Μην χασετε

Όλοι με ρωτάνε «Μα καλά δεν είδες τα σημάδια»; Ναι τα είχα δεί αλλά ήμουν ακόμα ερωτευμένη, δεν νοιάστηκα.

Ναι τα είχα δεί. Αλλά δεν έδωσα σημασία, δεν νοιάστηκα. Ήμουν ακόμα ερωτευμένη, άρα σίγουρη ότι θα έφευγαν με τον καιρό.

 

Όταν γνώρισα τον άντρα μου ήταν γλυκός και ευγενικός. Μας γνώρισε ένας κοινός μας φίλος και μάλιστα μου είχε πεί πόσο καλό παιδί ήταν. Στο πρώτο μας ραντεβού μιλούσε πάρα πολύ για τη πρώην γυναίκα του κάτι που όμως δεν με θορύβησε διότι σκέφτηκα πόσο δύσκολο είναι να ξεπεράσεις μια σχέση. Επειδή όμως πραγματικά σιχάθηκα, στο τέλος της βραδιάς πήρα τις φίλες μου και τις είπα πόσο χάλια πήγε το ραντεβού και ότι δεν θα ξαναέβγαινα με τίποτα, μαζί του. Κι έτσι συνέχισα τη ζωή μου.

Βγήκα και με άλλα άτομα εκείνο το καλοκαίρι και μόλις ήρθε το Φθινόπωρο και ο Αλέξης γύρισε στη πόλη που έμενα, με πήρε και μου ζήτησε να ξαναβγούμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δέχτηκα. Εκείνο το βράδυ, τον ερωτεύτηκα.

Advertisements

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου. Ήταν καλός περιποιητικός και γλυκός και δεν υπήρχε κανένα καμπανάκι που να μου χτυπήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον παρακάλεσα να μην φύγει από την Αθήνα, μόλις η δουλειά του τελείωνε (δούλευε εδώ εποχιακά) αλλά δεν γινόταν. Κι έτσι η σχέση μας συνεχίστηκε από απόσταση και όλα πήγαιναν καλά.

Ώσπου άρχισαν να μην πηγαίνουν. Στην αρχή δικαιολόγησα την επιθετικότητά του επειδή δεν βλεπόμασταν συχνά. Δεν έκατσα να σκεφτώ ότι αν ήταν έτσι από απόσταση, από κοντά θα ήταν χειρότερος. Άρχισε να θέλει να ξέρει τα πάντα για τη καθημερινότητά μου, τι έκανα, πότε το έκανα, με ποιόν το έκανα. Με έπαιρνε κάθε δύο ώρες τηλέφωνο, μετά κάθε μία, μετά κάθε μισή. Μια Πρωτοχρονιά που είχα πάει σε φίλους να παίξουμε χαρτιά για το καλό, έπαιζα όλο το βράδυ με το κινητό κολλημένο στο αυτί μου γιατί δεν με άφηνε με τίποτα. Όσες φορές έβγαινα για καφέ με φίλους μου, με έπαιρνε να μου πεί ότι ήταν άρρωστος (άρα έμενα μέσα για να τον παρηγορώ στο τηλέφωνο ή έβγαινα αλλά με τύψεις ότι εγώ περνούσα καλά και εκείνος ήταν άρρωστος) ή με έπαιρνε και πιανόταν από κάτι μικρό για να μαλώσουμε και να μου χαλάσει τη διάθεση. Ένιωθα να πνίγομαι και του ζήτησα να χωρίσουμε.

Την επόμενη μέρα τον βρήκα έξω από το σπίτι μου. Με παρακάλια και κλάματα, να μου λέει ότι δεν θέλει να χωρίσουμε, ότι δεν ήταν ο εαυτός του και ότι συμπεριφερόταν έτσι επειδή του έλειπα. Ήμουν πολύ ερωτευμένη και το να τον πιστέψω, ήταν μονόδρομος. Ο ίδιος μονόδρομος που ακολούθησα, όταν μου πρότεινε να τα παρατήσω όλα και να πάω μαζί του να μείνω στο νησί, στον τόπο καταγωγής του. Και πήγα.

Παράτησα τη δουλειά μου και τους φίλους μου για να μείνω μαζί του. Γιατί πίστευα σε αυτό που είχαμε και στη καλή του πλευρά που μπορεί μέχρι τότε να μην είχα δεί, όμως πίστευα ότι υπήρχε και απλά δεν είχε βγεί ακόμα. Έμεινα έγκυος πολύ γρήγορα, σχεδόν δυο μήνες μετά τη συγκατοίκηση και παντρευτήκαμε στο δημαρχείο μόνο με την οικογένειά του γιατί η δική μου δεν μπορούσε να έρθει (έτσι μου είχαν πεί αλλά ξέρω πως δεν ήθελαν). Και τότε άρχισε η κόλαση…

Δεν τολμούσα να κάνω βήμα. Όταν ήμουν έγκυος άκουγα το «Είσαι έγκυος τι θα πεί ο κόσμος» και όταν έκανα το παιδί, άκουγα «Είσαι μάνα τι θα πεί ο κόσμος». Από αυτόν και την οικογένειά του, εναλλάξ. Δεν τολμούσα να βήξω, έπρεπε να σκέφτομαι τον κόσμο. Δεν τολμούσα να μιλήσω σε άνθρωπο, γινόταν χαμός στο σπίτι. Δεν τολμούσα να μην μαγειρέψω και άκουγα το «Τι θα πούν οι γονείς μου ότι πήρα γυναίκα που δεν με φροντίζει;». Εμένα αλήθεια μάνα δεν με έκανε; Τι θα έλεγε η μάνα μου αν ήξερε ότι μου τα είχαν πρήξει οικογενειακώς και δεν με άφηναν, τουλάχιστον, να χαρώ το ρόλο μου ως μητέρα, αφού ως γυναίκα έτσι κι αλλιώς σ’ αυτό το κωλομέρος με την κωλοοικογένεια που είχα μπλέξει, είχα τελειώσει; Εμένα ποιος με σκέφτηκε όταν εκείνος έλειπε όλη μέρα για δουλειές κι εγώ ήμουν μόνη μου με ένα παιδί, χωρίς γονείς φίλους και συγγενείς, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, με εκείνον να είναι απών και να εμφανίζεται μόνο για να δίνει εντολές; Αλλά εγώ το είχα διαλέξει, καλά να πάθω…κι έτσι περνούσε ο καιρός και αυτομαστιγωνόμουν. Με το «καλά να πάθω».

Advertisements

Ένα βράδυ γύρισε στο σπίτι πιωμένος. Μόλις είχα κοιμήσει τη μικρή και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ. Άνοιξε τη πόρτα της κρεβατοκάμαρας και μου είπε «Έλα έξω εσύ» και έγινε πανηγύρι. Ούρλιαζε, κοπάναγε τραπέζια και καρέκλες, με βούτηξε από τα μαλλιά και φώναζε. Γιατί το πρωί που πέρασα από τον κουμπάρο του, έκατσα παραπάνω και πιάσαμε τη κουβέντα επειδή ο άνθρωπος είχε σπουδάσει Αγγλική φιλολογία όπως εγώ και μιλούσαμε για το Πανεπιστήμιο. Γιατί ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ είχα βρεί έναν άνθρωπο που είχαμε έστω ένα κοινό κι ας ήταν ξένος. Με τη φασαρία ξύπνησε το παιδί και άρχισε να κλαίει αλλά αυτός δεν σταμάτησε. Μέχρι που μου πέταξε ένα πιάτο που με βρήκε στο μέτωπο και λιποθύμησα.

Ξύπνησα στο κρεβάτι μου το άλλο πρωί, ζαλισμένη. Τα πρώτα λεπτά νόμιζα πως είχα δεί όνειρο. Εκείνος έλειπε και στη κουζίνα μαγείρευε η μητέρα του. Δεν μου είπε τίποτα, ούτε εγώ. Ντύθηκα, έντυσα το παιδί και είπα πως θα το βγάλω μια βόλτα. Η μάνα του ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, μόνο που είδε ότι κουβαλούσα μια τεράστια τσάντα και μου είπε «Κάνε ό,τι καλύτερο για το παιδί σου». Έφυγα και μπήκα στο πρώτο καράβι που βρήκα μπροστά μου. Και μέχρι σήμερα δεν το έχω μετανιώσει. Κι όποιος με ρωτάει “Μα καλά δεν είδες τα σημάδια;”, του απαντώ πως ναι τα είχα δει αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Μόνο όταν είδα τα σημάδια στη ψυχή της κόρης μου, αποφάσισα να φύγω πρίν να είναι πολύ αργά!

Δανάη

Από singleparent.gr

Advertisements

Μην χάσετε

Τελευταια άρθρα