Αυτή είμαι. Γιατί δε θέλετε να το καταλάβετε;
Δε χωράω στην τσέπη σας ούτε μπαίνω στα καλούπια που χρόνια τώρα φτιάχνετε για μένα. Δεν είναι μόνο ότι δε μπορώ να συμβιβαστώ με σας. Είναι κυρίως ότι δε θέλω.
Ναι, δε θέλω.
Όλα αυτά τα πρέπει που ονοματίσατε κανόνες της ζωής, δεν τα αναγνωρίζω.
Κι όλα τα δήθεν και τους καθωσπρεπισμούς σας τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια.
Εκεί, δηλαδή, που γράφω κι εσάς.
Παρεξηγήστε με όσο θέλετε. Κι εγώ σας παρεξηγώ. Και σας κατηγορώ, αν θέλετε να ξέρετε. Σας καταλογίζω όλες εκείνες τις καταπιεσμένες ψυχές. Όλα αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια που δυστύχισαν από τα πρέπει που τους υπαγορεύσατε. Σας αναγνώρισαν ως υπέρτατη εξουσία και σας έδωσαν τα ηνία της ζωής τους.
Μόνο που τα χαλινάρια της δικής μου ύπαρξης επιμένω να τα διαφεντεύω εγώ. Μόνο εγώ, ακούτε; Κι ας στραβώνετε με αυτή μου την αντίδραση. Αδιαφορώ. Και για τη γνώμη και για τα δήθεν σας. Τούτα τα πρέπει που πάνω τους στήσατε ολόκληρους κόσμους, είναι σκουπίδια. Κι εγώ τα σκουπίδια τα πετώ.
Θα πηγαίνω όπου αγαπώ. Θα κάνω όσα εγώ πιστεύω σωστά για μένα και τους ανθρώπους μου. Θα ζω τη ζωή μου δίχως τα όρια και τα στεγανά σας. Με δικά μου κριτήρια θα καθορίζω τα πρέπει μου.
Όσο για σας; Το στόμα σας ξέρω πως ποτέ δεν πρόκειται να κλείσει.
Είναι μάλιστα φορές, που όλους εσάς σας φαντάζομαι ένα μεγάλο στόμα. Με κοφτερά δόντια και χείλη σαρκώδη, τρομακτικά. Ένα στόμα έτοιμο να κατασπαράξει τον καθένα, σε κάθε του στραβοπάτημα. Σε κάθε τι, βέβαια, που εσείς θεωρείτε στραβοπάτημα εφόσον ξεφεύγει από τα δεδομένα σας.
Εγώ, όμως, δε θα γίνω δεδομένο σας. Κι ούτε θα αφήσω να με φάτε.
Διαφεντεύομαι μοναχός μου, δεν έχω την ανάγκη σας.
Κι ας λέτε. Χαίρομαι να έχω να σας δίνω αφορμές να μιλάτε. Σας γελώ κατάμουτρα και συνεχίζω τη ζωή μου, όπως την επέλεξα. Κάνω τις επιλογές μου, μαθαίνω από τα λάθη μου, γλεντάω τα πάθη μου.
Κι αν δε μου έρθουν όλα όπως έπρεπε, τι πειράζει;
Ένα μεγάλο σχολείο η ζωή κι εγώ δεν έχω σκοπό να μείνω μεταξεταστέος από φόβο. Θα την τολμήσω. Θα τη γευτώ μέχρι το μεδούλι προκαλώντας το δημόσιο αίσθημα σας.
Ηθικολογίες της πλάκας έστησαν μια λοβοτομημένη κοινωνία από άβουλα πλάσματα. Έχτισαν τείχη, πέρασαν κάγκελα και βαριές αλυσίδες παντού. Μα εγώ με δυο κλωτσιές, όλο σας το οικοδόμημα, αυτό που πλάθει δυστυχία, καταπίεση και μιζέρια, θα το γκρεμίσω.
Γιατί μπορώ.
Και γιατί θέλω.
Θέλω να μου ανήκω. Θέλω να επιλέγω.
Μα πάνω από όλα, θέλω να ζω…
Θέλω να είμαι ο εαυτός μου, τι δεν καταλαβαίνετε;
Της Στεύης Τσούτση.