Ταυτισμένη με μια από τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας η Σοφία Βέμπο έγινε η τραγουδίστρια της Νίκης αλλά και η φωνή όλων των Ελλήνων.
Ξεπροβόδιζε τον γονιό που αποχαιρετούσε τον γιο του, τον στρατιώτη που αγκάλιαζε τη μάνα του πριν φύγει για τον πόλεμο. Ηταν η φωνή του ΄40, η φωνή που συγκινούσε και που εξακολουθεί να συγκινεί, εβδομήντα οκτώ χρόνια μετά, όχι μόνον σε κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αλλά και σε κάθε εθνική συγκυρία. Πώς η Βέμπο έγινε σύμβολο; Ποιος την έχρισε «εθνική τραγουδίστρια» και πως οδηγήθηκε τελικά η ίδια σε αυτόν τον διαχρονικό ρόλο; Αλήθεια, πως αποκτά κανείς αυτή την ελληνική – εθνική ταυτότητα;
Στην περίπτωση της Σοφίας Βέμπο τίποτα δεν έγινε τυχαία αλλά και τίποτα δεν έγινε κατόπιν σχεδίου. Η ταύτισή της με την Ελλάδα των δύσκολων καιρών δεν ήταν φυσικά αποτέλεσμα χειρισμών και δημοσίων σχέσεων! Κι ίσως γι΄ αυτό να πέτυχε. Με τα τραγούδια και την φωνή της, αλλά κυρίως με το σθένος και το ένστικτό της, και φυσικά με τις πηγαίες αντιδράσεις της κατά τη διάρκεια του Πολέμου και της Κατοχής, ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της. Κι έγινε σύμβολο.
Η αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στην ελληνικότητα, την βαθιά ελληνικότητα που την χαρακτήριζε. Η Βέμπο έζησε μια ιστορική στιγμή και αντέδρασε άμεσα, με αυτό που ήξερε να κάνει: Με το τραγούδι της. Αργότερα, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, ότι «σ΄ εκείνον τον πόλεμο, όλοι έδωσαν τη ζωή τους, τα μάτια τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Την φωνή μου που, καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης, στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 με το όνομα Σοφία Μπέμπου, κόρη καπνεργάτη από την Τσαριτσάνη, εγκαθίσταται το ΄12, μαζί με την οικογένειά της (είχε άλλα τρία αδέλφια) στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την ελληνοτουρκική συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, το 1914, επέστρεψαν στην γενέτειρα του πατέρα και συνέχεια πήγαν στον Βόλο. Εκεί η νεαρή Σόφια άρχισε να δουλεύει ως ταμίας σε έναν κατάστημα και δειλά-δειλά να παίζει με την κιθάρα της. Με την ίδια κιθάρα τραγούδησε στο πλοίο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, το 1933, και κατενθουσίασε τον κόσμο. Εκεί την άκουσε ένας καλλιτεχνικός ατζέντης από την Θεσσαλονίκη και της πρότεινε συνεργασία. Δέχτηκε και ξεκίνησε.
Η φήμη της δεν άργησε να ξεπεράσει τα όρια του βορρά και να φτάσει στην Αθήνα. Με την σύμφωνη γνώμη των δικών της άρχισε τις αθηναϊκές εμφανίσεις της. Το τραγούδι ήταν που την οδήγησε στο θέατρο και από εκεί η καριέρα της απογειώθηκε. Ηχογραφήσεις και δίσκοι, εμφανίσεις, με την μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Συνθέτες και στιχουργοί της εποχής, με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και τον Μιχάλη Σουγιούλ, της γράφουν τραγούδια. Ακολουθούν οι Γιάννης Σπάρτακος, Θόδωρος Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, Λεό Ραπίτης, Μίμης Κατριβάνος, Θεόφραστος Σακελλαρίδης, Μενέλαος Θεοφανίδης, Ιωσήφ Ριτσιάρδης, Χρήστος Χαιρόπουλος
Υπογράφει συμβόλαιο στην Κολούμπια και παίρνει, πράγμα σπάνιο για την εποχή, ποσοστό επί των πωλήσεων. Ο κινηματογράφος της χτυπά την πόρτα. Και όχι μόνον: Με την φωνή και τα τραγούδια της γίνεται η πρώτη πειραματική μετάδοση του ελληνικού ραδιοφώνου. Η επιτυχία της είναι μοναδική, αλλά η ίδια δεν επαναπαύεται.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, η Σοφία Βέμπο είχε αρχίσει να αναζητά μια ελληνικότητα στο ρεπερτόριό της και να στρέφεται σε μουσικές και τραγούδια με ντόπιο ιδίωμα. Αν και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να της δώσουν διάφορα δημοτικά της εποχής, εκείνη επέλεξε το «Στ’ Λάρισ’ βγαίν’ ο αυγερινός», που το θυμόταν από την μητέρα της. Ο Κώστας Γιαννίδης της το χαρακτήρισε «βλαχοτράγουδο» και αρνήθηκε να το περιλάβει στην παράσταση που έπαιζαν τότε. Πιέστηκε, πείστηκε και το «βλαχοτράγουδο» έγινε σουξέ.
Αυτή η βαθειά ελληνικότητα που κατοικούσε μέσα στην Σοφία Βέμπο δεν έπαψε να την ακολουθεί _ως το τέλος της ζωής της. Ακόμα και την ιστορική 28η Οκτωβρίου του 1940, τα δικά της τραγούδια διεκόπησαν για να αναμεταδοθεί, στις δέκα το πρωί το ιστορικό πλέον πολεμικό ανακοινωθέν από τον εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλο.
Η Βέμπο κάνει πόλεμο μέσα από την επιθεώρηση
Η συμμετοχή της στις επιθεωρήσεις της εποχής στάθηκαν καθοριστικής σημασία για την μετέπειτα πορεία της ως τραγουδίστρια της Νίκης. Με την κήρυξη του πολέμου οι επιθεωρήσεις άλλαξαν εν μία νυκτί θεματολογία και αναπροσάρμοσαν τα νούμερά τους στην πολεμική επικαιρότητα. Πάνω στις δεδομένες μουσικές ξαναγράφτηκαν οι στίχοι. Στίχοι με πατριωτικό περιεχόμενο που ήθελαν να εξυψώσουν το ηθικό του Ελληνα. Η Βέμπο έπιασε αμέσως το νόημα και βρέθηκε στην πρώτη γραμμή.
Ενα από τα ελάχιστα θέατρα που είχαν παραμείνει ανοιχτά το ‘40 ήταν το Μοντρεάλ, όπου εμφανιζόταν η Σοφία Βέμπο. Κονφερανσιέ ήταν ο (μετέπειτα σύζυγός της) Μίμης Τραϊφόρος, από τον οποίο και ζήτησε να γράψει «πολεμικούς» στίχους πάνω στην μουσική της «Ζεχρά» του Μιχάλη Σουγιούλ. Κατά τη διάρκεια της παράστασης εκείνος γράφει το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», της το διαβάζει και περιμένει την αντίδρασή της. Στους στίχους που όλοι ξέρουμε, ο Τραϊφόρος είχε περιλάβει, για κλείσιμο το δίστιχο «Αν δεν’ ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Η Βέμπο τα χάνει με την σκληρότητα αυτή και του λέει, όπως εκμυστηρεύθηκε χρόνια μετά σε συνέντευξή της: «Σ΄ ευχαριστώ πολύ παιδί μου, αλλά δεν μου αρέσει»…
Ο Τραϊφόρος πιάνει το νόημα και μέσα σε λίγα λεπτά το αλλάζει και αντικαθιστά τους «σκληρούς» στίχους με τη φράση «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά». Εκείνο το ίδιο βράδυ η Βέμπο το τραγούδησε με τρόπο μοναδικό, συγκλονιστικό, μπροστά σε έναν κόσμο που παραληρούσε και το ζητούσε ξανά και ξανά… Από εκείνο το βράδυ το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο και οι μισές εισπράξεις δίνονταν στον ελληνικό στρατό.
Αλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που και αργότερα, η Βέμπο παραχωρούσε ένα μέρος ή και όλα τα έσοδα από τις εμφανίσεις της στις ανάγκες των στρατιωτών. Κρατώντας πάντα μια ατρόμητη, άφοβη στάση απέναντι στον εχθρό. Οπως τότε που προσπάθησαν να την τρομοκρατήσει, όχι μόνον με απειλές, αλλά και με πράξεις: Της επιτέθηκαν με σιδερογροθιά για να την τραυματίσουν και να σταματήσει τις εμφανίσεις της. Δεν το κατάφεραν. Η ίδια δεν έδωσε σημασία στις απειλές τους και τους μήνυσε ότι ακόμα κι αν δεν μπορεί να εμφανιστεί, θα συνεχίσει να τραγουδάει στο ραδιόφωνο.
Το δεύτερο τραγούδι-σταθμός για την Βέμπο ήταν το «Κορόιδο Μουσολίνι», ένα ιταλικό τραγούδι με τον τίτλο «Reginella-campagnolla» σε μουσική του Eldo Di Lazzaro, το οποίο «πείραξε» στιχουργικά ο Γιώργος Οικονομίδης, με σατιρική διάθεση.
Ακολούθησαν κι άλλα, όπως το «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός» μια παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στην επιτυχία « Στ’ Λαρσα βγαιν’ ο Αυγερινός» αλλά και το «Μας χωρίζει ο πόλεμος» που έγραψε ο Σουγιούλ οόσο υπηρετούσε την θητεία του και το έμαθε στη Βέμπο από το τηλέφωνο. Η ιστορία θέλει τον συνθέτη να παίζει ακορντεόν μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και να μαθαίνει το τραγούδι στην Βέμπο. Αργότερα, με το τραγούδι «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου» θα εκφράσει και τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού από τις υποσχέσεις των συμμάχων.
Τον Αύγουστο του ΄41 είχαν οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν την Βέμπο ότι με άνωθεν εντολή, άλλου συνταγματάρχη έπρεπε «να παύση την δράσιν της εις το τραγούδι, εις όλα τα θέατρα της Ελλάδος» και ότι «εις την ιδίαν θα αφαιρεθή το δελτίον καλλιτέχνιδος και του λοιπού θα απαγορεύεται να ανέλθη επί σκηνής». Εχοντας τον κόσμο με το μέρος της, έναν κόσμο που ξεσηκώθηκε και αντέδρασε, η απόφαση άλλαξε. Θα μπορούσε να τραγουδά αλλά το ρεπερτόριό της θα ήταν υπό έλεγχο… Την συνέλαβαν, την φυλάκισαν.
Όταν αφέθηκε ελεύθερη αναγκάστηκε πια να φύγει από την Ελλάδα. Φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή. Μαζί με τον αδελφό της, μεταμφιεσμένοι και οι δύο σε γέρους, και με πλαστά διαβατήρια, ως Σοφία Βαμβέτσου, μεταφέρθηκε στην Εύβοια και από εκεί στην Τουρκία με πλοίο. Στη συνέχεια πήγαν στην Συρία, πέρασαν από την Δαμασκό, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη κι έναν μήνα αργότερα, έφτασαν στην Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο συνέχισε να τραγουδά όπου υπήρχαν Ελληνες και να προσφέρει τα έσοδα από τις εμφανίσεις της στον ελληνικό στρατό, στον αγώνα, γύρω στις 18.000 χρυσές λίρες. Η δράση της είχε γίνει πλέον γνωστή και δεν ήταν λίγες οι φορές που το Γενικό επιτελείο της διέθετε το αεροπλάνο «Μεγαλόχαρη» για να μετακινείται ενώ έστελνε τους δίσκους της σε όλες τις μονάδες του μετώπου.