Φανταστείτε μια διαφορετική βερσιόν της «Στέλλας». Η Μελίνα δεν υπάρχει στο πλάνο, δεν κάνει σινεμά, δεν πάει στις Κάννες, δεν γνωρίζει ποτέ τον Ντασέν, δεν υπάρχει το «Ποτέ την Κυριακή», η Ιλυα, η Φαίδρα.
Φανταστείτε τα πάντα, κάπως αλλιώς. Και διαβάστε τι έγινε και άλλαξαν όλα.
Η «Στέλλα», η ταινία-θρύλος του ελληνικού σινεμά πρωτοπροβλήθηκε το 1955. Δίχασε τους κριτικούς, κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα και ήταν φαβορί στις Κάννες για τον Χρυσό Φοίνικα όπως και για βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου -τελικά δεν κέρδισε τίποτα από τα δύο. Κέρδισε όμως η Μελίνα. Τι; Μια υπέροχη ηρωίδα, διεθνές stardom και το πέρασμά της στην κινηματογραφική μυθολογία -και όλα αυτά με το πρώτο της φιλμ, που παραλίγο να μην γυρίσει…
Ο κινηματογράφος για μένα ήρθε αργά, γιατί δεν με ήθελαν. Δεν τους άρεσε το στόμα μου, το έβρισκαν μεγάλο και προκλητικό
Η «ΣΤΕΛΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ»
Η «Στέλλα» γεννήθηκε μια μέρα, στο μυαλό του Ιάκωβου Καμπανέλλη-λογοτέχνη, συγγραφέα, αργότερα «γενάρχη» του ελληνικού θεάτρου. Εκείνη την ημέρα του ‘54 η Μελίνα έπαιζε σε μια ραδιοφωνική διασκευή της «Μήδειας» του Αnouilh. Ο Καμπανέλλης είχε γράψει τη διασκευή. Έκανε μια εντυπωσιακή είσοδο στο στούντιο ηχογράφησης -μόλις είχε κόψει τα μαλλιά της πολύ κοντά, σαν αγόρι. Ο Καμπανέλλης είπε: «Μελίνα είσαι η πιο χειραφετημένη γυναίκα στην Ελλάδα» «Εξαιτίας των μαλλιών μου;» «Όχι, όχι εξαιτίας των μαλλιών σου. Θα γράψω ένα έργο για σένα».
Γράφει τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» -μια ελληνική ή μάλλον «μελινική» εκδοχή της κλασικής «Carmen» του Μerimee. H Στέλλα, είναι μια λαϊκή τραγουδίστρια των μπουζουκιών. Όμορφη, ελεύθερη, εκρηκτική. Ανήκει μόνο όπου εκείνη επιλέγει. Παρατάει τον Αλέκο -γόνο καλής, αστικής οικογένειας- για την αγκαλιά του Μίλτου, που είναι ποδοσφαιριστής, σκληρό, «ατόφιο» αρσενικό.
«Ζήτα μου κάτι, μα να ‘ναι πολύ». Της ζητάει να παντρευτούν. Αρνείται. Την εκβιάζει. Το υπόσχεται. Απαρνιέται το γάμο-δωρεά, δεν πάει ποτέ στην εκκλησία. Ύβρις. «Τα σπασμένα εγώ τα πληρώνω». Περπατάει ήσυχα καταπάνω στο μαχαίρι. Δωρική, πένθιμη, πραγματικά ελεύθερη.
Το έργο δεν ανέβηκε στο θέατρο -τουλάχιστον όχι τότε. Άγνωστο πώς, το πρωτότυπο κείμενο έφτασε στα χέρια του Μιχάλη Κακογιάννη. Το διάβασε, γοητεύτηκε, κι αποφάσισε να το κάνει σενάριο για ταινία (σ.σ. Φήμες, λένε, πως για χρόνια ο Καμπανέλλης του κρατούσε μια πικρία γι’ αυτό..).
Περιέργως, ο Τύπος της εποχής έγραψε πως η πρώτη επιλογή για τον ρόλο της γυναίκας πρωταγωνίστριας ήταν η «νεαρή ηθοποιός Νίνα Σγουρίδου», μια φιναλίστ από την πρώτη ενδεκάδα των καλλιστείων της Νταίζης Μαυράκη. Αλήθεια; Ψέματα; Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ -δεν έπρεπε να υπάρχει- καμιά επιλογή: η Στέλλα ήταν η Μελίνα και η Μελίνα ήταν η Στέλλα. Η αγριάδα και η παραφορά της, η σαγήνη της και ο υπόγειος, σαρωτικός ερωτισμός της. Ήταν το άπιαστο, ανυπότακτο «oiseau rebelle» της Carmen.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΜΕΛΙΝΑ
Στα 35 της, η Μελίνα Μερκούρη -ήδη πρωταγωνίστρια στο «Κοτοπούλη» το 1952 και το 1953- έκανε εμφανίσεις στο Παρίσι, με έργα των Marcel Asar και Jacques Deval. Ονειρευόταν πια διεθνή καριέρα -αλλά μόνο στο θέατρο. Για σινεμά, ούτε λόγος.
«Ο κινηματογράφος για μένα ήρθε αργά, γιατί δεν με ήθελαν» θα έλεγε πολύ αργότερα η ίδια η Μελίνα, σε μια εξομολογητική συνέντευξη στο «ΚΛΙΚ», και τον Πέτρο Κωστόπουλο, τον Φεβρουάριο του ‘90. «Δεν τους άρεσε το στόμα μου, το έβρισκαν μεγάλο και προκλητικό. […] Ήμουν ήδη ηθοποιός του θεάτρου και με λέγανε «Ελληνοπαρισινή» γιατί είχα παίξει και στο Παρίσι, στο θέατρο και, αν θέλεις, είχα μια καριέρα ευρωπαϊκή. Ήταν η εποχή που ο Φίνος ήταν ο τσάρος, ο βασιλιάς, ο εμπνευστής του ελληνικού κινηματογράφου.
Ήταν η εποχή που οι κοπέλες έπρεπε να έχουν ένα μικρό μπουμπουκένιο στόμα, να είναι ξανθιές, να είναι ενζενύ. Εγώ ποτέ δεν ήμουν ενζενύ, ούτε όταν ήμουν πέντε χρονών. Δεν θεωρούσαν -ο Φίνος και όλοι- ότι θα άρεσα στο ελληνικό κοινό. Με βρίσκανε όλοι πολύ-πολύ προκλητική. Όχι με την έννοια της σεξουαλικότητας, αλλά με την έννοια της ασχήμιας. Είχα βέβαια αυτά τα μάτια, αλλά υπήρχε και αυτό το στόμα. Έτσι σκέφτηκα να κάνω στο εξωτερικό ένα τεστ.
Να τραβούσα κάποιες φωτογραφίες. Με φωτογράφισε ο Marpass που ήταν ο φωτογράφος της Μichelle Morgan. Δεν βρέθηκε ρόλος για μένα. Βρέθηκε ευτυχώς ο Κακογιάννης, ο οποίος ερχόταν από την Αγγλία και είχε δει και άλλες γυναίκες με μεγάλο στόμα. Είχε δει την Joan Crawford που εδώ δεν είχαν δει ποτέ. Κάναμε ένα υπέροχο τεστ. Με φωτογράφησε πολύ άγρια, δηλαδή πήρε την κάμερα και την έβαλε μέσα στο στόμα μου. Τώρα με αυτό που θα πω θα γίνει σκάνδαλο, αλλά φαίνεται πως της κάμερας της άρεσε. Έτσι έγινε η «Στέλλα»….»
«Με τη Μελίνα» -θα δήλωνε αργότερα ο Μιχάλης Κακογιάννης– γνωριζόμασταν κοινωνικά από προηγούμενα ταξίδια μου στην Ελλάδα. Είναι περιττό να πω πως ήταν μια προσωπικότητα, της οποίας αποζητούσες την παρέα: ένα πλάσμα χαρούμενο, σαγηνευτικό, απίστευτα λαμπερό. Βεβαίως, εγώ τότε, είχα ήδη κάνει μια ταινία με την Έλλη Λαμπέτη και θα έκανα και άλλες δύο αργότερα. Γενικά θεωρούμην μάλλον «λαμπετικός», παρά «μερκουρικός».
«Ήρθε να με δει» -γράφει η Μελίνα, στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα»- και μου ζήτησε να παίξω τη «Στέλλα». Σήκωσα ψηλά το μεγάλο μου στόμα για να το δει. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Ήταν σκηνοθέτης του κινηματογράφου και αν δεν συμφωνούσε με όλους τους άλλους, πως δεν μπορούσα να έχω φωτογένεια, ποια ήμουν εγώ για να διαφωνήσω; Πριν αλλάξει γνώμη είπα: «Θα το κάνουμε».
Μόνο που για να γίνει η «Στέλλα», η Μελίνα έπρεπε να πάρει άδεια από το θέατρο -έπαιζε ακόμα στο «Κοτοπούλη». Είπε στον Χέλμη «Δεν ζητάω, ικετεύω». Έγινε μια μακριά σιωπή. «Ναι, υπό τον όρο ότι θα παίξεις τη Λαίδη Μάκβεθ, αμέσως μετά το φιλμ». «Δεν θέλω να παίξω τη Λαίδη Μάκβεθ». «Αυτός είναι ο όρος». «Σύμφωνοι».
You loοse some, you win some. Γι’ αυτό το φιλμ η αμοιβή της Μελίνας, συμφωνήθηκε στα 2.000 δολάρια -το μεγαλύτερο ποσό που είχε πάρει ως τότε ηθοποιός για να εμφανισθεί σε ελληνική ταινία…