Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ! Ο Πρόδρομος και η Ευλογία φρόντιζαν να αναθρέψουν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», ο καθένας όμως τα βοηθούσε με τον δικό του τρόπο.
Ο πατέρας ήταν αυστηρός και συχνά τα τιμωρούσε. Μια φορά ένας γείτονας σήκωσε τον μικρό Αρσένιο, που ήταν τότε τριών ετών, να κόψη σύκα από μια συκιά που βρισκόταν στο φράκτη ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού.
Ο Αρσένιος έκοψε πέντε σύκα, και ο γείτονας του έδωσε τα δύο. Όταν όμως το έμαθε ο πατέρας του, τον έδειρε.
– Τι το χτυπάς το παιδί; έλεγε η μητέρα. Τι ήξερε αυτό; Μικρό παιδί είναι. Πως μπορείς να το ακούς να κλαίη;
– ʼμα έκλαιγε τότε που το σήκωσε ο άλλος, για να κόψη τα σύκα, είπε ο πατέρας, δεν θα έκλαιγε τώρα. ʼλλα, φαίνεται, ήθελε και αυτό να φάη σύκα. Ας κλαίη λοιπόν τώρα.
Αντίθετα, η μητέρα αντιμετώπιζε τις παιδικές αταξίες με τρόπο αρχοντικό και προσπαθούσε να βοηθήση τα παιδία να νιώσουν το καλό ως ανάγκη. Κάποτε ο Αρσένιος έφαγε λίγο-λίγο το γλυκό που είχαν σ ένα βάζο. Έτσι, όταν πήγαν στο σπίτι επισκέπτες και η Ευλογία πήγε να ετοιμάσει κεράσματα, ο Αρσένιος έτρεξε στην κουζίνα και την βρήκε να κρατάη το άδειο βάζο.
– Έφαγε το γλυκό, καμάρι; τον ρώτησε εκείνη.
– Ναι εγώ το έφαγα, απάντησε.
– Και τώρα τι θα κεράσουμε; του είπε και τον κοίταξε με πόνο.
Από τότε ο Αρσένιος δεν ξαναέφαγε γλυκό χωρίς να ρωτήση την μητέρα του. Αργότερα έλεγε: «Με αυτήν την συμπεριφορά της η μητέρα με βοηθούσε περισσότερο, παρά αν μου έδινε σκαμπίλι, όπως ο πατέρας. Φυσικά, και οι δύο με αγαπούσαν, εκείνο όμως που με διόρθωνε περισσότερο ήταν η αρχοντική συμπεριφορά της μητέρας».
Η Ευλογία, όταν έβλεπε τα παιδιά να κάνουν καμμιά αταξία, γύριζε αλλού το κεφάλι της και έκανε πως δεν τα βλέπει, επειδή δεν ήθελε να τα στενοχωρήση. Αυτό όμως ράγιζε την ευαίσθητη καρδιά του Αρσενίου. «Κοίταξε, έλεγε, εγώ έκανα τέτοια αταξία, και η μητέρα όχι μόνο δεν με δέρνει, αλλά κάνει και πως δεν με βλέπει! ʼλλη φορά δεν θα το ξανακάνω!».
Μπορεί όμως η Ευλογία να έκανε πως δεν έβλεπε, αλλά τίποτε δεν της περνούσε απαρατήρητο, και φρόντιζε όλα να τα διορθώνη. Όταν παντρεύθηκε η μεγάλη της κόρη Ζωή, ο σύζυγός της περνούσε κάθε μέρα από το σπίτι τους και πάντα έφερνε κάτι για τον μικρό Αρσένιο. Αυτός, μόλις τον έβλεπε, του έλεγε: «Τι μου έφερες;», και του έψαχνε τις τσέπες. Τότε η Ευλογία, για να κόψη την κακή συνήθεια του παιδιού της, είπε στον γαμπρό της: «Μην τον μαθαίνης έτσι. Πάρε και βάλε λίγο αλάτι στην τσέπη σου. Σε παρακαλώ να με ακούσης!».
Κι όταν ο Αρσένιος άρχισε να πηγαίνη στο σχολείο, η μητέρα του τον βοηθούσε να αντιμετωπίζη την κάθε δυσκολία πνευματικά και τον δίδασκε με κάθε ευκαιρία την ταπείνωση. Επειδή έβγαινε πρώτος στο τρέξιμο, τα παιδιά δεν τον άφηναν να τρέξη μαζί τους και τον έδιωχναν αποκαλώντας τον «προσφυγόπουλο». Εκείνος πήγαινε στην μητέρα του κλαίγοντας και έλεγε:
– Δεν μ αφήνουν τα παιδιά να τρέξω μαζί τους.
– Θέλεις να τρέξης; Να αυλή, τρέξε, απαντούσε εκείνη. Γιατί θέλεις να τρέχης εκεί; Για να σε βλέπουν οι άλλοι και να σου λένε «μπράβο»; Αυτό έχει υπερηφάνεια.
Αλλοτε πάλι ο Αρσένιος παραπονιόταν ότι οι συμμαθητές του τον παραμέριζαν, όταν σπρώχνονταν μεταξύ τους μπαίνοντας στην τάξη. «Τι θα καταλάβης αν μπης πρώτος; του έλεγε η μητέρα του. Αυτό έχει υπερηφάνεια». Έτσι ο Αρσένιος άρχισε να ελευθερώνεται από τις μικρότητες. Κι όταν έβλεπε τα παιδιά να μαλώνουν ποιος θα βγη πρώτος στο παιχνίδι ή να καμαρώνουν που νίκησαν, γελούσε από μέσα του και έλεγε: «Τι χαμένα πράγματα!
Δίκιο έχει η μητέρα!». Ήταν τότε οκτώ ετών? από την μικρή όμως αυτή ηλικία η μητέρα του τον βοήθησε «να συλλάβη το βαθύτερο νόημα της ζωής».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Άγιος Παϊσιος, ο Αγιορείτης», Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 36-38
vimaorthodoxias.gr