Ο Γιώργος Παρτσαλάκης τόλμησε να ανοιχτεί επιχειρηματικά. Ο ηθοποιός μιλά για την οικονομική του καταστροφή και αποκαλύπτει πολλά…
-Η δημοφιλία του «Τίγρη» σάς φούσκωσε τα μυαλά;
«Αυτή η επιτυχία ήρθε στην ηλικία των 45 χρόνων. Δεν γινόταν να μου φουσκώσουν τα μυαλά. Ήμουν ένας οικογενειάρχης με δύο παιδιά. Είχα παίξει τρεις φορές στην Επίδαυρο. Είχα βραβευτεί με το βραβείο «Κάρολος Κουν» για την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Είχα πλήρη συνείδηση με ποιους ηθοποιούς έπαιξα στο Εθνικό Θέατρο, γι’ αυτό και στην τηλεόραση είχα, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, να φτιάξω έναν ρόλο, να επενδύσω σε έναν ρόλο που να με βλέπουν οι τηλεθεατές στον δρόμο και να μου λένε: «Γεια σου, ρε Γιώργο, μας έκανες και γελάσαμε, ξεχαστήκαμε, να είσαι καλά». Με αυτόν τον ρόλο ελπίζω να πρόσφερα κάτι στον κόσμο, αλλά αυτό σταματάει εκεί. Πάμε στην επόμενη δουλειά» τόνισε στην Espresso.
-Δεν θέλατε να γίνετε σταρ;
«Δεν υπήρξα ποτέ ψώνιο! Δεν μου αρέσει να χτίζεται ένας μύθος γύρω από έναν ηθοποιό, ούτε και να συντηρώ αυτόν τον μύθο, με μια αυλή, με ειδύλλια και περιοδικά. Το θεωρώ μέγιστο καραγκιοζιλίκι»
-Χρήματα βγάλατε από τη δουλειά σας;
«Ναι, πληρώθηκα πολύ καλά. Εβγαλα αρκετά χρήματα και ήθελα αυτό να το μοιραστώ δίνοντας δουλειά και σε άλλους. Ετσι μου ήρθε η ιδέα να ανοίξω ένα κρητικό μαγαζί στο Φάληρο. Επειδή από μικρός φούρνιζα ψωμί στον φούρνο μας, έφτιαχνα γαμοπίλαφα, μετέπειτα έκανα τραπέζια με κρητικά εδέσματα στο σπίτι μου, όταν κατεβαίναμε με θιάσους στην Κρήτη ή με τα ΔΗΠΕΘΕ, σκέφτηκα να… ανεβάσω την κρητική κουζίνα στα νότια προάστια. Το εστιατόριο ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Γιατί άλλο είναι το μεράκι και άλλο η επιχείρηση. Σε αυτήν την επένδυση έχασα όλα τα λεφτά μου, τους κόπους μου. Το αντικείμενο δεν το γνώριζα. Το άνοιξα το 2008, «περπάτησε» καλά μέχρι το 2009 και με τη λεηλασία της κρίσης ήρθε και η καταστροφή. Με αυτό το εστιατόριο καταστράφηκα, γιατί είχα δανειστεί κιόλας.»
-Αυτό σημαίνει ότι απομακρυνθήκατε από το θέατρο;
«Ναι. Γιατί περνούσα προσωπικά λούκια και δεν θα ήμουν σωστός στους συναδέλφους μου. Αποφάσισα, λοιπόν, και τις τελευταίες μου οικονομίες να τις επενδύσω στην επιχείρηση, μεταφέροντας το μαγαζί στο Χαλάνδρι, αλλά μέσα σε τρεις μήνες το εστιατόριο έκλεισε. Μετά από αυτό μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα για έναν χρόνο στην Κρήτη. Πέρασα έναν χειμώνα κι ένα καλοκαίρι στο πατρικό μου, βάζοντας το μυαλό μου σε τάξη. Αρχιζα να σκαλίζω τη γη, να βγάζω τα προϊόντα μου, να καλώ τους φίλους μου σε τραπέζια, να μαγειρεύω, να λέω «δεν είσαι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που καταστράφηκες με την κρίση. Την υγειά μας να έχουμε». Ετσι πήρα δύναμη. Με βοήθησαν και τα παιδιά μου. Οταν άρχισα να διασκεδάζω πάλι τους φίλους, τους γνωστούς, είπα: «Τώρα, Γιώργο, θα επιστρέψεις στη δουλειά σου, θα ανέβεις δυο ώρες πάνω στη σκηνή και θα κάνεις αυτό που ξέρεις να υπηρετείς καλά».