Διαδρομή Αλεξανδρούπολη – Διδυμότειχο. Από το παράθυρο του αυτοκινήτου κοιτούσα τις καλλιέργειες με τα ηλιοτρόπια που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο. Σκεφτόμουν πως το ίδιο θέαμα θα έβλεπε κάθε φορά και η Ελένη Τοπαλούδη σε αυτήν τη μακρόσυρτη ευθεία του γυρισμού στο σπίτι μέσα από τους αγρούς της Θράκης. Η φοιτήτρια είχε αεροπορικά εισιτήρια επιστροφής από τη Ρόδο στις 11 Δεκεμβρίου του 2018. Δεν πρόλαβε να ταξιδέψει. Στις 28 Νοεμβρίου, το άψυχο σώμα της βρέθηκε να επιπλέει στους Πεύκους, κοντά στη Λίνδο. Ηταν ένα έγκλημα που συγκλόνισε για τη βιαιότητά του. Μια δίκη που απασχόλησε την κοινή γνώμη όσο λίγες στο παρελθόν. Δύο νεαροί δράστες που καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη «συν 15 χρόνια». Και δυο γονείς που στάθηκαν με απίστευτη αξιοπρέπεια στην τραγωδία που τους βρήκε. Αυτούς θα συναντούσαμε με τον Αλέξανδρο Αβραμίδη, τον φωτογράφο της «Κ».
Ο πατέρας της μας περίμενε όρθιος στο μπαλκόνι. Η ψηλή αναγνωρίσιμη φιγούρα έγνεφε για να μας δώσει οδηγίες να βρούμε την πολυκατοικία. Και η μάνα της, μαυροντυμένη, εξουθενωμένη από το πένθος, ήταν στην πόρτα του δια-μερίσματος. Το σαλόνι είχε θέα στη μεγάλη εκκλησία του Διδυμοτείχου, την Παναγία την Ελευθερώτρια. Ομως το βλέμμα σταματούσε πιο πριν. Φωτογραφίες της Ελένης από τη βάπτισή της, φωτογραφίες από το δημοτικό και το γυμνάσιο, φωτογραφίες με το χαμόγελο της πρώτης νιότης, φωτογραφίες με τον μικρό της αδελφό, τον Πέτρο. Ολες συγκεντρωμένες δίπλα στο παράθυρο, σαν εικονοστάσι μαζί με σκίτσα, ποιήματα και εικόνες αγίων.
Τα άλλα ερωτήματα
Advertisements
Τα ερωτήματα του εγκλήματος έχουν απαντηθεί. Μένουν όμως άλλα, εξίσου σημαντικά. Πόσοι εν δυνάμει θύτες υπάρχουν σε επαρχιακά μέρη όπου ανθεί η τοπική ομερτά στη βίαιη συμπεριφορά νεαρών; Πόσοι βιασμοί μένουν ατιμώρητοι γιατί τα θύματα είναι ανήλικες, αλλοδαπές, τουρίστριες, γυναίκες με θέματα αναπηρίας; Γιατί το 2020 το πρότυπο του νταή γίνεται ακόμα αποδεκτό στο σχολείο ή το πανεπιστήμιο, όπως φάνηκε και από την περίπτωση του αδικοχαμένου Βαγγέλη Γιακουμάκη; Σειρά από ερωτήσεις που οδηγούν σε μία ακόμα: Ο βιασμός και ο θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη μας έδωσε μια διαυγή εικόνα για τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε τα πράγματα ή θα εξακολουθούμε να ακούμε πως το θύμα προκαλεί τον βιασμό του;
Καθίσαμε στο τραπέζι με τους γονείς, που επέμεναν πρώτα να ξεκουραστούμε και να δροσιστούμε και μετά να ξεκινήσουμε. «Πώς είσαστε;» ψιθύρισα. «Οσο περνάει ο καιρός χειρότερα» λέει η Κούλα Τοπαλούδη. «Τώρα νιώθω την απώλεια, καταλαβαίνω ότι δεν θα την ξαναδώ. Και αυτό πονάει πάρα πολύ. Ενας πόνος καθημερινός, αβάσταχτος και τυραννικός. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, να δεχθώ ότι έχασα το παιδί μου με αυτόν τον αποτρόπαιο, βάρβαρο τρόπο. Πολλές φορές κάθε ημέρα το μυαλό μου είναι σ’ αυτήν τη σκηνή που την πήρε ο Λουτσάι και την πήγε σε αυτό το σπίτι-κολαστήριο στους Πεύκους. Σχηματίζω εικόνες από αυτά που μάθαμε μέσα από τη δικογραφία για το τι πέρασε. Ταυτίζομαι με τον πόνο της, με τις κραυγές της. Eχω πολλά αναπάντητα γιατί. Για 3,5 ώρες μπορούσαν να τη σώσουν. Και δεν έκαναν τίποτε. Και αποφάσισαν για τη ζωή της Ελένης, χωρίς την Ελένη και χωρίς εμάς».
«Τώρα νιώθω την απώλεια, καταλαβαίνω ότι δεν θα την ξαναδώ. Και αυτό πονάει πάρα πολύ. Ενας πόνος καθημερινός, αβάσταχτος και τυραννικός. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, να δεχθώ ότι έχασα το παιδί μου με αυτόν τον αποτρόπαιο, βάρβαρο τρόπο», λέει η Κούλα Τοπαλούδη, κρατώντας ένα πορτρέτο της αδικοχαμένης Ελένης.
Ανάβει τσιγάρο. «Δεν πήραν υπόψη πως πίσω από την Ελένη κρύβονται γονείς. Μια μάνα που τη μεγάλωσε από βρέφος και την έκανε δύο μέτρα κοπελάρα. Από την ώρα που την ένιωσα μέσα στο κορμί μου, ασχολήθηκα μαζί της με νανουρίσματα, με κλασική μουσική, με κείμενα αρχαία. Είχα μανία με το αρχαίο κείμενο, από την εφηβική μου ηλικία σαν μαθήτρια του κλασικού. Και δεν ήμουν και μικρή, ήμουν 34 χρόνων όταν την γέννησα. Ηταν μια συνειδητή γέννα, ήξερα δηλαδή τι ήθελα από αυτό το ανθρωπάκι που έφερνα στην ζωή. Την αγάπησα πιο πάνω από κάθε τι. Τώρα δεν έχω τίποτα. Μόνο αναμνήσεις, φωτογραφίες και τα πράγματά της. Και προσπαθώ με τα μάτια της ψυχής μου να την ονειρευτώ. Και αυτό είναι μια ψευδαίσθηση. Παρακαλώ να έρθει στον ύπνο μου εδώ και 18-19 μήνες, δεν ήρθε ποτέ.
»Η νύχτα είναι φοβερή, μεγάλος καημός Δεν μπορώ να κοιμηθώ και έρχομαι εδώ πάντα στην τραπεζαρία και γράφω. Και προσπαθώ μέσα από το γράψιμο που είναι ψυχοθεραπευτικό να πάρω απαντήσεις. Ρωτάω, απαντάω εγώ για λογαριασμό της Ελένης. Και περιμένω πότε θα ξημερώσει. Μπαίνω, βγαίνω, μπαλκόνι-τραπεζαρία, μπαλκόνι-έξω, λουλούδια, παρτέρια, ουρανός, κάθε νύχτα, αυτό το ίδιο. Σε τίποτα δεν διαφέρει το ένα βράδυ από το άλλο. Από την πρώτη στιγμή που συνέβη μέχρι και εχθές έτσι θα πάει η ζωή μου».
«Σπάνια θα υπάρξει βραδιά που θα κοιμηθούμε εντάξει», λέει ο Γιάννης Τοπαλούδης. «Μόλις σκέφτομαι τι πέρασε το κορίτσι μου, τι πέρασε το παιδί μας αυτές τις τελευταίες στιγμές αυτομάτως ξυπνάω. Αυτό έρχεται στο μυαλό μας, όπως και η τελευταία εικόνα όταν πήγε ο Αλβανός και την πήρε κάτω από το σπίτι της. Αυτή η τελευταία ζωντανή εικόνα της. Και πιστεύω πως κάθε γονιός αν είχε κάτι τέτοιο να αντιμετωπίσει θα βασανιζόταν κάθε βράδυ με αυτούς τους εφιάλτες».
Advertisements
Το δίλημμα
Αναρωτήθηκα αν μετάνιωσαν για το ότι μεγάλωσαν την κόρη τους με τόση καλοσύνη. Εκπαιδευτικοί και οι δύο στο επάγγελμα, φαίνονται από την πρώτη στιγμή άνθρωποι τρυφεροί και καλοπροαίρετοι. «Αυτό είναι ένα δίλημμα, πολλές φορές το σκέφτηκα» απαντά η Κούλα. «Λέω μήπως έκανα κακό που παρουσίαζα τους ανθρώπους καλούς; Η πολλή αγάπη που της δώσαμε, η αίσθηση ότι γύρω της υπάρχει καλοσύνη των ανθρώπων; Αυτό υπάρχει και μέσα από τη ζωή μας, αυτό της δείξαμε, ότι εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους, ότι αγαπάμε, δεν κοροϊδεύουμε, συμβιβαζόμαστε με το διαφορετικό». Για να συμπληρώσει: «Η Ελένη ήξερε πράγματα, ήξερε ότι δεν είναι τόσο αγγελικά πλασμένος όλος ο κόσμος». Ο πατέρας της πήρε τον λόγο: «Ο ρόλος του γονιού είναι να μιλάει στο παιδί για τις κακοτοπιές. Αλλά όμως δεν μπορείς να του πεις: “Κοίταξε αυτόν που θα κάνεις παρέα μπορεί και να είναι δολοφόνος”. Δεν μπορείς να το πεις αυτό διότι δεν θα ήμασταν κοινωνία ανθρώπων, θα ήμασταν ζούγκλα. Υπάρχουν τέρατα γύρω μας που είναι ντυμένα με άλλη προβιά καλοπροαίρετη, επιφανειακή, δεν μπορεί εύκολα να τα διακρίνει δυστυχώς κάποιο παιδί της ηλικίας των 20 ετών. Αυτά τα άτομα πάντα και παντού θα υπάρχουν. Πρέπει όμως εμείς ως κοινωνία, ως γονείς, ως σχολείο να μαθαίνουμε τα παιδιά μας να γίνονται κακοπροαίρετα; Να βλέπουν ένα ποτήρι μισοάδειο και όχι μισογεμάτο; Εμείς πάντα και την Ελένη και το δεύτερο παιδί μας, τον Πέτρο, τον συμβουλεύουμε να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο. Με την έννοια ότι πρέπει να προσέχει μεν αλλά να κάνει φιλίες, να σέβεται τους διπλανούς του, να σέβεται το διαφορετικό».
«Γονιός είναι πολλά πράγματα, ο πιο δύσκολος ρόλος»
Σε πολλές από τις συνεντεύξεις τους, η Κούλα και ο Γιάννης Τοπαλούδης στρέφονται εναντίον των γονιών των δραστών. Εξακολουθούν και τώρα να το λένε δίχως περιστροφές: «Αυτοί ήταν οι δολοφόνοι. Αυτοί πρώτοι δολοφόνησαν τα παιδιά τους και στη συνέχεια αυτά τα τέρατα που έσπειραν, δολοφόνησαν το δικό μου το παιδί που δεν τους έφταιξε σε τίποτα. Η Ελένη ένα παιδί που θα ήθελε κάθε ελληνική οικογένεια να το έχει, ένα καλό κορίτσι, δοτικό, φιλότιμο, αξιαγάπητο, ναζιάρικο, αγαπιότανε. Εβγαζε από το στόμα της την μπουκιά να στη δώσει αν δεν είχες», λέει η Κούλα συνεχίζοντας: «Ο πατέρας του Κούκουρα, αυτός ο υποτίθεται ευυπόληπτος πολίτης… Δεν έβλεπε την βία που είχε το παιδί του; Επτά σχολεία άλλαξε και σχολείο δεν τελείωσε. Συνεχώς δημιουργούσε προβλήματα. Ο πατέρας έλεγε πως ο γιος του στοχοποιείται, τον έχουν βάλει στο κέντρο οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, ποτέ δεν παραδεχόταν τη βίαιη συμπεριφορά του γιου του. Ηταν ένα παιδί που εμφανιζόταν με κλομπ, με σουγιάδες, με μηχανές. Ο γονιός “αγρόν ηγόρασε”. Η μάνα του, δε, ούτε καν ασχολήθηκε συνειδητά και υπεύθυνα με το μεγάλωμα του γιου της. Γιατί η βία και η επιθετική συμπεριφορά και στο σπίτι εκδηλώνονται, όχι μόνο στον χώρο του σχολείου. Αλλά εγώ έχω πρόβλημα με τους γονείς του Λουτσάι. Γιατί από τη γειτονιά τους οι άνθρωποι έλεγαν ότι βροντούσε τις πόρτες και οι φωνές τους ακούγονταν στα πεζοδρόμια. Συνεννοήθηκε με τον Κούκουρα, να την πάνε εκεί στους Πεύκους να τη βιάσουν και επειδή αρνήθηκε, το όχι της το πλήρωσε με θάνατο».
«Το ίδιο θα έκαναν και στο άλλο κοριτσάκι με τα αναπηρικά προβλήματα που πήγε να βιάσει ο Λουτσάι τέσσερις μέρες μετά τον θάνατο της Ελένης αν αυτό είχε αρνηθεί και αντιδράσει. Είμαι σίγουρος», δηλώνει ο πατέρας. «Στο δικαστήριο λέω στον πατέρα του Κούκουρα: “Καλά εδώ άλλαξε τόσα σχολεία, σου είπαν οι δάσκαλοι οι καθηγητές τόσα, εσύ γιατί δεν πήγες τον γιο σου σε κάποιον ειδικό και έκανες τέτοια ζημιά, την κόρη μου την έστειλε ο γιος σου στο χώμα και ο γιος σου καταστράφηκε και τώρα πάει στη φυλακή. Ποιος είναι ο υπεύθυνος;”. Δεν είπε τίποτα φυσικά. Για να γίνει κάποιος γονιός, δεν πάει να πει σπέρνω εγώ ένα παιδί στην κοιλιά της γυναίκας μου. Γονιός είναι πολλά πράγματα που δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς δεν αντιλαμβανόμαστε τη δυσκολία του ρόλου. Και η μαγική λέξη είναι μία, τόσο απλή αλλά συνάμα τόσο σύνθετη: έμπρακτη αγάπη, αγάπη δεν σημαίνει όμως παίρνω και δίνω λεφτά. Ετσι το καταστρέφεις το παιδί, το πετάς στον Καιάδα».
Ο πατέρας της δολοφονημένης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη ευχαριστεί, συγκινημένος, πολίτες που συγκεντρώθηκαν στο Εφετείο Αθηνών την ημέρα της αναγγελίας της απόφασης του δικαστηρίου (Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ) .
Ο ίδιος ανατρέχει στον τρόπο που μεγάλωσε την κόρη του: «Στην Ελένη δεν αγοράζαμε μόνο άπειρα βιβλία, θέλαμε να έχει παραστάσεις. Την πήγαμε στην Αθήνα πόσες φορές, την πήγαμε στο Πολυτεχνείο να αφήσει εκεί ένα λουλούδι, στην Ακρόπολη, στο Μουσείο, στον Παρθενώνα, εννοείται σε θέατρα και τα ίδια κάναμε και στον Πέτρο μας. Ηδη είναι 14 ετών· τρεις φορές πήγε στην Ακρόπολη, τρεις φορές πήγε στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, πόσες φορές πήγαμε στο θέατρο», λένε οι γονείς.
Εμφανίζεται ο μικρός γιος για να μας χαιρετήσει. Παρότι μαθητής γυμνασίου, ο Πέτρος έχει φτάσει στο μπόι τον πατέρα του. Πηγαίνουμε και στο δωμάτιο της Ελένης. Σε μια βιβλιοθήκη στον τοίχο είναι στριμωγμένα τα κουκλάκια και τα λούτρινα ζωάκια της. Τέτοια είχε και στο υπνοδωμάτιό της στη Ρόδο. Στο σαλόνι παρατηρώ και δύο ακόμα φωτογραφίες: η μητέρα της Κούλας και ο πατέρας του Γιάννη πέθαναν πριν από λίγο καιρό. Η πίεση που δέχθηκαν η οικογένεια και ο συγγενικός κύκλος ήταν τρομερή.
Να μην κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, να μιλάμε…
Δάσκαλος ο Γιάννης Τοπαλούδης και νηπιαγωγός η σύζυγός του, θεωρούν ότι ευθύνη για τους δράστες δεν φέρουν μόνον οι γονείς τους, αλλά και οι καθηγητές τους: «Για μένα ηθικοί αυτουργοί και φταίχτες είναι κατ’ αρχάς και οι ίδιοι οι καθηγητές του Κούκουρα. Γιατί δεν έκανε μια επιστολή ο γυμνασιάρχης, ο λυκειάρχης του να πει ότι “αντιμετωπίζω αυτό το φοβερό πρόβλημα που κινδυνεύουν οι υπόλοιποι μαθητές”; Ανέχονται μια κατάσταση. Δεν είναι έτσι όμως. Οταν συνέβη το έγκλημα, είπαν οι καθηγητές του: Δεν μας προκάλεσε έκπληξη, το περιμέναμε».
Ο πατέρας της Ελένης μιλάει και για τον ρόλο της τοπικής κοινωνίας στη Ρόδο: «Οχι μόνον οι καθηγητές, αλλά και από τον περίγυρο ήξεραν τι μπουμπούκια ήταν. Ηξεραν ότι αυτοί οι δύο θα έκαναν κάποια στιγμή κάτι βαρύτερο. Και όντως όταν τους έπιασαν είπαν εκεί στη Ρόδο: “Α, το περιμέναμε από αυτούς”. Και εγώ ρωτάω: Αφού το περιμένατε γιατί δεν κάνατε κάτι γι’ αυτά εδώ τα παιδιά, είτε να πάνε σε κάποιον φορέα είτε να πάνε σε κάποιο ίδρυμα να συνετιστούν με κάποιον ψυχολόγο, ψυχίατρο, τέλος πάντων, κάπως να βοηθηθούν; Και αν δεν μπορούσαν να θεραπευτούν με κάποιον τρόπο ψυχιατρικό, έπρεπε να γίνει ένας εγκλεισμός τους για να γλιτώσουμε, για να γλιτώσει το παιδί μας. Ενδεχομένως, αν δεν ήταν η Ελένη –εγώ αυτό το πιστεύω ακράδαντα– σίγουρα θα έφτανε μεθαύριο ή ύστερα από καιρό κάποιο άλλο παιδάκι να είναι στη θέση της».
Αγνωστες πτυχές του δράματος ξετύλιξε το ζεύγος Τοπαλούδη, που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στην «Κ».
Κατά το ζεύγος Τοπαλούδη, υπάρχουν ένοχα μυστικά που οι Ροδίτες αποσιωπούν. «Εμένα μου στέλνουν μηνύματα κορίτσια και μου λένε χίλια δυο γι’ αυτό το νησί, ακόμη και οι ίδιες οι Ροδίτισσες. Αλλά υπάρχει η κάλυψη, να μη μάθει ο κόσμος έξω από τη Ρόδο. Ομως, οι βιασμοί δίνουν και παίρνουν. Το καλοκαίρι έχουν τουρίστριες και τον χειμώνα τα θύματα είναι φοιτήτριες», λέει η μητέρα της Ελένης, ενώ ο πατέρας της σε μία από τις συνεντεύξεις που έδωσε σε ροδιακά ΜΜΕ είχε πει πως η τοπική κοινωνία πρέπει να κάνει την αυτοκάθαρσή της. Η Κούλα Τοπαλούδη είναι ακόμη πιο αιχμηρή: «Οταν υπάρχει το χρήμα, υπάρχει η ευκολία για όλα, για να έχουμε χαλαρά ήθη, να μην υπάρχει ο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής, της ύπαρξης, της αξιοπρέπειας, το κορμί του κοριτσιού να μην το σεβόμαστε, το όχι να μην είναι όχι. Τα δικά μας παιδιά από τα μη τουριστικά μέρη, με τα φόντα και με την ώθηση που δέχονται από εμάς, να μάθουν γλώσσες, μουσική, να τα πάνε καλά στο σχολείο, με περγαμηνές, θα γίνουν υποχείρια αυτών που έτυχε να έχουν μαγαζιά σε τουριστικά μέρη. Τα δικά τους παιδιά δεν θα κάνουν τίποτε στη ζωή τους γιατί έμαθαν στο χρήμα που δίνει με ευκολία ο γονιός. Και κάνουν επίδειξη της δύναμής τους, διότι δεν έχουν τι άλλο να δείξουν: μόνο τα λεφτά του πατέρα τους. Δεν έχουν να δείξουν επίπεδο, ανησυχίες, προβληματισμούς, τα βιβλία, τις γλώσσες, τους σκοπούς, τα όνειρά τους. Τι έχουν; Να κάνω μια κίνηση και να βγάλω έτσι μέσα από την τσέπη 500-600 ευρώ. Εγώ το δεκαπενθήμερο δεν παίρνω 500 ευρώ. Του Κούκουρα ο γιος εμφανιζόταν με πολλά λεφτά στο λύκειό του, το ΕΠΑΛ, και τα έβγαζε προκλητικά μπροστά στους καθηγητές».
Κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα στη συζήτηση. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Η Κούλα μιλάει με την αδελφή της στο τηλέφωνο, που της στέλνει κεράσια από τις Σέρρες. Σκέφτομαι το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει το Διδυμότειχο από τη Ρόδο, δύο ελληνικές επαρχίες. Η Ελένη μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη του ελληνικού Βορρά, η οποία είναι ξεχασμένη από το κράτος, έχει μηδενική εγκληματικότητα, μερικές χιλιάδες κατοίκους που πάνω-κάτω γνωρίζονται μεταξύ τους και ελάχιστους ξένους επισκέπτες. Η σύγχρονη Ρόδος με δεκαπλάσιο –από το Διδυμότειχο– πληθυσμό τον χειμώνα και εκατονταπλάσιο το καλοκαίρι, συμπιέζει σε περιορισμένο εμβαδόν πανσπερμία ανθρώπων: ντόπιους, περαστικούς ή μόνιμα εγκατεστημένους ξένους και φοιτητές από όλα τα μέρη της χώρας. Ενδημούν τα ναρκωτικά και μια συγκεκριμένου τύπου εγκληματικότητα.
Ομως, αρκεί η σύγκριση των δύο τόπων για να βγάλει κανείς συμπεράσματα για το αποτρόπαιο έγκλημα; Ηταν η σύγκρουση δύο κόσμων, που με τόση ενάργεια περιγράφουν οι γονείς Τοπαλούδη; Η μη τουριστική Ελλάδα που έχει για πυλώνες την εργατικότητα και τη μόρφωση και η αλλοτριωμένη Ελλάδα των μαζικών θερέτρων, που άρχισε να πλουτίζει αβρόχοις ποσί τη δεκαετία του ’80; Η απάντηση δεν είναι απλή.
Το δικαστήριο
Τους ρωτώ εάν αισθάνθηκαν δικαίωση με τα ισόβια των δραστών. «Εγώ δεν είμαι ικανοποιημένη με αυτήν την ποινή, γιατί το ισόβια δεν είναι ισόβια. Κάποιος με κάθειρξη 20 ετών μπορεί να βγει όταν εκτίσει 6 χρόνια και 8 μήνες. Για ποιους λόγους, λοιπόν, εγώ θα ζητωκραυγάζω και θα χειροκροτώ; Ισόβια θα ζω εγώ τον θάνατο και θα πονάω και θα υποφέρω. Για τους δολοφόνους και τους στυγνούς εγκληματίες δεν θα υπάρξει ισόβια κάθειρξη», λέει η μητέρα της Ελένης, και ο πατέρας της προσθέτει: «Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επιβολή της ποινής για τη δική μας περίπτωση, εν μέρει είμαστε ικανοποιημένοι γιατί ήταν το ανώτατο που θα μπορούσε να επιβληθεί. Και μάλιστα ήταν μια απόφαση ομόφωνη. Ομως, εγώ θα πρέπει να ευχαριστήσω και τους ενόρκους και τους δικαστές και την πρόεδρο, που ήταν άψογη καθ’ όλα και, φυσικά, την εισαγγελέα, γιατί ήταν πραγματικά η φωνή της Ελένης μας μέσα στα δικαστήρια. Στην περίπτωσή μας το θύμα δεν μπορεί να ξαναζωντανέψει και να μιλήσει. Ούτε αυτόπτες μάρτυρες έχουμε για να μιλήσουν, έχουμε μόνο τους δύο εγκληματίες, βασανιστές, βιαστές. Και από την άλλη, η φωνή της Ελένης δεν μπόρεσε να βγει μέσα από εμάς. Εμείς μιλήσαμε μια φορά σαν γονείς και τελειώσαμε».
Συνεχίζει: «Η φωνή της Ελένης ήταν η εισαγγελέας και η φωνή του κάθε θύματος πρέπει να είναι ο εισαγγελέας», ενώ δεν παραλείπει να απαντήσει και στον Ακη Σκέρτσο, ο οποίος είχε ασκήσει κριτική στην εισαγγελέα της δίκης για τη φορτισμένη αγόρευσή της. «Λαϊκή απογευματινή δεν ήταν ποτέ ούτε έγινε και ποτέ το δικαστήριο. Και δεν το άφησαν και δεν το επιτρέψαμε εμείς ως γονείς της Ελένης. Δείξαμε την απόλυτη αξιοπρέπεια και τον απόλυτο σεβασμό σε όλες τις διαδικασίες και στους ίδιους τους εγκληματίες, τους γονείς τους και συγγενείς τους. Το ίδιο παροτρύναμε να κάνουν και όσοι ήτανε απ’ έξω. Και οι ίδιοι οι δικηγόροι των εγκληματιών έδωσαν τα εύσημα για τον σεβασμό και την ηρεμία, όσο μπορούσαμε να έχουμε ηρεμία μέσα μας». Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναρωτήθηκαν πού βρήκε το ψυχικό σθένος ο Γιάννης Τοπαλούδης να είναι τόσο ευγενικός στη δύσκολη διαδικασία της δίκης: «Και να υπήρχε ξέσπασμα δικό μου, για παράδειγμα, θα γινόταν κάτι; Θα ζωντάνευε το παιδί μου; Αν ήταν εγώ να δολοφονήσω τους δολοφόνους του παιδιού μου και να ξαναζωντάνευε η Ελένη μου, θα το έκανα ευχαρίστως. Δυστυχώς, είμαστε προσγειωμένοι σε αυτήν την οικτρή πραγματικότητα, να ζούμε με τον θάνατο του παιδιού μας που δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ ξανά πίσω».
Ο εγκλεισμός των δύο δραστών θα φέρει τη μεταμέλειά τους; Η μάνα της Ελένης το αποκλείει: «Αυτά τα δύο ανθρωπόμορφα τέρατα δεν μετανιώνουν με τίποτα. Ο Κούκουρας είπε τη μια μέρα “δεν έκανα τίποτα και δεν αισθάνομαι τύψεις” και την άλλη ημέρα “έκλαψα πολύ για την πάρτη της Ελένης” με τη μαγκιά τού λεφτά. Και ο Αλβανός στην περίπτωση με την κοπέλα ΑμεΑ, που βίασε τέσσερις ημέρες μετά τον φόνο της Ελένης; Τι να μετανιώσει. Δεν έχουν ψυχή, δεν έχουν ίχνος ενοχής, ντροπής, μεταμέλειας, συγγνώμης. Και αν το λένε δεν το νιώθουν, είναι τόσο άδειες οι ψυχές τους. Τρεισήμισι ώρες μπορούσαν να σώσουν το παιδί μου και δεν το έκαναν, δεν το πήγαν στο νοσοκομείο. Και θα μου πουν συγγνώμη και εγώ θα πω “αχ! Μου ζήτησαν συγγνώμη, μπράβο, σάς συγχωρώ”. Την κούκλα που πέταξαν μέσα στα κρύα νερά ας πάνε να τη ζωντανέψουν και θα τους δώσω δέκα συγγνώμες!».
Φωτογραφίες της Ελένης μαζί με άλλες της οικογένειας δίπλα στο παράθυρο, σαν εικονοστάσι, πλάι σε σκίτσα, ποιήματα και εικόνες αγίων.
«Πιστεύω στον Χριστό και στον Θεό, όμως η πίστη μου κλονίστηκε»
Από την οικία της οικογένειας Τοπαλούδη είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει πίστη στον Θεό. Τους ρωτώ αν δοκιμάστηκε. «Πιστεύω στον Χριστό και στον Θεό, όμως η πίστη μου κλονίστηκε. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι αν το κύμα ή ο άνεμος ήταν αλλιώς, τότε το σώμα της Ελένης δεν θα βρισκόταν ποτέ. Ισως ήταν θέλημα Θεού, να φυσήξει, να αλλάξει, να γυρίσει προς τα μέσα και να βρουν το άψυχο σώμα της, να φτάσουμε να κάνουμε και την κηδεία της, να φτάσουμε στα δικαστήρια, να ανακαλύψουμε τους δράστες. Είμαι χριστιανός, αλλά το να είμαι σωστός χριστιανός είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το πιο εύκολο που προσπαθούμε και οι δύο είναι να είμαστε σωστοί άνθρωποι», λέει ο πατέρας τής Ελένης. Η Κούλα λέει ότι πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Παρασκευή αλλά αισθάνεται οργή: «Εγώ είμαι θυμωμένη με τον Θεό, δεν προσεύχομαι. Επιλεκτικός είναι ο Θεός; Αλλα πλάσματά του τα αγαπάει και τα πονάει και άλλα δεν τα αγαπάει και δεν τα πονάει; Γιατί ενώ ήξερε τις βουλές των δύο βιαστών –αυτός δίνει μυαλό τους ανθρώπους– ήξερε τους σκοπούς αυτών των δύο τεράτων, γιατί δεν δημιούργησε ένα ατύχημα εκείνο το βράδυ; Οταν ο Λουτσάι και του Κούκουρα ο γιος πηγαίνανε το παιδί μου στους Πεύκους; Γιατί δεν δημιούργησε ένα ατύχημα, σακατεμένα να τα πηγαίνανε στο νοσοκομείο της Ρόδου; Μου λένε και το άλλο το οικτρό, ότι τη διάλεξε ο Θεός γιατί αυτή ήταν η αποστολή της Ελένης τελικά, να δείξει πόσο σαθρή είναι η κοινωνία μας και πόσο σάπια.
»Ξέρω πως δεν υπάρχουν ηθικοί φραγμοί, αγάπη, σεβασμός, έλεος, λύπη, σφιχτές αγκαλιές αλλά υποκρισία. Εύκολα απορρίπτουμε, καταδικάζουμε, δεν αποδεχόμαστε. Ολοι μας έχουμε κλειστεί στα καβούκια, στα σπίτια μας. Δεκάρα δεν δίνουμε αν δίπλα θα κοπεί και μια γυναίκα, αν υποφέρουν παιδιά, οτιδήποτε, δεν το
καταγγέλλουμε. Αυτό έκαναν και στη Ρόδο. Ενώ βλέπανε τη βία και την επιθετική συμπεριφορά έλεγαν, “εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Δεν βαριέσαι…”. Σταυροκοπιόνταν κιόλας που δεν συνέβη σε δικό τους παιδί. Και έγινε σε ένα παιδί από την επαρχία, το Διδυμότειχο, ένα παιδί μιας άλλης οικογένειας. Ναι, αλλά όσες φορές δεν κοιτάμε κατάματα την αλήθεια και ανατρέφουμε μάγκες, νταήδες βαρύμαγκες, κάποιο σπίτι στην ελληνική κοινωνία θα κλαίει μια Ελένη. Τώρα συνέβη στο δικό μου σπίτι, αύριο μπορεί να συμβεί στο σπίτι του άλλου. Εγώ, εσύ και όλοι μαζί κάνουμε το σύνολο που λέγεται κοινωνία. Η συνενοχή είναι έγκλημα, είναι θάνατος, κακοποίηση, βιασμός. Πρέπει όλοι να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον, να έχουμε δηλαδή μια αγκαλιά ο ένας για τον άλλο, γιατί δεν ξέρουμε το δικό μας αύριο. Και τελικά αποδείχθηκε από τη δική μου την τραγωδία πως τίποτε δεν θεωρείται σταθερό και δεδομένο και μόνιμο. Ηρθε μια νύχτα και μου ανέτρεψε τη ζωή χρόνων και με έστειλε στα τάρταρα. Να ζω στη μαυρίλα, να μην υπάρχει χρώμα στη ζωή μου, να μην υπάρχουν όνειρα, αισιοδοξία, τίποτα».
Η συζήτηση τελείωσε, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, τα τασάκια γεμάτα. «Ελα να σου δείξω κάτι», μου λέει ο Γιάννης Τοπαλούδης και με βγάζει στο μπαλκόνι που βρίσκεται στον δεύτερο όροφο. Μπροστά μας φαινόταν μια τεράστια φωλιά πελαργών στον γειτονικό στύλο της ΔΕΗ, με το ζευγάρι των πτηνών να φροντίζει δύο νεοσσούς. Μου τους έδειξε σχεδόν με καμάρι. «Υπάρχει και κάτι ακόμα», συνέχισε. Με πήρε από το μπράτσο και με έβαλε να σκύψω προσεκτικά σε μια τυφλή γωνία της βεράντας για να δω ένα νεογέννητο περιστεράκι. Ηταν μια μπάλα με φτερά, μάτια και ράμφος, που με κοίταζε εξεταστικά. «Το προσέχουμε και αυτό» είπε ο πατέρας και χαμήλωσε τα μάτια του, για να μη φανεί η συγκίνησή του.
Συμπαράσταση
Το κρίσιμο θέμα για την Κούλα Τοπαλούδη είναι το κατά πόσον λειτουργούν τελικά η αστυνομία και η Δικαιοσύνη στις περιπτώσεις βιασμών. «Αυτόν τον καιρό μπαίνω μέσα στον υπολογιστή και ψάχνω. Υπάρχει ο βιασμός της Αμαρύνθου της Χαλκίδας με μια 15χρονη Βουλγάρα, μια περίπτωση στην Ξάνθη, και όχι μόνο, όπου οι βιαστές τη γλιτώνουν ή πέφτουν στα μαλακά. Αυτό το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό για να μείνει έτσι», υπογραμμίζει. Κατά τη διάρκεια της δίκης, το κύμα συμπαράστασης που δέχθηκαν ήταν τεράστιο. Ανάμεσα στους εκατοντάδες πολίτες, ήταν και γονείς των οποίων τα παιδιά είχαν πέσει θύματα βιασμού: «Υπάρχουν μάνες που έχουν ταυτιστεί μαζί μου, μάνες τα παιδιά των οποίων πέρασαν παρόμοιες ή λιγότερο οδυνηρές καταστάσεις και ζητάνε τις συμβουλές μας. Υπάρχουν γυναίκες άγνωστες εντελώς, από το πουθενά, οι οποίες ήταν πάντα καθημερινά σε επαφή μαζί μου, που θεωρώ ότι γίνανε αδελφές μου. Αγνωστοι άνθρωποι από τις πρώτες μέρες μάς έστελναν μηνύματα συμπαράστασης ηλεκτρονικά, επιστολές, γλάστρες με λουλούδια, εικόνες»…