«Άστο να κλάψει»…Πόσο σωστό είναι αυτό για το μωρό μας;
Το ελεγχόμενο κλάμα είναι μια τεχνική που εφαρμόζεται για να αντιμετωπιστούν μωρά και μικρά παιδιά που δεν κοιμούνται από μόνα τους ή που ξυπνούν την νύχτα.
Το ελεγχόμενο κλάμα περιλαμβάνει να αφήνεις το βρέφος να κλαίει για ολοένα αυξανόμενα χρονικά διαστήματα πριν του προσφέρεις αγκαλιά ή παρηγοριά. Ο σκοπός του ελεγχόμενου κλάματος είναι να αφήσεις τα μωρά να πέφτουν για ύπνο από μόνα τους και να τα σταματήσεις από το κλάμα ή τις φωνές τους, που στόχο έχουν να έρθεις κοντά τους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η ανησυχία εδώ είναι ότι αυτή η ευρέως διαδεδομένη και προτεινόμενη ακόμα και από επαγγελματίες υγείας τεχνική έρχεται σε αντίθεση με τις ανάγκες των βρεφών για την καλύτερη δυνατή συναισθηματική και ψυχική υγεία και είναι πιθανό να έχει αρνητικά – χωρίς βέβαια κακή πρόθεση από την πλευρά των γονιών – αποτελέσματα.
Ας δούμε τα επιστημονικά δεδομένα
Τα βρέφη πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα εντελώς νέο κόσμο και ακόμα και μικρές αλλαγές είναι πιθανό να προκαλούν άγχος. Το να αφήνεις ένα μωρό να κλαίει χωρίς απόκριση και παρηγοριά, ακόμα κι αν γίνεται για μικρή χρονική περίοδο, μπορεί να είναι πολύ αγχωτικό και επώδυνο για αυτά.
Το κλάμα είναι σχεδιασμένο από τη φύση ως σινιάλο ανάγκης του βρέφους για απόκριση. Παρότι η τεχνική του ελεγχόμενου κλάματος ίσως τελικά οδηγήσει το μωρό στο να μην κλαίει, είναι πιθανό να του διδάσκει να μην αναζητεί ή να μην περιμένει βοήθεια και υποστήριξη όποτε είναι αγχωμένο.
Τα βρέφη από την ηλικία των έξι μηνών κι έπειτα υποφέρουν από ποικίλου βαθμού άγχος αποχωρισμού από τους γονείς τους. Αυτό το άγχος συνεχίζεται έως ότου συνειδητοποιήσουν ότι οι γονείς τους θα επιστρέψουν κάθε φορά που φεύγουν και ότι είναι ασφαλή ό,τι και να συμβαίνει. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ένα στάδιο που μπορεί να έρθει και στα τρία χρόνια της ζωής.
Σχεδόν όλα τα μικρά παιδιά ωριμάζουν από μόνα τους έως τριών ή τεσσάρων ετών και αποβάλλουν την ανάγκη να ξυπνούν το βράδυ για αγκαλιά και να επιζητούν την παρουσία των γονιών τους, πολλά δε πολύ νωρίτερα από αυτήν την ηλικία. Η αυθαίρετη επιμονή του ενήλικα για πρόωρη ωρίμανση του παιδιού σε αυτόν τον τομέα έχει συχνά αποτέλεσμα προβλήματα ύπνου και συναισθηματικής φύσης που διαρκούν σε βάθος χρόνου.
Τα μωρά μας είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ασφαλή σύνδεσμο με τους γονείς τους όταν εκείνοι απαντούν έγκαιρα, κατάλληλα και με συνέπεια στις ανάγκες και το άγχος τους. Οι ασφαλείς σύνδεσμοι στη βρεφική ηλικία (secure attachment) αποτελούν τη βάση για όλες τις σχέσεις του νέου ανθρώπου στο μέλλον, για μια καλή ψυχική υγεία στην ενήλικη ζωή.
Τα βρέφη των οποίων οι γονείς ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους και αντιδρούν έγκαιρα στο κλάμα τους, μαθαίνουν να «ησυχάζουν» πιο γρήγορα σε βάθος χρόνου γιατί γίνονται πιο ασφαλή στην πεποίθησή τους ότι οι ανάγκες τους για συναισθηματική ασφάλεια θα ικανοποιηθούν.
Βιολογικός προγραμματισμός και ύπνος REM
Οι απαιτήσεις του σύγχρονου Δυτικού τρόπου ζωής και κάποιες συμβουλές «ειδικών» έχουν οδηγήσει τους γονείς στην ψευδή προσδοκία ότι όλα τα βρέφη και μικρά παιδιά θα έπρεπε να κοιμούνται όλη τη νύχτα συνεχόμενα από τους πρώτους ήδη μήνες της ζωής τους ή ακόμα και από τις πρώτες εβδομάδες. Στην πραγματικότητα τα μωρά μας είναι βιολογικά προγραμματισμένα να ξυπνούν πολύ πιο συχνά τη νύχτα σε σύγκριση με μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες, γιατί οι κύκλοι ύπνου τους είναι πολύ πιο σύντομοι. Τα μωρά μας κοιμούνται για πολύ λίγο χρόνο βαθιά, έπειτα βιώνουν αρκετό ύπνο REM ( ύπνο γρήγορων κινήσεων των ματιών, συνδεόμενο με τα όνειρα) και ξυπνούν έπειτα από 1-2 ώρες, για να επιστρέψουν έπειτα σε έναν παρόμοιο βραχύ κύκλο ύπνου. Οι σύντομοι κύκλοι ύπνου επιτρέπουν στα βρέφη να περνούν περισσότερο χρόνο της ημέρας στον ύπνο REM, o οποίος θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
Πολλοί γονείς αισθάνονται εξαντλημένοι όταν τα μικρά τους παιδιά κλαίνε την νύχτα, εν μέρει γιατί απαιτείται πρόσθετη ενέργεια για να σηκωθούν και να ηρεμήσουν το μικρό τους, αλλά και μερικές φορές γιατί έχουν την μη ρεαλιστική προσδοκία ότι τα μωρά «πρέπει» να κοιμούνται μόνα τους όλη νύχτα. Κάποιοι από αυτούς τους γονείς βρίσκουν ότι το ελεγχόμενο κλάμα βοηθάει. Άλλοι γονείς όμως βρίσκουν ότι δε βοηθάει ή ότι προκαλεί τόσο επώδυνες στιγμές σε γονείς και μωρό που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη μέθοδο.
Στέλιος Παπαβέντσης, Παιδίατρος
babyspace.gr