Σε μία εκ βαθέων συνέντευξη, η Έλενα Ακρίτα μιλά για το νέο της βιβλίο «Σκισμένο Τούλι», τη Σοφία Μπεκατώρου, τη διαφορετικότητα, την κατάθλιψη και τονίζει ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, αλλά «δεν πιστεύω ότι θα έρθουν μόνες τους. Πρέπει να τις φέρουμε εμείς»
Έπειτα από τη μεγάλη επιτυχία του βραβευμένου βιβλίου της «Τα Τάπερ της Αλίκης», η αγαπημένη συγγραφέας επιστρέφει με το «Σκισμένο Τούλι» από τις εκδόσεις Διόπτρα και μιλά μιλά στο ethnos.gr. Πέντε γυναίκες προχωρούν πιασμένες χέρι χέρι, αδιαφορώντας για ηλικίες, τάξεις και γενιές. Πετάνε τα σκισμένα τούλια από πάνω τους και διεκδικούν τη ζωή τους από την αρχή. Σε μια εποχή που τα ανθρώπινα δικαιώματα πνίγονται στις κραυγές των αρνητών τους, η Έλενα Ακρίτα με χιούμορ και συγκίνηση αφηγείται μια δυνατή ιστορία, ενώ η πένα της γίνεται αγωγός για να ακουστεί η κρυφή φωνή που ξεκινάει από μέσα μας.
«Ο κοινός άξονας στα δύο τελευταία μου μυθιστορήματα έχει να κάνει με μία πιο φεμινιστική προσέγγιση απέναντι στα πράγματα, χωρίς όμως οι δύο ιστορίες να έχουν καταγγελτικό λόγο. Δηλαδή από “Τα Τάπερ της Αλίκης”, που ξεκινάει τη δεκαετία του ‘80 μέχρι “Το Σκισμένο Τούλι”, που εκτυλίσσεται στα χρόνια της πανδημίας, υπάρχει μία συνάφεια σε θέματα, όπως είναι η κακοποίηση, ο βιασμός και το μπούλινγκ. Παράλληλα, και στα δύο βιβλία υπάρχει η καχυποψία που αντιμετωπίζουν τα ομόφυλα ζευγάρια. Στο “Τάπερ της Αλίκης” είναι δύο αγόρια που είναι μαζί από το σχολείο και στο “Σκισμένο Τούλι” είναι δύο γυναίκες που επίσης είναι πολλά χρόνια μαζί, αλλά ζουν κάτω από αυτό το λοξό και στραβό βλέμμα της κοινωνίας. Υπάρχουν, λοιπόν, κοινές θεματικές που έχουν να κάνουν με αυτά που προβληματίζουν τον συγγραφέα, δηλαδή εμένα στην προκειμένη περίπτωση» αναφέρει η Έλενα Ακρίτα στο ethnos.gr.
Τραγικό πρόσωπο στο «Σκισμένο Τούλι» είναι η Μάρω, μία παντρεμένη γυναίκα, η οποία πέφτει θύμα πολλαπλού βιασμού και, παρά τις ιατροδικαστικές αποδείξεις, θα πρέπει να ξεκινήσει έναν δύσκολο δικαστικό αγώνα για να τιμωρήσει τους βιαστές της που έχουν χρήματα και «άκρες». «Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση της Μάρως είναι το πώς διαχειρίζεται μία τεράστια προσωπική τραγωδία. Ειδικά αυτή την περίοδο που οι καταγγελίες για σeξουαλική κακοποίηση έρχονται η μία μετά την άλλη στο φως. Η εμπειρία της Μάρως είναι ταυτόχρονα ότι πιο διαχρονικό και επίκαιρο μπορεί κανείς να ζήσει στην εποχή και στον τόπο μας. Δηλαδή η Μάρω είναι η Μπεκατώρου. Η Μάρω είναι το κορίτσι που στο μπαρ της πιάνει τα οπίσθια ο μαγαζάτορας. Η Μάρω είναι το κορίτσι, που μπαίνει στο λεωφορείο και της βάζουν χέρι. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι η Μάρω. Αυτό που αγαπώ περισσότερο σε αυτό το κορίτσι είναι το γεγονός ότι δεν είναι ούτε Μπουμπουλίνα ούτε Αμαζόνα. Η Μάρω φοβάται, έχει τύψεις και πιστεύει ότι φταίει αυτή για όσα της συνέβησαν. Λέει ότι φταίει η φούστα της και αναρωτιέται αν είναι γυναίκα ελαφρών ηθών. Προσωποποιεί και κατά κάποιο τρόπο σωματοποιεί τόσο πολύ τις ενοχές της που της βγαίνει σε κατάθλιψη. Γι’ αυτό και ζητάει βοήθεια από ψυχίατρο. Βγαίνει μπροστά με πολύ μεγάλο κόστος και με μεγάλο τίμημα. Πολλές φορές το μετανιώνει, αυτοθυματοποιείται και λυγίζει. Είναι στιγμές που αναρωτιέται να πάρει τα χρήματα που της δίνουν γιατί δεν είναι άγια, αλλά ανθρώπινη. Είναι μία γυναίκα με σάρκα και οστά, πλέον άνεργη, με έναν άντρα που τα φέρνει δύσκολα οικονομικά. Είναι μία γυναίκα, όπως όλες μας. Απλά η Μάρω βρίσκει το κουράγιο και κάνει την υπέρβαση. Κάτι που μερικές από εμάς δεν το καταφέρνουμε» τονίζει η συγγραφέας.
Σοφία Μπεκατώρου
Η κυκλοφορία του βιβλίου της Έλενας Ακρίτα και η ιστορία της Μάρως συνέπεσε χρονικά με την υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία τόλμησε, έσπασε τη σιωπή της και μίλησε για τη σeξουαλική κακοποίηση που έχει υποστεί από παράγοντα της ιστιοπλοϊκής ομοσπονδίας. Ηδη, μάλιστα, το δρόμο που χάραξε η Σοφία Μπεκατώρου ακολούθησαν κι άλλες αθλήτριες, οι οποίες μίλησαν για τις τραυματικές εμπειρίες που έχουν βιώσει. «Αυτό είναι μόνο η αρχή. Με αφορμή τη Σοφία Μπεκατώρου, ξεκινάει ένα #metoo και στην Ελλάδα με καθυστέρηση τεσσάρων με πέντε χρόνων. Πιστεύω ότι θα ανοίξουν κι άλλα στόματα και σε άλλους χώρους. Γιατί τα ίδια συμβαίνουν σε όλους τους εργασιακούς χώρους».
«Και εμείς στα νιάτα μας στη δημοσιογραφία τα είχαμε υποστεί όλα αυτά, απλά εμείς τότε δεν ξέραμε καν τη λέξη “παρενόχληση”. Λέγαμε: “σου έβαλε χέρι” ή “σου ρίχτηκε”. Κάτι τέτοια. Και νιώθαμε και ενοχές ότι έφταιγε η φούστα που ήταν κοντή» επισημαίνει.
Για όσους ισχυρίζονται ότι η Σοφία Μπεκατώρου «άργησε» να μιλήσει, η κυρία Ακρίτα απαντά ότι «άργησε να μιλήσει γιατί υπάρχουν άτομα που ρωτάνε: “Γιατί άργησε τόσο να μιλήσει;”». Είναι αυτό που είχε πει ο Ζακ Κωστόπουλος: “O λόγος που δεν μιλάμε είναι εκείνοι που μας ρωτάνε γιατί δεν μιλάμε”. Είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι».