Την επόμενη ημέρα ήλπιζα να με πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν το έκανε. Ούτε τσακωθήκαμε ποτέ, ούτε λογοφέραμε. Να έκανα κάτι και να τη στεναχώρησα άθελά μου; Μήπως την έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και την έπρηζα; Ας μου το έλεγε να αραιώσω. Πώς κάποιος φέρεται έτσι σε κάποιον που θεωρεί φίλο του;
Επιτέλους έφτασε το βράδυ. Τα παιδιά έκαναν το μπάνιο τους και έκατσαν λίγο στην τηλεόραση να χαλαρώσουν για να τα πάρει πιο εύκολα ο ύπνος. Η «τρέλα» της ημέρας είχε φτάσει πια στο τέλος της. Καιρός να ξεκουραστούμε και εμείς λίγο. Ήταν η καλύτερη ώρα να πάρω τηλέφωνο τη φίλη μου, τη Βίκυ. Τέτοια ώρα θα είχε γυρίσει σίγουρα σπίτι. Μου είχε λείψει πολύ. Είχαμε να κάνουμε κανονική συζήτηση εδώ και έξι μήνες. Το μόνο που προλαβαίναμε να πούμε είναι «Τι κάνεις, εδώ στο τρέξιμο, θα σε πάρω εγώ όταν μπορέσω».
Ήμασταν φίλες 8 ολόκληρα χρόνια. Την ήξερα και με ήξερε καλά. Το τελευταίο διάστημα ανησυχούσα πολύ για εκείνη. Ήξερα ότι τα είχε βρει μπαστούνια καθώς ο μπαμπάς της διαγνώστηκε με καρκίνο. Εργαζόταν ως λογοθεραπεύτρια και δούλευε καθημερινά ολόκληρα δεκάωρα για να τα βγάλει πέρα.
Γνωριστήκαμε στην παιδική χαρά όταν τα παιδιά μας ήταν μικρά. Βλεπόμασταν κάθε μέρα, αλλά δεν είχε τύχει να μιλήσουμε. Ξεκινήσαμε με ένα «καλησπέρα» και καταλήξαμε ώρες ολόκληρες στο παγκάκι της παιδικής χαράς να μας παρακαλούν τα παιδιά μας να φύγουμε και εμείς να καθόμαστε εκεί μόνο και μόνο για να τα πούμε. Πηγαίναμε στις κούνιες πιο πολύ γιατί το θέλαμε εμείς και όχι τα παιδιά. Είχαμε πάρα πολλά κοινά. Η φιλία αυτή που ξεκίνησε στο παγκάκι, συνεχίστηκε και στην κανονική μας ζωή. Τηλεφωνιόμασταν συχνά και κουβεντιάζαμε επί παντός επιστητού: Για τα προβλήματα των παιδιών μας, το σχολείο, την επικαιρότητα και την αϋπνία που μας «έδερνε». Στο ένα χέρι το τηλέφωνο, στο άλλο η σφουγγαρίστρα ή η κουτάλα.
Τα παιδιά, οι σύζυγοι, τα αδέρφια, οι γονείς μας μπορούσαν να μας τρελάνουν, αλλά είχαμε η μία την άλλη να πούμε τον πόνο μας και να γελάσουμε.
Όσο τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά μεγάλωναν, η ζωή μας μετατράπηκε σε χρονοδιάγραμμα. Δεν είχαμε ζωή δική μας, μόνο τις δραστηριότητες των παιδιών μας. Οι καλές μας ημέρες είχαν τελειώσει, οι μέρες που μιλάγαμε, ενώ καθαρίζαμε την κουζίνα ή οι πρωινές της επισκέψεις σπίτι μου που έληγαν μετά το μεσημεριανό. Η δύσκολη καθημερινότητα στέρησε τη μία από την άλλη.
Το πιο εύκολο θα ήταν να το αφήσω στη μοίρα του και να μιλάμε μόνο κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και γενέθλια. Αλλά όχι. Στα άτομα που αγαπούσα δεν θα έκανα κάτι τέτοιο. Η Βίκυ το ήξερε πολύ καλά και κάθε φορά που μιλάγαμε μου έλεγε να μην την ξεχνάω και να την ξαναπάρω οπότε μπορέσω.
Έτσι και έκανα.
Εκείνο το βράδυ που την πήρα τηλέφωνο, ανυπομονούσα να ακούσω τη φωνή της και ήλπιζα ότι μετά από τόσο καιρό θα μπορούσαμε ήσυχα και ωραία να τα πούμε. Αντί για τη Βίκυ, απάντησε ο άντρας της.
«Καλησπέρα»
«Καλησπέρα Χρήστο. Τι κάνεις;»
«Μία χαρά. Ο Μάνος, τα παιδιά;»
«Και εμείς όλοι καλά. Στο τρέξιμο ως συνήθως. Εσείς όλοι καλά;»
«Καλά και εμείς, όπως τα ξέρεις»
«Χαίρομαι. Η Βίκυ;»
«Δεν είναι εδώ. Έχει βγει με κάτι φίλες της»
«Δεν πειράζει. Καλά έκανε, να ξεσκάσει και αυτή λίγο. Πώς τα πάει; Είναι καλά;»
«Μία χαρά. Πιο καλά από ποτέ».
Ένιωσα λες και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό το «είναι έξω με κάτι φίλες της» και «είναι πιο καλά από ποτέ» μου «έκατσε» κάπως. Ένιωσα σαν να μου έριξαν μπουνιά στο στομάχι και μου ερχόταν να κάνω εμετό.
Ο τρόπος που ο άντρας της μου «πέταξε» το πόσο καλά περνάει, μου φάνηκε σαν σπόντα και με έκανε να νιώσω τελείως βλάκας. Όποτε μιλάγαμε, με ξεπέταγε σε δύο λεπτά με τη δικαιολογία ότι έχει δουλειά. Άλλες φορές την έπαιρνα τηλέφωνο και οι κλήσεις μου έμεναν αναπάντητες. Δεν έπαιρνε ποτέ πίσω. Τώρα ξαφνικά τι άλλαξε;
Ένιωσα σαν απατημένη σύζυγος που έμαθε ξαφνικά ότι ο σύζυγός της την κερατώνει χρόνια και όλοι το ήξεραν εκτός από εκείνη.
Τον αποχαιρέτησα βιαστικά και του είπα όταν γυρίσει, να της πει ότι κάλεσα.
Της τηλεφώνησα με μια ανυπομονησία και μια λαχτάρα, που δεν λέγεται, μόνο που η χαρά μου μετατράπηκε σε απογοήτευση και σύγχυση.
Τόσα χρόνια λέγαμε τα πάντα μεταξύ μας ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μιλούσαμε μέρα και νύχτα για τους φόβους μας, τα παιδιά μας, ακόμα και τα παράπονα που είχαμε από τους άντρες μας. Δεν υπήρχε γιορτή ή πάρτι που να μην πάω ή να μην έρθει. Γνώριζα όλο της το σόι και εκείνη το δικό μου.
Αν δεν ήθελε να είμαστε πια φίλες, γιατί δεν μου το έλεγε; Γιατί δεν άφησε το χρόνο να μας χωρίσει φυσικά, παρά μου έλεγε να την παίρνω τηλέφωνο και να μην την ξεχνάω; Ούτε τσακωθήκαμε ποτέ, ούτε λογοφέραμε. Να έκανα κάτι και να τη στεναχώρησα άθελά μου; Μήπως την έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και την έπρηζα; Ας μου το έλεγε να αραιώσω.
Την επόμενη ημέρα ήλπιζα να με πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν το έκανε. Λίγες μέρες μετά της έστειλα ένα μήνυμα ζητώντας της συγγνώμη αν είχα κάνει κάτι που την είχε στεναχωρήσει. Επίσης την ευχαρίστησα για όλη την υποστήριξη και τη βοήθεια που μου έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια.
Αυτό ήταν. Ούτε που μπήκε στον κόπο να απαντήσει. Έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε και ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Τον πρώτο καιρό ήμουν απαρηγόρητη. Είχα επενδύσει πολλά σε αυτή τη φιλία και με πλήγωσε απίστευτα η συμπεριφορά της. Τόσα χρόνια δεν είπα τίποτα σε κανέναν και όλο αυτό με «έτρωγε». Καιρός ήταν να το βγάλω από μέσα μου για να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου.
Πώς κάποιος φέρεται έτσι σε κάποιον που θεωρεί φίλο του; Δεν μιλάμε για μία ερωτική σχέση, αλλά για μία φιλία που είναι ακόμα πιο σημαντική και ιερή. Δεν είμαι η μόνη στην οποία έτυχε κάτι τέτοιο. Πολλοί άνθρωποι έχουν μία παρόμοια ιστορία να διηγηθούν. Όπως είπα και πριν έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε. Εξακολουθεί να με «πειράζει», αλλά το έχω γενικά ξεπεράσει. Ήταν παρούσα σε όλες τις σημαντικές στιγμές, τις δικές μου και των παιδιών μου και ήταν πάντα εκεί όταν τη χρειαζόμουν. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο θα της είμαι πάντα ευγνώμων.