Μια νέα έρευνα μας δίνει καινούρια στοιχεία για την αναγκαιότητα του ύπνου στα μωρά! Ερευνητές από τη Νορβηγία διαπίστωσαν ότι ο ύπνος κατά τους πρώτους μήνες της ζωής είναι καθοριστικός για τη μελλοντική υγεία και τη συμπεριφορά του παιδιού.
Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι τα μωρά που κοιμούνται λιγότερο από 10 ώρες κάθε βράδυ ή ξυπνούν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν διαταραχές συναισθηματικής ή συμπεριφορικής φύσεως έως την ηλικία των 5 ετών. Οι ερευνητές θεώρησαν δεδομένο ότι θα εντοπίσουν συσχετίσεις μεταξύ ύπνου και συμπεριφοράς στα μικρά παιδιά, όμως αποτέλεσε έκπληξη γι’ αυτούς το γεγονός ότι η συσχέτιση ήταν τόσο ισχυρή και σταθερή, επισημαίνει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Børge Sivertsen.
Η σχετική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση JAMA Pediatrics βασίστηκε σε στοιχεία που αφορούσαν σε 32.662 μητέρες και παιδιά από τη Νορβηγία. Τη μελέτη υποστήριξε το Υπουργείο Υγείας της Νορβηγίας. Οι μητέρες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια κατά την 17η εβδομάδα της κύησης, όταν το παιδί ήταν 18 μηνών και ξανά όταν το παιδί ήταν 5 ετών. Ζητήθηκε επίσης από τις μητέρες να αξιολογήσουν 99 βασικά σημεία της συμπεριφοράς του παιδιού τους και να δηλώσουν πόσες ώρες κοιμάται το παιδί ανά 24ωρο και πόσες φορές ξυπνά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Στην ηλικία των 18 μηνών, σχεδόν το 60% των παιδιών κοιμόταν 13-14 ώρες κάθε βράδυ και περίπου το 2% των παιδιών απολάμβανε λιγότερες από 10 ώρες ύπνου κάθε βράδυ. Περίπου το 3% των παιδιών ξυπνούσε τρεις ή και περισσότερες φορές κάθε βράδυ.
Πέραν των ωρών ύπνου, οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν σημαντικές παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του παιδιού, όπως η ηλικία της μητέρας, το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, η διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο αριθμός των παιδιών στην ίδια οικογένεια, καθώς επίσης και το φύλο και το βάρους του μωρού κατά τη γέννηση.
Ακόμη και με αυτές της παραμέτρους, παρέμεινε σταθερή η συσχέτιση που υπεδείκνυε ότι οι λιγοστές ώρες ύπνου –κάτω από 10– και ο άστατος ύπνος –με το μωρό να ξυπνά τρεις ή και περισσότερες φορές– συνδέεται με τον αυξημένο κίνδυνο συναισθηματικής ή συμπεριφορικής διαταραχής στην ηλικία των 5 ετών. Ο κίνδυνος φάνηκε να είναι μεγαλύτερος για διαταραχές εσωτερίκευσης, όπως αντιδραστικές συναισθηματικές συμπεριφορές, άγχος και καταθλιπτικές τάσεις, παρά για διαταραχές εξωτερίκευσης, όπως διάσπαση προσοχής ή επιθετικότητα. Ο ανεπαρκής ύπνος συνοδεύεται την επόμενη ημέρα από δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων και των παρορμήσεων αλλά και στην ορθή αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων και των προθέσεων των άλλων.
Παράλληλα, οι χρόνιες διαταραχές του ύπνου μπορεί να οδηγήσουν σε μεταβολές στα επίπεδα των ορμονών του στρες. Τα προβλήματα ύπνου στα πρώτα χρόνια της ζωής ίσως εξηγούν εν μέρει τις δυσκολίες συναισθηματικής και συμπεριφορικής φύσεως που θα εκδηλώσει το παιδί, ωστόσο πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως ο χαρακτήρας του παιδιού και η ψυχική υγεία των γονέων, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, σημειώνουν οι ερευνητές.