Μια αναγνώστριά μας, η Άννα Φ. απ’ τη Θεσσαλονίκη, έγραψε ένα κείμενο για μια απ’ τις πιο δύσκολες αποστολές στη ζωή κάθε ανθρώπου: τη διαχείριση της απώλειας ενός γονιού. Τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον μπαμπά της δεν είναι πια και τόσο φωτεινά. Όμως, κάπως, κάποτε, πρέπει να συμφιλιωθείς και να συνεχίσεις.
«Τι σημαίνει “Τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον Τάδε”; Γιατί, δηλαδή, τα Χριστούγεννα μας κάνουν να νοσταλγούμε αυτούς που μας λείπουν περισσότερο από μια οποιαδήποτε περίοδο του χρόνου; Παλιά μου φαινόταν εντελώς χαζός ο συσχετισμός Χριστουγέννων-αγάπης-χαράς-οικογένειας. Και να που τώρα, κοιτάζω σα χαζή την πολυθρόνα που καθόταν ο μπαμπάς μου, που αδιαφορούσε παντελώς για τα Χριστούγεννα, και μου λείπει ακόμα πιο πολύ.
Όλες τις χρονιές πριν την χρονιά που θα μπορούσαμε κάλλιστα να βαφτίσουμε «Η χρονιά που μπανοβγαίναμε στα νοσοκομεία», τέτοιες περίπου μέρες προσπαθούσα να βολέψω κάπου τους δικούς μου για να μην γκρινιάζουν. «Θα περάσω να φάμε, αλλά για λίγο», «Χριστούγεννα θα έρθω, αλλά Πρωτοχρονιά μη με περιμένετε» και άλλα τέτοια που στη σφαίρα της απώλειας φαντάζουν τερατώδη και σε γεμίζουν με τις πιο σκοτεινές ενοχές, αλλά είναι απολύτως φυσιολογικά.
Κάθε χρόνο που ήρθε μετά την ενηλικίωσή μου, στις γιορτές, μοιραζόμασταν με τον μπαμπά πικρόχολα σχόλια για τον υπερβολικό ενθουσιασμό του κόσμου και τον ξέφρενο καταναλωτισμό των γιορτών. Είχαμε ακριβώς το ίδιο γούστο στο φαγητό και πέφταμε με τα μούτρα στα ίδια κοινά πιάτα. Γελάγαμε με τα ίδια αστεία που κάναμε και πέρσι, τσακωνόμασταν για τους ίδιους και τους ίδιους λόγους (γιατί, όπως σε κάθε ελληνική οικογένεια, αν δεν βγάλεις τα μάτια σου στο οικογενειακό τραπέζι «χρονιάρες μέρες» τότε πότε;). Και μετά έφευγα. Γιατί είχα και δουλειές.
Που τις νόμιζα πιο σημαντικές.
Και φέτος, που ο μπαμπάς δεν είναι εδώ, δεν γίνεται να μη μου λείπει. Δε γίνεται να μην του γράψω σε ένα γράμμα που δεν θα φτάσει ποτέ πουθενά (και άρα είναι ένα ανόητο γράμμα) ότι θα ‘θελα να είναι εδώ.
Γιατί, όταν ο αποχωρισμός είναι οριστικός, βάζεις μπροστά ό,τι εργαλείο έχεις για να αυτομαστιγωθείς που δεν ήσουν καλή κόρη, που δεν πρόσεξες, δεν νοιάστηκες, δεν βοήθησες, δεν άκουσες, δεν αγάπησες όπως όφειλες κι όπως σ’ αγάπησαν.
Γιατί, όταν ο αποχωρισμός είναι οριστικός, αγαπάς όπως δεν αγάπησες ποτέ. Γιατί τότε είναι που όλα τα καλά, τα γλυκά, τα τρυφερά γιγαντώνονται και κάνουν τα άσχημα τοσοδούλικα και καταλήγεις να σου λείπουν όλα –από τα πραγματικά καλά του αστεία και το φωτεινό μυαλό του, ως τα απαίσια παπούτσια που τον σταύρωνες να πετάξει επιτέλους.
Και το μόνο που θες είναι αυτό που όλοι λένε και τραγουδούν και γράφουν. Ένα τελευταίο «αντίο», μια φορά να πεις ό,τι έχεις στο κεφάλι σου, σαν ερωτική εξομολόγηση –να πεις ένα “ευχαριστώ” της προκοπής, μια “συγγνώμη” της προκοπής κι ένα ειλικρινές “σε συγχωρώ”.
Μακάρι να ήσουν εδώ, μπαμπά, και να μου ΄λεγες για χιλιοστή φορά αυτή την ιστορία απ’ τη Χούντα. Δεν θα σε στραβοκοιτούσα.
Αν ήσουν φέτος εδώ την Πρωτοχρονιά, σου υπόσχομαι, ότι δεν θα έφευγα στις 12.05.
Και, σου υπόσχομαι, ότι δεν θα σε μάλωνα ούτε μία τόση δα φορά που καπνίζεις.
Αφού όλο του κεφαλιού σου κάνεις. Χαλάλι σου.»