνει, δεν έχω ιδέα και δεν με ενδιαφέρει. Αν είσαι κάπου στο σύμπαν, εύχομαι απλά να χαμογελάς τώρα μόνο. Σου αξίζει μετά από τόσο πόνο που πέρασες. Και όσο εγώ θα έχω το δώρο της μνήμης, θα ζεις μέσα από εμένα. Μέσα από τις ιστορίες μου, αυτές που έγραψα και όσες θα γράψω. Θα αξιώνεις μέσα από την κληρονομιά σου και θα είσαι περήφανη. Και δεν θα ξεχαστείς, γιατί θα φροντίσουμε τα παιδιά σου για αυτό!
*Η Σταματία Βογιατζή έφυγε από τη ζωή στις 14 Μαρτίου 2018, σε ηλικία 59 ετών στην Ξάνθη. Για περίπου 4 χρόνια πάλεψε με τον καρκίνο του εντέρου. Μετά ξεκίνησαν οι μεταστάσεις και η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Ήταν μια μοναδική γυναίκα όμως όπως όλες οι γυναίκες ήταν μαχήτρια, δυνατή, με πείσμα και μια κρυφή ενέργεια.