Υπεραπλουστεύοντας, η Δικαιοσύνη έχει την άποψη ότι το ελληνικό κράτος κατά κανέναν τρόπο δεν είναι υποχρεωμένο να αποζημιώσει τη Μυρτώ. Διότι δεν υπάρχει κανένας νόμος ο οποίος να καθιστά υπεύθυνο το κράτος για τις συνέπειες εγκλημάτων που διαπράττονται ατομικά από οποιονδήποτε – και εν προκειμένω, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μυρτώς, επί ελληνικού εδάφους από παράτυπους μετανάστες. Ωστόσο, η μητέρα της τραγικής «Μυρτώς της Πάρου», Μαρία Κοτρώτσου, είναι αποφασισμένη να μη σταματήσει έως ότου δικαιωθεί, προσφεύγοντας ακόμη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως έσχατο διάβημα.
Η κυρία Κοτρώτσου είναι απολύτως πεπεισμένη ότι το ελληνικό κράτος οφείλει να αποζημιώσει την κόρη της, εφόσον ήταν οι παραλείψεις κρατικών φορέων, όπως η Ελληνική Αστυνομία, οι οποίες τον Ιούλιο του 2012 επέτρεψαν στον 21 ετών τότε Πακιστανό Αχμέτ Βακάς να ληστέψει, να βιάσει, να διαλύσει το κρανίο της Μυρτώς στα βράχια της Χρυσής Ακτής Πάρου, να την εγκαταλείψει ημιθανή και, εν ολίγοις, να καταστρέψει οριστικά τη δική της ζωή όπως και της οικογένειάς της. Προφανώς, το κοινό αίσθημα στην Ελλάδα συντάσσεται με την κυρία Κοτρώτσου απευθύνοντας μια συλλογική και αυθόρμητη, έστω και σιωπηρή επί του παρόντος, έκκληση προς την κυβέρνηση να επανεξετάσει την υπόθεση της Μυρτώς, πέρα από το στενό γράμμα του νόμου. Οχι ακυρώνοντας ή παρακάμπτοντας τη Δικαιοσύνη, αλλά σε μια προσπάθεια επίδειξης μιας ηθικά δικαιολογημένης επιείκειας. Διότι μόνο με παρέμβαση της κυβέρνησης -και μάλλον απευθείας του πρωθυπουργού προσωπικά- η Μυρτώ και οι οικείοι της θα αποφύγουν την εξευτελιστική δοκιμασία της επαιτείας. Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια ενός αθώου θύματος είναι εντέλει το επίδικο.
«Αρνούμαι να ικετεύω»
Οπως εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» η κυρία Κοτρώτσου, «αυτή τη στιγμή ζούμε με τη βοήθεια κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων. Εκείνοι δεν φαίνονται, αλλά μας στηρίζουν. Κανείς, όμως, δεν έχει υιοθετήσει το παιδί μου για πάντα. Αυτού του είδους η βοήθεια μπορεί να σταματήσει οποιαδήποτε στιγμή. Και ήδη υπάρχουν κάποιες θεραπείες που πρέπει να κάνει η Μυρτώ, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν ούτε μέσω αυτής της οικονομικής ενίσχυσης. Είμαι σίγουρη ότι, αν π.χ. ζούσα στη Γερμανία και είχε πάθει το παιδί μου ό,τι έπαθε, το κράτος θα μου έδινε τα μέσα ώστε να συνεχίσω να ζω αξιοπρεπώς. Και όχι να δέχομαι ή να ζητάω βοήθεια σαν ζητιάνα. Στην Ελλάδα το κράτος με εξαναγκάζει να βγω στα ΜΜΕ και να ικετεύω για βοήθεια. Οχι, αρνούμαι να το κάνω αυτό. Και αρνούμαι επειδή έχω όλο το δίκιο με το μέρος μου. Μας έβλαψαν, τη Μυρτώ και την οικογένειά μας, εγώ δεν έβλαψα κανέναν».
Με το πολλαπλό και αποτρόπαιο έγκλημά του, ο Αχμέτ Βακάς καταδίκασε τη Μυρτώ σε βαρύτατης μορφής, διά βίου αναπηρία. Μετά από 9 επώδυνα χρόνια και αμέτρητες θεραπείες, η 23χρονη σήμερα Μυρτώ έχει καταφέρει να βρίσκεται σε μια υποτυπώδη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Αυτό είναι, πιθανότατα, το ανώτατο όριο της αποκατάστασής της. Μέρα με την ημέρα απομακρύνεται οποιαδήποτε ελπίδα να ξεπεράσει τη σχεδόν ολική της παράλυση, την οποία προκάλεσαν οι συντριπτικές κακώσεις στο κεφάλι της. Επιπλέον, κατά καιρούς, όπως συνέβη εσχάτως, εκδηλώνονται παρενέργειες στον οργανισμό της Μυρτώς από τη φαρμακευτική αγωγή την οποία λαμβάνει.
Το αίτημα της κυρίας Κοτρώτσου είναι να μην ισχύσει άλλη μία καταδίκη για τη Μυρτώ, αυτή τη φορά οικονομικής φύσης. Αλλά το Διοικητικό Εφετείο της Αθήνας αρνήθηκε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, η οποία απέρριπτε το σχετικό αίτημα για αποζημίωση. Το επόμενο στάδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και το μεθεπόμενο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο «αόρατος» βιαστής
Οπως εξηγούν στο «ΘΕΜΑ» έγκριτοι νομικοί, στο Ελληνικό Δίκαιο το λεγόμενο «δεδικασμένο» δεν λαμβάνεται σε καθοριστικό βαθμό υπ’ όψιν για παρεμφερείς υποθέσεις, σε πλήρη αντίθεση με το αγγλοσαξονικό Κοινό Δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον από τυπικής άποψης, μια ενδεχόμενη εξαίρεση για τη Μυρτώ ως ιδιάζον περιστατικό, δεν ανοίγει απαραιτήτως τον δρόμο για διεκδίκηση κρατικής αποζημίωσης από οποιοδήποτε θύμα οποιουδήποτε είδους εγκληματικής ενέργειας. Από την πλευρά της, η κυρία Κοτρώτσου διεκδικεί 200.000 ευρώ, εν είδει χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τη ζημιά την οποία έχει υποστεί η Μυρτώ κατά τον παρ’ ολίγον θανάσιμο τραυματισμό της. Ζητείται πάγια μηνιαία σύνταξη 2.977,81 ευρώ, από τον Ιούνιο του 2017 και εφ’ όρου ζωής της Μυρτώς, για την κάλυψη των βασικών εξόδων διαβίωσης, καθημερινής φροντίδας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Επίσης, η μητέρα και η αδελφή της Μυρτώς ζήτησαν να επιδικαστεί στην καθεμία τους ποσό 50.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη την οποία υφίστανται.
Ο Αχμέτ Βακάς καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στις 10 Μαΐου του 2017, περίπου πέντε χρόνια μετά τη βάρβαρη επίθεσή του στη Μυρτώ. Στις 4 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, η κυρία Κοτρώτσου κατέθεσε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή εναντίον του ελληνικού κράτους, διεκδικώντας τις προαναφερθείσες αποζημιώσεις. Οταν το αίτημά της απορρίφθηκε, η κυρία Κοτρώτσου επέμεινε και, δύο χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2019, προσπάθησε να προσβάλει την αρχική απορριπτική απόφαση, προσφεύγοντας στο Εφετείο. Το επιχείρημά της επικεντρώνει στο status του Βακάς ως παράτυπου μετανάστη και άρα στην ευθύνη του ελληνικού κράτους για το γεγονός ότι ένα άτομο το οποίο είναι, από νομικής άποψης, αόρατο και ανυπόστατο, περιφερόταν ελεύθερα στην Ελλάδα, εργαζόταν παρανόμως και κατέληξε να βιαιοπραγήσει, τυφλά και με μανία θηρίου, εις βάρος μιας έφηβης που έτυχε να βρεθεί στον δρόμο του.
Ο Αχμέτ Βακάς δεν ήταν σεσημασμένος κακοποιός, καθώς πριν από τις 22 Ιουλίου του 2012, όταν και επιτέθηκε στη Μυρτώ, δεν είχε απασχολήσει την Αστυνομία. Φυσικά, ο Βακάς δεν ήταν εγγεγραμμένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών. Σε όλα αυτά τα κενά, η πλευρά της κυρίας Κοτρώτσου διακρίνει εγκληματικές παραλείψεις εκ μέρους των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών. Το δικαστήριο, όμως, κρίνει ανίσχυρο και ανεπαρκές το επιχείρημα «αν η Αστυνομία είχε φροντίσει να κάνει εγκαίρως τη δουλειά της, ο Αχμέτ Βακάς δεν θα κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτος και δεν θα είχε κακοποιήσει τη Μυρτώ». Κατά τους δικαστές, δεν υπάρχει η λεγόμενη «αιτιώδης συνάφεια» ανάμεσα στις παραλείψεις του Ελληνικού Δημοσίου και το έγκλημα. Για να υπάρξει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υποτεθεί ότι αποκλειστικά και μόνο η παράνομη είσοδος και παραμονή στην Ελλάδα κάποιου αλλοδαπού οδηγεί αναπόφευκτα στην τέλεση σοβαρότατων εγκλημάτων. Το επιχείρημα αυτό θα γινόταν δεκτό μόνο αν όλοι οι παράτυποι μετανάστες διέπρατταν ειδεχθή εγκλήματα όπως αυτό του Αχμέτ Βακάς. Εξυπακούεται, όμως, ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Κόντρα στο τέρας
Ωθούμενη από το καθήκον της ως μητέρας, η κυρία Κοτρώτσου δεν πτοείται από τις αρνητικές γι’ αυτήν δικαστικές αποφάσεις. Παρόλο που δηλώνει «απογοητευμένη, θυμωμένη και οπωσδήποτε αδικημένη» από την τελευταία απόρριψη του αιτήματός της, προσφεύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι στο μυαλό της έχει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εξάλλου, η προσφυγή στο ΣτΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προτού αποταθεί κάποιος στο δικαιοδοτικό όργανο της Ε.Ε. «Αυτό που ζητώ μπορεί να λυθεί εντός των συνόρων της Ελλάδας, χωρίς να αναγκάζομαι να τρέχω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο», επισημαίνει η μητέρα της Μυρτώς στο «ΘΕΜΑ». Και τονίζει ότι «απογοητευμένη και θυμωμένη δεν είμαι με τους Ελληνες δικαστές. Είμαι απογοητευμένη και θυμωμένη με τους εκάστοτε νόμους που ψηφίζει το ελληνικό κράτος υπέρ του εαυτού του και όχι υπέρ των πολιτών. Οταν λέω “υπέρ του εαυτού του” εννοώ ότι επικρατεί η λογική του “αν δώσουμε αποζημίωση στη Μυρτώ, τότε θα ζητήσουν και όλοι οι υπόλοιποι. Αρα το ελληνικό κράτος θα πρέπει να τους πληρώσει. Ασχέτως εάν το κράτος πληρώνεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τους μετανάστες που φιλοξενεί -και μάλιστα με πάρα πολλά χρήματα». Σε δηλώσεις και αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κυρία Κοτρώτσου έχει πολλάκις χαρακτηρίσει «τέρας» και «κτήνος» τον Αχμέτ Βακάς και έχει διαμαρτυρηθεί έντονα για την ποινή που εκτίει ο Πακιστανός εγκληματίας, η οποία είναι μόνο κατ’ όνομα ισόβια. «Δυστυχώς γεννήθηκες Ελληνίδα», είχε γράψει σε μια έκρηξη απογοήτευσης απευθυνόμενη στην κόρη της, την ημέρα της θλιβερής επετείου από το συμβάν που ανέτρεψε διά παντός τη ζωή της. «Δεν ξεχνώ, δεν συγχωρώ», συνέχιζε στο ίδιο κείμενο, «πιστεύω στη θεία δίκη. Αυτός (σ.σ.: ο δράστης) ζει μια χαρά και τον πληρώνουμε όλοι εμείς, και εγώ μαζί, το κράτος καλά κρατεί και εσύ μωρό μου εξακολουθείς να τυραννιέσαι. Ετσι είναι σ’ αυτή τη χώρα που λέγεται Ελλάδα, οι αθώοι πληρώνουν. Τα θύματα, όχι οι θύτες».
Σε μια πιο ψύχραιμη τοποθέτηση, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» η μητέρα της Μυρτώς αναρωτιέται «γιατί, ύστερα από τόσες συσκέψεις και συνεδριάσεις που γίνονται σε κυβερνητικό επίπεδο δεν έχει τεθεί μια υποσημείωση, ότι όταν πλήττεται πολίτης του ελληνικού κράτους, να αποζημιώνεται ώστε να συνεχίσει να ζει αξιοπρεπώς; Οχι με χρήματα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά με χρήματα από εκεί όπου τα παίρνει η Ελλάδα για να φιλοξενεί μετανάστες».