Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Άκου λοιπόν τι γίνεται.
Δεν αλλάζω μεγαλώνοντας. Αλλάζουν όμως οι προτεραιότητές μου και το χρόνο μου τον μετρώ διαφορετικά.
Μπορείς να υπάρχεις γύρω μου, μπορείς να βαφτίζεις τον εαυτό σου όπως θες.
Φίλο, εχθρό, σύμμαχο, οικογένεια, ότι θες, εγώ αντίρρηση δεν θα σου φέρω, απλά γιατί μετράει μόνο το πώς σε έχω ονομάσει εγώ στα κατάστιχα μου.
Φτερά αγγέλου δεν φόρεσα ποτέ και ποτέ δεν ισορροπούσα.
Έκανα βουτιές, έπεφτα, γκρεμοτσακιζόμουνα, και κάθε που σηκωνόμουνα έβαζα ένα τουβλάκι στο νοητό τοίχο που στο μέλλον θα χρειαζόταν να ζήσετε όλοι εσείς.
Ποιοι είστε όλοι εσείς;
Μα οι κισσοί φυσικά.
Αλήθεια πίστευες πως δεν το ήξερα από την αρχή;
Άνθρωποι που δεν φόρεσαν την μάσκα του αγίου, άνθρωποι που στην ζωή τους αναγκάστηκαν να τα χάσουν όλα και να τα ξαναφτιάξουν όλα από την αρχή, άνθρωποι που ήπιαν κι έφαγαν με τους δαίμονές τους παρέα, δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις ανθρωπάκι.
Πριν ανοίξεις το στόμα σου, ξέρουν το ψέμα που θα ξεστομίσεις.
Πριν ξεδιπλώσεις την κολακεία σου, την έχουν ξεράσει.
Πριν σκεφτείς, έχουν ήδη σκεφτεί για σένα.
Κι ο τοίχος αυτός ανάμεσά μας, είναι γιατί εγώ, δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σου.
Σκαρφάλωνε λοιπόν εκεί, παραμύθιαζε το τίποτα που είσαι πως μπορείς και με «μολύνεις» με την ύπαρξή σου κι άσε με εμένα.
Εγώ δίπλα μου τους ανθρώπους μου δεν τους ονοματίζω.
Δεν τους πουλάω τα «σ’αγαπώ» και δεν τους πιστώνω την παρουσία μου.
Εμένα οι άνθρωποί μου με έχουν δει να γελάω σαν παιδί και να κλαίω σαν παιδί.
Εμένα οι άνθρωποί μου, μου μιλάνε μπροστά μου.
Γι’αυτό και όσοι μιλάνε πίσω μου, βρίσκονται εκεί για κάποιο λόγο. Γιατί εγώ, μετράω μόνο όποιον στέκεται μπροστά μου και μιλάει κοιτώντας με κατάματα.
Εγώ πια, στην ζωή μου, αναγνωρίζω το σκοτάδι, το αγαπάω και το κατακτώ αλλά γουστάρω το φως.
Κι ότι δεν έχει φως, δεν το βλέπω πια.
Εμένα οι άνθρωποί μου, ξέρουν και δεν φοβούνται την σιωπή μου.
Δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν οι άνθρωποί μου.
Κι αυτό γιατί πια, δεν ακούω πολλούς, επιλεκτική ακοή το λένε κι αποκτήθηκε με τα χρόνια.
Κι αν άκουσα για λίγο το παραμύθι, μην γελιέσαι, ήξερα πως είναι παραμύθι. Ευκαιρία σου έδινα και δεν το κατάλαβες.
Εμένα οι άνθρωποί μου είναι λίγοι, ξεχωριστοί και σπάνιοι. Και οι πολλοί δεν τους καταλαβαίνουν και γι’αυτό το βάζουν και στα πόδια.
Και ξέρεις ε;
Μην περιμένεις φεύγοντας να σε σταματήσω.
Την πόρτα θα σου ανοίξω για να στο κάνω και πιο εύκολο και θα σε κεράσω και μιαν ευχή για το δρόμο, έτσι για να μην αναρωτιέσαι τι δεν κατάλαβες.
«Έμαθα να τα δίνω όλα, εκτός από το χρόνο μου. Μόνο αυτόν λογαριάζω πια. Μόνο αυτόν μετράω πια. Γι’αυτό ότι είσαι, θα το καταλάβεις από το χρόνο που σου διαθέτω.»
Πηγή: loveletters.gr