Εκείνη η μέρα ξεκίνησε, όπως όλες οι άλλες. Άνοιξη, ωραίος, καθαρός καιρός και διάθεση για βολτίτσα με το γιο μου. Ωστόσο, από καιρό κάτι με «έτρωγε», κάτι δεν μου καθόταν καλά. Ως νέα μαμά, ζήτησα συμβουλές από ανθρώπους, που εμπιστεύομαι περισσότερο, την αδερφή μου, τη μαμά μου και την κουμπάρα μου, που είχαμε μεγαλώσει μαζί. Την άλλη μέρα, έκλεισα ραντεβού με τον παιδίατρο, πιο πολύ, για να καθησυχάσω τον εαυτό μου.
Μέσα σε μία στιγμή, εκείνη η μέρα έγινε γνωστή ως «η μέρα, που όλα άλλαξαν».
Από το γραφείο του γιατρού, που πήραμε τις τελευταίες εξετάσεις, βρεθήκαμε μονομιάς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Δεν περίμενα από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθώ στο νοσοκομείο με το μόλις 10 μηνών μωρό μου. Προσπαθούσα να σκεφτώ, τι έπρεπε να κάνω, που να πάω, τί να φέρω από το σπίτι, ποιον να ειδοποιήσω και τί να του πω, ενώ το μυαλό μου ήταν τελείως θολωμένο.
Οι προσπάθειές μου να χαλαρώσω τους φόβους μου έπεφταν στο κενό. Ένιωθα ζαλάδα, πανικό, ναυτία. Χρειαζόμουν επειγόντως κάποιον να μου πει, ότι όλα θα πάνε καλά, χρειαζόμουν απαντήσεις, ήθελα να μάθω λεπτομέρειες, έπρεπε να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο, για να μην τρελαθώ. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να φλιπάρω, το παιδί μου με είχε ανάγκη, έπρεπε να ηρεμήσω και να βάλω το μυαλό μου στη θέση του για χάρη του. Δεν μπορούσα, όμως, να περιμένω, ούτε το γιατρό να βγει και να μου πει, τί συμβαίνει, ούτε τον άντρα μου, που ερχόταν άρον άρον με το τρένο από την επαρχία, που είχε πάει για δουλειές. Ήθελα να ξέρω.
Στο μυαλό μου γύριζαν τα λόγια του παιδιάτρου μου, πριν φύγω από το ιατρείο του, για να επισκεφτώ μια πιο μεγάλη μονάδα – νοσοκομείο, δηλαδή – για περαιτέρω εξετάσεις: «Ψυχραιμία, μη φοβάσαι, μάλλον δεν είναι τίποτα. Θα κάνουν έναν υπέρηχο και θα είμαστε σε συνεχή επικοινωνία». Η γιατρός, που μας ανέλαβε στο νοσοκομείο, γνώριζε τα αποτελέσματα των πρώτων εξετάσεων, πριν φτάσουμε κι αυτό, γιατί της τα είχε ήδη στείλει ο παιδίατρός μας με e-mail. Ήταν συνάδελφοι και συνεργάτες. Τα λόγια του, πριν φύγουμε από το ιατρείο του μου έδωσαν απίστευτη δύναμη, ήταν η σανίδα σωτηρίας μου. Η γιατρός προσπάθησε να με καθησυχάσει, λέγοντας, ότι αντιδρούσα υπερβολικά. Η αμφιβολία ερχόταν σε κύματα, μία ηρεμούσα, μία έτρεμα ολόκληρη.
Πιστεύω, ότι το μητρικό ένστικτο, που μας δίνει ο Θεός, είναι η ίδια Του η δύναμη, που υπάρχει μέσα μας και μας επιτρέπει να νιώθουμε το κακό, όταν πλησιάζει. Σε εμένα, δούλεψε. Εκείνη τη μέρα, θα χρειαζόμουν όλη Του τη δύναμη.
Το βράδυ έφτασε μαζί με τα σόγια και των δυο μας και επιτέλους οι εξετάσεις τελείωσαν. Τώρα, για μια φορά ακόμη, αναμονή για τα αποτελέσματα. Η γιατρός μας φώναξε στο γραφείο της. Ο γιος μας είχε έναν όγκο και δεδομένου του πόσο γρήγορα μεγάλωνε, ήταν πιθανότατα κακοήθης. Τα λόγια της έρχονταν σε αντίθεση με την τόσο γλυκιά φωνή της. Θα προτιμούσα να ίσχυε το αντίθετο, να είναι άσχημη η φωνή της, αλλά γλυκά τα λόγια της. Δεν θυμάμαι τίποτε παραπέρα. Μόνο έναν γδούπο, κλάματα και ουρλιαχτά.
Από εκείνη τη μέρα δεν σταματήσαμε να προσευχόμαστε. Ρίζωσε στο μυαλό μας η σκέψη, ότι μπορεί να χάναμε το μωρό μας. Θυμάμαι να φωνάζω, να κλαίω και να λέω φωναχτά, με όσο αέρα είχε απομείνει στα πνευμόνια μου, ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Δεν μπορούσα να χάσω αυτό το παιδί, που τόσο περίμενα, προσευχόμουν να έρθει, λαχταρούσα, το παιδί, που ήταν η υπόσχεση μετά τη θλίψη. Έμεινα έγκυος ένα μήνα μετά το θάνατο του πατέρα μου. Η απώλειά του έφερε την ευλογία στη ζωή μου, που τόσο έψαχνα. Ήταν λες και έπρεπε να χαθεί μια ψυχή, για να έρθει στη γη μια άλλη.
Ήταν η πιο γλυκιά, η πιο καθαρή χαρά, που είχα νιώσει.
Υπήρχαν πολλοί τρόποι, με τους οποίους τα χέρια του Θεού ήταν επάνω μας την ημέρα εκείνη και τις μέρες, που ακολούθησαν. Τα ένιωθα, παρά το θυμό και το φόβο μου και τα βλέπω και τώρα. Χωρίς το έλεος του δεν θα τα είχαμε καταφέρει. Μέσα στην αληθινή υποστήριξη και αγάπη, που μας έδωσε την εποχή εκείνη και τα επόμενα χρόνια, υπήρχε τεράστια καλοσύνη. Διστάζω να σκεφτώ, ότι μπορεί να ήταν οτιδήποτε άλλο, εκτός απ’ την αγάπη Του μέσα στον αφόρητό μας πόνο.
Οι άνθρωποι σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρουν πάντα, τί να πουν, αλλά υπήρχε κάτι, που μου έμεινε. Ειπώθηκε χρόνια μετά από κάποια, που δεν είχε αισθανθεί τον πόνο, που ένιωσα. Το είπε τόσο εύκολα, τόσο αβίαστα με σκοπό να μας βλάψει και να μας πονέσει:
“Πρέπει να ξεπεράσετε την αρρώστια του γιου σας και να προχωρήσετε”.
Καλά το να προχωρήσουμε, αλλά να το ξεπεράσουμε; Ήταν το χειρότερο, που μπορούσα να ακούσω, δεδομένου, ότι αυτό το άτομο δεν ήταν κοντά μας όλα εκείνα τα χρόνια, που παραπαίαμε. Δεν ήταν κάποια, που της είχα εμπιστοσύνη, αλλά παρόλα αυτά της άνοιξα την καρδιά μου και της αποκάλυψα πράγματα, ελπίζοντας, ότι θα καταλάβαινε την έντονη επιθυμία μου για ηρεμία και λιγότερη ένταση για το γιο μου και για όλους μας μετά την περιπέτεια, που ζήσαμε. Η χαρά μου για την επιβίωση του γιου μου υπερίσχυε όλων.
Ακόμα κι αν αυτή τη φράση, την έλεγε κάποιος, που με αγαπά, με νοιάζεται και θέλει το καλό μου, έχοντας την πρόθεση να με βοηθήσει, πάλι θα με ενοχλούσε, αλλά θα προσπαθούσα να καταλάβω. Συμμετείχα σε μια ενδεχόμενη απώλεια και σε αυτή τη φάση, οι λέξεις διασταυρώνονταν με τη δυσπιστία. Αυτή τη φράση την σκέφτηκα πολύ, αν και ήταν εντελώς παράλογη. Την αξιολόγησα, αλλά δεν βρήκα κανένα νόημα. Εξοργίστηκα. Ήταν μια κακή φράση με άσχημο νόημα και ειπωμένη τη πιο ακατάλληλη στιγμή. Αυτή η γυναίκα απλώς έδειξε το ποιόν της.
Τις επόμενες μέρες, όμως, η φράση αυτή γύρναγε και ξαναγύρναγε στο μυαλό μου. Ένιωθα λες και ήθελε να υποβαθμίσει τον πόνο και την αγωνία μου. Με ξεπερνούσε. Δεν μπορούσε να μου πει, ότι έπρεπε επιτέλους να ξεπεράσω την αρρώστια του γιου μου, επειδή υπάρχουν τόσα άλλα παιδάκια στον κόσμο, που αγωνίζονται να το ξεπεράσουν.
Δεν μπορούσαμε να παραβλέψουμε, όσα είδαμε. Δεν ήθελα να το ξεπεράσω. Ήθελα να το θυμάμαι προς τιμήν…
…των παιδιών, που δεν κατάφεραν να γυρίσουν υγιή στα σπίτια τους.
…των παιδιών, που κάνουν χημειοθεραπείες σε γεμάτες αίθουσες αναμονής, γιατί δεν υπάρχει χώρος στα ιατρεία.
…των γονέων, που ελπίζουν, αλλά το αίσθημα της απελπισίας και του πόνου αιωρείται, όπου κι αν βρίσκονται.
…της γενναιότητας, της δύναμης και της ομορφιάς.
Μια πόρτα είχε ανοίξει και περπατήσαμε πέρα από την ψεύτικη ασφάλεια ενός κόσμου, όπου τα παιδιά έχουν ανοσία στον πόνο και στη δυστυχία, που είναι πολύ αθώα, για να υποφέρουν τόσα κακά πράγματα. Είναι σαν να ρίξαμε μια κλεφτή ματιά πίσω από την απαγορευμένη κουρτίνα και μπορούσαμε πλέον να γνωρίζουμε για αυτό τον νέο, τον άδικο και σκληρό κόσμο. Για εκείνη την ασθένεια, που δεν την ένοιαζε, αν τα παιδιά πρέπει να ζουν ελεύθερα και ανέμελα την παιδική τους ηλικία, χωρίς να φοβούνται. Για εκείνον τον κόσμο, που συνεχίζει να προχωράει, παρά τον πόνο και τη δυστυχία των παιδικών ψυχών.
Το να το ξεπεράσουμε θα ήταν σαν να κοιτάμε τις ουλές μας και να αρνούμαστε την ύπαρξή τους. Ό, τι συνέβη, είχε σκοπό να μας αλλάξει, μόνο, που εξαρτιόταν από εμάς το πώς θα το διαχειριστούμε.
Έχουν περάσει πάνω από 11 χρόνια από εκείνη τη μέρα. Στα χρόνια αυτά, υπήρξαν φορές, που μείναμε χωρίς φράγκο στην τσέπη μας, που έπρεπε να κάνουμε επαναληπτικές εξετάσεις και φορές, που φοβηθήκαμε, μήπως η ασθένεια επιστρέψει. Αυτό το ερώτημα πάντα θα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Μήπως; Και αν…; Προσπαθούμε να ζήσουμε κανονικά τη ζωή μας με ένα γιο πολύ σοφό για την ηλικία του, μια ζωή, που η χαρά και το άγχος συνυπάρχουν, αλλά θα αγωνιστούμε με χαρά ό, τι κι αν συμβεί, για να κερδίσουμε και πάλι, μια ζωή, που είναι σαν ένα ταξίδι, στο οποίο θα είμαστε πάντα μαζί και θα είναι γεμάτο από αναμνήσεις, που θα είναι δικές του.
Ποτέ δεν βρήκα τίποτα καλό σε εκείνο το σχόλιο, αλλά ανακουφίστηκα, όταν είδα, ότι είμαι ικανή να δω τα θετικά. Υπάρχουν αυτοί, που τα παρατάνε και αυτοί, που αγωνίζονται για τον εαυτό τους και για αυτούς, που τα παράτησαν. Αυτοί, που αφήνουν την αγάπη να χυθεί στις καρδιές τους. Αυτοί, που γνωρίζουν, ότι, όταν λένε την ιστορία τους, θα ενθαρρύνουν και θα δώσουν κουράγιο στους άλλους. Αυτοί, που όταν κοιτάζουν πίσω και γύρω τους, αναζητούν εκείνους, που έχουν πληγεί από το ίδιο πράγμα και λένε: «Όχι, δεν φοβάμαι. Δεν θα ξαναφοβηθώ, δεν θα τρέξω μακριά. Είμαι εδώ μαζί σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Τα μάτια μου, η καρδιά και το μυαλό μου θα παραμείνουν για πάντα ανοιχτά. Ελπίζω να μην το ξεπεράσω ποτέ.
Κατερίνα