Λένε πως οτιδήποτε κακό συμβαίνει σ’ ετούτη τη ζωή, είναι αποτέλεσμα ανεξήγητης θεϊκής δύναμης και συνήθως, αποτελεί σημάδι. Λάθος.
Όλα τα κακά του κόσμου, ξεκινάνε απ’ τον άνθρωπο. Κι επειδή θα είμαστε ες αεί εγκλωβισμένοι στο σαθρό μικρόκοσμό μας, όπου κακό, βλέπε διχόνοιες, τσακωμούς, εντάσεις, ψέματα και διπροσωπίες.
Βέβαια, για όλα αυτά, να είναι καλά οι ένθερμοι και πάντα υποστηρικτές και στυλοβάτες των παραπάνω ανθρωπιστικών προσφορών.
Όπου στυλοβάτες, εδώ βλέπε τον κλέφτη, τον ψεύτη, τον γελοίο και διπρόσωπο και μαζί μ’ αυτούς τον κομπλεξικό, τον μικρόψυχο και βασικά τον σkατόψυχο και κακομοίρη. Και παρότι, η ιστορία θέλει όλοι οι παραπάνω να δικαιώνονται, ο λαός υποστηρίζει άλλα.
O κλέφτης, ο ψεύτης κι ο διπρόσωπος τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Μετά τους πέφτει στραβοβελονιά και τους χαλάει το κέντημα. Κέντημα, βεβαίως! Θέλει τέχνη, βρε, το δούλεμα. Επίσης, θέλει και τύχη. Δε συντηρείσαι πια απ’ την τέχνη σου αν δε σε βοηθήσει και λίγο ο καλός Θεούλης.
Τώρα βέβαια, ζωή είναι αυτή κι αναποδιές συμβαίνουν. Μόδες πάνε κι έρχονται κι η μπογιά σου, φιλέ μου, ξεβάφει. Τα κόλπα πάλιωσαν και με τα αστειάκια σου δε γελάς ούτε εσύ. Πάει η τέχνη, πάνε κι όλα. Κρίμα, θα μου πεις, κι άρχισε να πιάνει.
Η έπαρση σε έφαγε. Καλλιτεχνικό κουσούρι κι όχι μόνο. Προφασίζεσαι, δηλαδή, πως τάχα μου κάνεις κάτι μεγάλο και σπουδαίο, πως προσφέρεις και φυσικά προσφέρεσαι, ενώ στην πραγματικότητα κάνεις κάτι λιγότερο από μια τρύπα στο νερό. Το χειρότερο δε, είναι ότι νομίζεις πως η επιρροή σου είναι τέτοια, που κανένας χρόνος δε θα μπορέσει ποτέ να την αγγίξει.
Κι όμως εκείνος, ως μάγκας μεγάλος, έρχεται και σε παίρνει απ’ το χεράκι και σου θυμίζει πάλι απ’ την αρχή τη μικρή εκείνη τη θεσούλα που ανήκεις. Μικρή. Γιατί αλίμονο κι αν πραγματικά το πίστεψες πως σου αναλογούσε μεγαλύτερη.
Η τέχνη σου, καλέ μου, είναι άτεχνη κι άτεχνο θα ‘ναι κι ό,τι στο εξής θα αποφανθείς να κάνεις. Κι άτεχνο και ελαττωματικό κι ως γνωστόν το ελάττωμα δε φεύγει. Η πραγματική απορία, βέβαια, είναι γιατί άφησες αρχικά το ελάττωμά σου ετούτο να μετατραπεί σε χούι.
Γιατί, πώς να το κάνουμε, έχεις και μια επιλογή. Και στη δική σου την περίπτωση, αυτή η επιλογή θέλησες να ‘ναι η επανάληψη. Ε λοιπόν, στις επαναλήψεις είναι που καίγεται το πράγμα. Διότι μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, στην τρίτη καίγεσαι κι άγιος ο Θεός.
Όχι, δηλαδή, που θα πουλάς το σάπιο πράγμα και δε θα το δει ουδείς να το μυρίσει. Βρε, αυτά μυρίζουν πρώτα. Φίλε, να ξέρεις, η πονηριά είναι μεταδοτική κι ύπουλη. Κι ακριβώς, λοιπόν, επειδή είναι μεταδοτική, δεν ξέρεις ποτέ σε τι βαθμό θα σε χτυπήσει.
Επίσης, η πονηριά είναι και μετρήσιμη. Γι’ αυτό, πολύ πιθανόν κάποιος άλλος να την έχει μεγαλύτερη. Κι ενώ δεν το θέλω καθόλου να σε στεναχωρήσω, αυτή είναι κι η επικρατέστερη των περιπτώσεων. Τώρα, αν ας πούμε, αυτό το αγνοούσες, πάρ’το ως απλή επιβεβαίωση της μικρής δικής σου θέσης.
Εντάξει, γέλασες. Έκανες πλάκα, ευχαριστήθηκες. Το ψήλωσες το εγώ σου, το ‘χε και ανάγκη. Στο μεταξύ, βέβαια, προδώθηκες. Κατέβηκες κι επίπεδο. Να, αυτά τα άτυχα συμβαίνουν ώρες-ώρες· σ’ άλλον θες ν’ ανάψεις τη φωτιά και την ανάβεις πάνω σου ο ίδιος.
Και να, λοιπόν, που η επανάληψη, μπορεί να προκαλέσει και συμφορά. Το ‘χεις πάθει πολλές φορές κι όμως σε καμία δεν έβαλες μυαλό. Ποιος τα φταίει τώρα; Επικίνδυνο σπορ η πονηριά, ανταγωνιστικό και κατά καιρούς, θανάσιμο. Γι’ αυτό, παράτα τα.
Ωραίο τ’ αστειάκι σου μα φτάνει.
Γράφει η Αναστασία Θεοφανίδου