Πάτα με, μυήθηκα στο πρότυπο του καλού παιδιού χρόνια τώρα. Πούλα με, θα είμαι πάντα εδώ για σένα όσες φορές κι αν επιστρέψεις. Πέτα με και ύστερα γύρνα ξανά. Μια ζωή θα σου δίνω άλλοθι. Θα σε δικαιολογώ. Θα σε καταλαβαίνω. Θα σκύβω το κεφάλι. Θα σου έχω έτοιμο χαμόγελο σερβιρισμένο στο πιάτο και μιαν αγκαλιά ζεστή να σε κλείσω μέσα.
Έχεις δίκιο, το ξέρω. Και ξέρω πως απλά συμπεριφέρεσαι ίσως λίγο αυταρχικά. Καμιά φορά φωνάζεις και χτυπάς το χέρι στο τραπέζι και με κοιτάς αγριεμένα και ύστερα μετανιώνεις φυσικά. Το ξέρω πως δεν είσαι αυτό.
Αν είσαι σύντροφος, κατά βάθος με αγαπάς και όταν «δεν παίρνω από λόγια» μου γυρνάς την πλάτη, για να με διδάξεις κάτι. Ξέρω. Αν είσαι προϊστάμενος, με εκτιμάς. Απλά να, έχεις τόσα στο κεφάλι και ξεσπάς που και που. Άνθρωπος είσαι. Αν είσαι μάνα, «για το καλό μου» θα πεις και μια κουβέντα παραπάνω, ξέρω.
Δε θα επιχειρούσες ποτέ τίποτα άλλωστε για να μου επιβάλλεις. Ποιος ο λόγος… Αν είσαι φίλος, αδερφός, με πονάς. Θες πάντοτε να παίρνω τις πιο σωστές αποφάσεις για μένα. Με κατσαδιάζεις που και που. Ξέρεις εσύ. Και γνωρίζω κι εγώ. Τα δίκια όλου του κόσμου, δικά σας. Και σας τα χαρίζω οικιοθελώς και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως ζω ΓΙΑ εσάς. Στις υπηρεσίες σας λοιπόν!
Θέλετε στήριξη, κάποια βράδια δακρύβρεχτα, ζόρικα πολύ; Εγώ! Θέλετε μια συμβουλή σοφή, με μεγατόνους εμπειρίας ζωής μέσα; Εγώ! Αν μπορώ φυσικά. Δεν είμαι και τίποτα σπουδαίο άλλωστε… Θέλετε να ξεσπάσετε νεύρα, θυμό, αγανάκτηση γιατί δεν είστε ρομπότ, αλλά άνθρωποι απλοί, ειδάλλως θα σκάσετε; Εγώ, εγώ! Οικιοθελώς πλέον ρομπότ. Οικιοθελώς πλέον θεός.
Οικιοθελώς πλέον θύμα με περικεφαλαία. Γυρνάει μέρες στο κεφάλι μου αυτός ο τίτλος. «Θύμα!». Θύμα από επιλογή. Χωρίς καμιά δικαιολογία, χωρίς την κλασική κασέτα περί ανατροφής παιδικών χρόνων και ψυχικών τραυμάτων, καταλοίπων παραμάσχαλα. Τα χρόνια πέρασαν. Δε μας παίρνει πια. Δεν είμαστε σε θέση να ρίξουμε πουθενά το φταίξιμο.
Επιλέξαμε τα εύκολα. Το «Ναι σε όλα» και όπου μας βγάλει. Το «Ότι χρειαστείς είμαι εδώ» για να δημιουργήσουμε καλές εντυπώσεις ακόμα και σε έναν άσχετο περαστικό, πουλώντας μούρη με τους καλούς και ηθικούς μας τρόπους. Και άλλα… Και η πλάκα είναι πως όταν τα πρωτοκάναμε όλα αυτά, τα κάναμε με αυθορμητισμό μπόλικο από καρδιάς, καλή διάθεση, φως. Και εκτιμήθηκαν. Βεβαίως!
Μην είμαστε άδικοι. Εκτιμήθηκαν από… Έναν; Δύο; Εν πάση περιπτώσει, εκτιμήθηκαν από κάποιους μετρημένους στα δάχτυλα. Του ενός χεριού! Δεν είναι αυτό νίκη; Μα σας παρακαλώ… Και ύστερα όλο αυτό το παραμύθι, μας έγινε συνήθεια.
Συνήθεια να ‘μαστε καλοί, συνήθεια να μας πατάνε, συνήθεια να μας θεωρούν δεδομένους και να λέμε και ευχαριστώ. Όχι, σας προλαβαίνω, δε λέω ξαφνικά ν’ αρπάξουμε μαστίγια και να κάνουμε τους άλλους να πονέσουν. Δεν είναι εκεί το μυστικό. Με μας δουλεύουμε πάντα. Ούτε να πάψουμε να ‘μαστε αυθεντικοί λέω. Το ακριβώς αντίθετο.
Σε μια ζωή που δε μάθαμε ποτέ να μας υποστηρίζουμε, να μας θαυμάζουμε, να μας αποδεχόμαστε ουσιαστικά, να μας αγαπάμε ούτε στο ελάχιστο, λέω απλά πως είναι καλό ν’ αρχίσουμε να ξεφλουδίζουμε τη βρώμα όλων αυτών των επίκτητων, άθλιων σκουπιδιών και ταμπελών που μας κόλλησαν και έπειτα πιστέψαμε κι εμείς. Να μείνουμε γυμνοί λέω. Παρθένοι και αγνοί. Και ύστερα να κάνουμε μια νέα αρχή ξανά, με μια λέξη μαγική σε χείλη και μυαλό, με τέσσερα μόνο γράμματα, μα τόσο δυνατή. Όρια. Καλή μας αρχή.