Για την πρώτη της νύχτα και για τις άλλες χιλιάδες νύχτες της ως μητέρα πάνω από προσκέφαλα παιδιών.
Θυμάσαι την πρώτη; Είχαν φύγει πια όλοι οι επισκέπτες, αισθανόσουν κατάκοπη και χαρούμενη, πονούσες λίγο, το μωρό λίγα μέτρα μακριά από εσένα, σε καλά χέρια στην αίθουσα νεογνών, κάποιο κλαίει, πολλά κλαίνε, δεν ξέρω ούτε καν πώς ακούγεται το κλάμα του ακόμα, αλλά είμαι ήσυχη, μπορώ λίγες ώρες να κοιμηθώ, έγινα μαμά, θα το νιώσω πού θα πάει, θα μάθω να το θηλάζω, μου έδειξαν, πρέπει να κοιμηθώ, η γέννα δεν ήταν παίξε-γέλασε, οι εφιάλτες με τους πόνους, και μια αναπάντεχη μοναξιά, το θέλω δίπλα μου αυτό το μωρό αλλά καλύτερα μακριά μου τις πρώτες ώρες, πώς θα τα καταφέρω;
Η πρώτη νύχτα στο σπίτι. Τη θυμάσαι κι αυτή; Που όλοι κοιμόντουσαν και εσύ δεν μπορούσες να κλείσεις μάτι; Τι στο καλό θα το κάνω αυτό το πλάσμα εγώ; Πού είναι οι γιατροί και οι νοσοκόμες να είναι συνέχεια από πάνω του, πού ξέρω εγώ αν αναπνέει, αν πονάει, αν πεινάει, πώς θα το πιάσω να το πλύνω, να το αλλάξω, αστειεύεστε που μας διώξατε από το μαιευτήριο μέσα σε πέντε ημέρες, τι προλαβαίνει να μάθει κανείς μέσα σε πέντε ημέρες;
Και έρχεται η νύχτα με τον πρώτο πυρετό. Πλάκα κάνεις. Ξυπνάς τους πάντες και κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται. Αντιπυρετικό, πόσα ml ( ; ), τόσα, με τη σύριγγα, να το δώσω με τη σύριγγα, όρθιο να μη μου πνιγεί, βλέπεις τη ρουκέτα να φεύγει, πάει το γάλα, πάει και το φάρμακο, τι κάνουν τώρα, σε πόση ώρα ξημερώνει επιτέλους σ’ αυτή την πόλη;
Άγρυπνες οι νύχτες των πυρετών. Και των πρώτων δοντιών. Άγρυπνες οι νύχτες στο Παίδων, κάποια στιγμή πρέπει να κοιμηθώ, αλλά στις τέσσερις το μαύρο ξημέρωμα πρέπει να του κάνω τη μάσκα με το εισπνεόμενο, δέκα λεπτά εισπνεόμενο το διανοείσαι ( ; ), πώς κρατάς ακίνητο ένα μωρό επί δέκα λεπτά;
Κι όμως. Τα καταφέρνεις. Και τα καταφέρνεις μια χαρά. Ηρέμησε.
Οι τρομερές νύχτες πάντα ξημερώνουν όπως και οι υπόλοιπες.
Ίσα ίσα για να έρθουν και άλλες που ακούς το παιδί να διαβάζει ως αργά, να ψιθυρίζει στο τηλέφωνο ως αργά, να χαζολογάει στο ίντερνετ ως αργά, «κλείσ’ τον επιτέλους αυτόν τον διάολο», ή να μένει έξω ως αργά, κάτι έπαθε, δεν μπορεί, σίγουρα κάτι έπαθε και δεν απαντάει στο τηλέφωνο, κρέμεσαι από τα μπαλκόνια μέχρι να το δεις να γυρίζει σφυρίζοντας, «πώς κάνεις έτσι;», και μετά έρχονται οι εξετάσεις, και να τα ξενύχτια πάλι χωρίς να το θέλεις ή χωρίς να το θέλει, κλείνουν τα μάτια μου, να τα άγχη, να οι πορτοκαλάδες, να οι αποτυχίες, να και οι επιτυχίες, γελάς, κλαις, «τι θα κάνει απόψε, πρώτη νύχτα, σε ξένη πόλη;»
Θες κι άλλα;
Όχι, βέβαια. Κάθε μαμά έχει τις δικές της νύχτες.
Άλλες αγωνίες και άλλες ιστορίες να πει.
Γι αυτό σου λέω.
Η Ημέρα της Μητέρας είναι πάντα ήρεμη, είναι χαρούμενη και χαμογελαστή, είναι ψύχραιμη, κουραστική ναι, αγχωμένη ναι, αλλά ψύχραιμη ακριβώς γιατί είναι μέρα.
Για τη νύχτα πες μου, αν θες.
Για τη νύχτα της.
ΚΛΑΙΡΗ ΤΖΩΡΤΖΑΚΗ