Ανοίγεις τα μάτια σ’ έναν κόσμο αλλοιωμένο, πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι γνωρίζεις. Κρύο, δυνατοί θόρυβοι, πολύ φως. Ανοίγεις το στόμα κι από μέσα βγαίνει ένα φωναχτό συναίσθημα. Δεν το ξέρεις αυτό το συναίσθημα, δεν ξέρεις ότι είχες φωνή. Δεν το ξέρεις το στήθος που σε ακουμπάνε. Όμως μοιάζει οικείο. Μυρίζει μαμά, οπότε είναι εντάξει.
Μετά από λίγο συνειδητοποιείς ότι έτσι θα είναι ο κόσμος όπου θα ζεις πια. Σαλιώνεις ένα δάχτυλο και το σηκώνεις στο κενό. Προς τα πού φυσάει ο αέρας της ζωής σου; Ύστερα κάνεις δύο μπουνίτσες τόσες δα και σφηνώνεις κάτω απ’ το στήθος αυτό το κάτι που κρατάς να μη σου φύγει. Σε παίρνει ο ύπνος λίγο πιο ήσυχο έχοντας νιώσει την καθησυχαστική παρουσία εκείνου του ενός, που είναι δίπλα σου απ’ την πρώτη-πρώτη στιγμή.
Πας σχολείο, πας πανεπιστήμιο. Χριστέ μου, πώς θα επιβιώσω απ’ τις πανελλήνιες; Γαμώτο, πώς βγαίνει η ύλη του εξαμήνου; Κάθεστε μαζί κάτω κι εκείνος σου κρατάει το βιβλίο για να πεις μάθημα. Ξενυχτάει μαζί σου κι ανησυχεί. Το πρωί θα σου θυμίσει τη μισοφαγωμένη σοκολάτα που κουβαλάς στην τσάντα σου, για να πάρεις δυνάμεις. Στα λάθη σου θα είναι αμείλικτος κριτής σου.
Τον τρέμεις, γιατί μόνο εκείνος ξέρει να σε κάνει τόσο σκουπίδι, αν και τελικά είχε λόγο· στα έκανε νιανιά και στα έδωσε να τα φας, γιατί μόνο έτσι χωνεύεις τις ατέλειές σου και βρίσκεις τρόπους να τις βελτιώνεις. Κι ανάμεσα στα βιβλία και τα διαβάσματα ψάχνεσαι. Ποιος είσαι; Εκείνος σου δίνει την απάντηση.
Γνωρίζεις το άλλο σου μισό. Ένα μισό εσύ, ένα μισό ο άλλος κι όμως μαζί δεν κάνετε έναν άνθρωπο. Σύνολο στη σχέση σας δεν είστε ούτε καν δύο. Τέσσερις είστε! Το φαντάζεσαι;
Καμιά φορά οι επιλογές σου σε διαψεύδουν. Τότε και για μια περίοδο κατοικείς αποκλειστικά τα πατώματα, με ιδιαίτερη προτίμηση σ’ αυτό του μπάνιου, γιατί εκεί μένει κι η φίλη σου η λεκάνη. Ουίσκια και τσιγάρα στην ατμόσφαιρα. Τίποτα και κανέναν άλλο δεν ανέχεσαι. Μόνο εκείνον δεν μπορείς να ξεφορτωθείς. Δεν τον θες, αλλά τουλάχιστον τον ανέχεσαι. Μέχρι που μια μέρα σε βουτάει απ’ τα μαλλιά και σου φωνάζει «Ξεκόλλα, μα…κα μου! Δεν πάλευα εγώ να σε κάνω άνθρωπο σωστό με τα όλα του, για να σε δω να μεταλλάσσεσαι σε φτηνή απομίμηση. Μπρος, έφτασε η ώρα ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα.» Και σηκώνεσαι, γιατί εκείνος σου έτεινε το χέρι του.
Άλλες φορές πρέπει να πάρεις μια μεγάλη απόφαση. Πολλοί σε νοιάζονται για να σου δώσουν τη γνώμη τους. Αλλά εκείνος ο ένας ξέρει να σου υποδείξει τα σωστά κριτήρια και να σε κατευθύνει στο δρόμο που πραγματικά σου ταιριάζει. Απ’ την άλλη, στις μεγάλες δυσκολίες είναι το πρώτο στήριγμα και το τελευταίο καταφύγιο. Όλα τα ενδιάμεσα μπορεί να υποκύψουν, αλλά εκείνος θ’ ακολουθεί πάντα πιστά στην κάθοδό σου.
Μάνα μου, ακόμα αναρωτιέσαι; Δεν είναι φίλος, γιατί ποιος ν’ αντέξει τόσα πολλά; Δεν είναι οικογένεια, γιατί απ’ αυτή κάποτε απογαλακτίζεσαι. Δεν είναι ούτε σύντροφος, γιατί κι αυτός τις ίδιες ανάγκες μ’ εσένα έχει μέσα στη σχέση σας.
Δεν ήταν γρίφος. Το σωστό πρόσωπο είναι ο εαυτός σου.
Τόσοι άνθρωποι στη ζωή μας, όμως όλοι περνούν, γιατί οι άνθρωποι αυτό κάνουμε. Μόνη σταθερά στην εξίσωση ο εαυτός μας. Δουλεύει ακούραστα και πάντα υπογείως, πίσω απ’ τις κάμερες, κάτω απ’ το πετσί μας, στον πυρήνα της ύπαρξής μας, που τον φυλάμε.
Να τον προσέχεις τον εαυτό σου. Να του φοράς ζακέτα τα βράδια μη σου κρυώσει. Να μην τον εξαναγκάζεις σε καταστάσεις που τον καταπιέζουν. Να μην του επιβάλλεις ανθρώπους που δεν του πρέπουν. Να μην του πνίγεις τα όνειρα σε λίμνες και σε θάλασσες. Να μην τον κρατάς πίσω εκεί που έχει όλη τη δυναμική να πάει μπροστά.
Μα πάνω απ’ όλα να τον αγαπάς. Είναι πλάσμα ιδιόμορφο. Κόβεται για σένα, να τα κάνει όλα κι όπως θες. Να μη σ’ απογοητεύσει, να φτάσει τις προσδοκίες σου. Κι ω, τι προσδοκίες έχεις! Υπεράνθρωπες κι απάνθρωπες τις περισσότερες φορές. Αλλά τον έχεις ακούσει να παραπονιέται; Το μόνο που ζητά είναι αγάπη για καύσιμο. Αν του αρνηθείς, τον σκοτώνεις και μένεις ένα περίβλημα χωρίς εαυτό μέσα.
Όσο τηρείς αυτά τα απλά και βασικά, αισθάνεσαι ευχαριστημένος. Περνάς καλά με τον εαυτό σου κι αυτό βγαίνει προς τα έξω. Η ζωή τσουλάει. Όσο τρώγεσαι, η μόνιμη εσωτερική σύγκρουση που βιώνεις χαλάει τα πάντα στην καθημερινότητά σου, απ’ τα πιο μεγάλα μέχρι τα πιο μικρά· αδυνατείς να συγκεντρωθείς στους στόχους σου, ενώ σου φταίει μέχρι κι ο μπροστινός στην ουρά επειδή αναπνέει.
Μόνοι μας πάμε κι ερχόμαστε στη ζωή. Ή κι όχι, αν επιλέξεις την ανάγνωση ότι είσαι εσύ κι ο εαυτός σου σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό σου λέω, μην τον αμελείς.
Βούτα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κατέβασε τα παράθυρα να μπει το καλοκαίρι ανάμεσα στα μαλλιά σου, βάλε μουσικούλα της αρεσκείας σου και τράβα μια βόλτα. Κάνε μια στάση στο μεταξύ. Κάπου να έχεις θέα, μια θάλασσα, μια Αθήνα με φωτάκια, έναν κάμπο με κατσίκια, ό,τι σου βρίσκεται και φάε ένα παγωτό. Όχι, μη μετρήσεις τις θερμίδες αυτή τη φορά. Άκου με κι ο εαυτός σου θα σ’ ευγνωμονεί.
Της Μαίρης Ρήγα