Είναι και κάτι γυναίκες που μοιάζουν βγαλμένες από παλιά καρτ ποστάλ. Έχουν πάνω τους κάτι παλιακό, κάτι φερμένο από αλλοτινούς καιρούς. Παλιομοδίτισσες θα τις έλεγε κάποιος. Νεραϊδοπιασματα τις λέω εγώ.
Δεν πιάνονται. Φτερά βγάζουν και πετούν. Κι αφήνουν πίσω τους άρωμα γαρδένιας και μια μελωδία από παλιά λατέρνα. Παράξενες τις λες αλλά δεν είναι. Είναι απλά αλλιώτικες.
Είναι ευγενικές και ξέρουν να χαμογελούν. Αγαπούν τις καλημέρες και τα γλυκά του κουταλιού. Μη σου πω ότι ξέρουν κιόλας να φτιάχνουν μερικά. Μιλούν στα λουλούδια κι εκείνα μοιάζουν να τους απαντούν.
Κι είναι η περπατησιά τους όμοια με βήματα παλιού βαλς. Αν και τις πιο πολλές φορές δείχνουν να μην πατούν καθόλου στο έδαφος.
Όμοια με τα πόδια και η καρδιά τους. Ανάλαφρη ίπταται πάνω από το κεφάλι τους. Κάνουν έτσι το χέρι να την πιάσουν, να τη βάλουν στη θέση της, να την προφυλάξουν κι εκείνη τους γλιστρά και ξεφεύγει.
Άπιαστη η καρδιά τους δεν ξέρει από τείχη. Δεν ξέρει από κρατήματα και πρέπει. Μοναχά να δίνει ξέρει με όλη της τη δύναμη. Να δίνει και να αγαπά. Να μοιράζει απλόχερα και να μην περιμένει να πάρει.
Αυτές οι γυναίκες, αυτά τα νεραϊδοπιάσματα των παραμυθιών, δεν αγαπιούνται πάντα. Ίσως γιατί είναι αλλιώτικες και παραξενεύουν τον άλλο. Δίνουν αλλά δεν τους δίνεται. Προσφέρουν αλλά δεν τους προσφέρεται. Κλαίνε αλλά δε θα τις δεις ποτέ να δακρύζουν. Γιατί έμαθαν να κρύβουν τα δάκρυα σε χαμόγελα. Έμαθαν να μη σκορπούν αμηχανία, να μη φέρνουν κανένα σε δύσκολη θέση. Δεν τις μαρτυρούν τις πληγές τους. Μονάχα τις καταχωνιάζουν βαθιά μέσα τους και προσπαθούν να τις επουλώσουν όπως μπορούν.
Άλλοτε το καταφέρνουν. Άλλοτε πάλι όχι. Πάντα όμως με το χαμόγελο. Γιατί έτσι είναι αυτές. Έμαθαν ακόμη και στον πόνο να χαμογελούν. Έμαθαν ακόμη και στην απώλεια να μη φανερώνουν αδυναμία. Δυνατές πάντα κι ας σπαρταράει από μέσα η καρδιά τους.
Αυτές οι γυναίκες, είναι θαύματα της φύσης. Γιατί σε έναν κόσμο που τα κάνει όλα αργά αλλά σταθερά ίδια, εκείνες αντιστέκονται. Μένουν ο εαυτός τους, ο παλιομοδίτικος μα αυθεντικός εαυτός τους. Και με αυτόν πορεύονται κι ελπίζουν. Ελπίζουν τη μέρα που κάτι θα τους δοθεί χωρίς εκείνες να το έχουν ζητήσει. Ελπίζουν για εκείνες τις πληγές που θα έρθει η αγάπη να τις κλείσει. Μια αγάπη λιτή, αυθεντική και παραμυθένια. Όπως ακριβώς κι αυτές…
Της Στεύης Τσούτση.